Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012
«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ
«Οι πύλες της Φωτιάς», του Στίβεν Πρέσσφιλντ.Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα θάρρους και αυτοθυσίας, στην παγκόσμια ιστορία, είναι αυτό των Ελλήνων που πολέμησαν τον Περσικό στρατό το 480π.Χ. στις Θερμοπύλες. Όπως γνωρίζουμε ο τότε Βασιλιάς των Περσών, και γιος του Δαρείου, Ξέρξης με περίπου δύο εκατομμύρια άντρες εισέβαλε στην Ελλάδα με στόχο βέβαια να την υποτάξει και να την συμπεριλάβει στις κτήσεις του βασιλείου του. Μερικές Ελληνικές πόλεις κράτη τότε συμμάχησαν και έστειλαν ένα μικρό αριθμό αντρών στις Θερμοπύλες με σκοπό να ανακόψουν την επέλαση των Περσών και να δώσουν τον χρόνο στους υπολοίπους να ετοιμαστούν για την τελική αναμέτρηση.

Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις Θερμοπύλες, καθώς και κάποια πριν αλλά και μετά από αυτά, μας παρουσιάζει ο Στίβεν Πρέσσφιλντ, στο ιστορικό μυθιστόρημά του «Οι πύλες της Φωτιάς». Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι «Gates of fire» και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό το 1998. Την μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα ανέλαβε η Βασιλική Κοκκίνου, για λογαριασμό των εκδόσεων Πατάκη, που κυκλοφόρησαν το βιβλίο τον Ιούνιο του 2001 με τον τίτλο, όπως είπαμε και παραπάνω, «Οι πύλες της Φωτιάς».

Ο Πρέσσφιλντ χρησιμοποιεί ένα ιδιοφυές τέχνασμα και μας παρουσιάζει τα γεγονότα ως μια αφήγηση που γίνεται προς και με εντολή του Βασιλιά Ξέρξη από τον μοναδικό Έλληνα επιζώντα της μάχης των Θερμοπυλών. Ο Έλληνας αυτός ονομάζεται Χίονης και βρέθηκε στις Θερμοπύλες ως βοηθός ενός γνωστού, στην Ιστορία, Σπαρτιάτη του Διηνέκη.

Στην αρχή της αφήγησης ο Χίονης μιλά για τα παιδικά του χρόνια στην πατρίδα του τον Αστακό της Ακαρνανίας. Εννέα ετών ήταν όταν στρατιώτες του Άργους εισέβαλαν στην πόλη του και σκότωσαν μεταξύ άλλων, όλη του την οικογένεια εκτός του ιδίου, της ξαδέλφης του Διομάχης και του δούλου τους Βρύαξη. Χάρη στις γνώσεις και την αγάπη του Βρύαξη έζησαν και έμαθαν να επιβιώνουν τα δύο παιδιά στα βουνά για τρία ολόκληρα χρόνια. Μετά τον θάνατο του προστάτη τους, η Διομάχη κατέφυγε στην Αθήνα ενώ ο δωδεκάχρονος τότε Χίονης πήγε στην Σπάρτη. Στην πόλη που εδώ και τρία χρόνια ήθελε να πάει για να λάβει στρατιωτική εκπαίδευση ώστε να μπορέσει να εκδικηθεί την δολοφονία της οικογένειας του.

Έτσι ο Χίονης βρέθηκε στην αγαπημένη του Σπάρτη αλλά αντί για στρατιωτική εκπαίδευση, του ανάθεσαν γεωργικές εργασίες. Η πλήρης αποτυχία του σε αυτό το πόστο ήταν η αιτία ώστε να γίνει βοηθός βοσκού στα ζώα που προορίζονταν για τις θυσίες. Και εκεί όμως δεν τα κατάφερε καλύτερα. Τελικά του ανατέθηκε να υπηρετεί έναν έφηβο, που μετείχε στην Αγωγή (την στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών), τον Αλέξανδρο. Κοντά στον Αλέξανδρο άρχισε ο Χίονης να λαμβάνει, έστω και έμμεσα, την στρατιωτική εκπαίδευση που ονειρευόταν. Η τύχη του χαμογέλασε όμως περισσότερο όταν έγινε βοηθός ενός από τους επιφανέστερους Ομοίους της Λακεδαιμόνας, του Διηνέκη.

Βρισκόμαστε, έτσι, με αυτά και με άλλα στο μέσο του βιβλίου όπου ο συγγραφέας φτάνει στα γεγονότα των Θερμοπυλών. Η Σπάρτη αποφασίζει να στείλει μια ομάδα τριακοσίων Ομοίων συνοδευόμενη φυσικά από τους είλωτες και τους βοηθούς τους. Στην ομάδα αυτή μετέχουν αποκλειστικά «Πατέρες», δηλαδή Όμοιοι που έχουν εν ζωή γιο, ώστε αν σκοτωθούν στην μάχη να συνεχιστεί η γενιά τους. Ο Διηνέκης έχει μόνο κόρες και έτσι δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκστρατεία. Χάρης όμως σε ένα περιστατικό, που πρωταγωνίστησε η γυναίκα του Αρέτη, «αποκτά» γιο και ταυτόχρονα και το δικαίωμα να είναι ένας από τους τριακόσιους.

Όπως είναι γνωστό το σώμα αυτό θα πήγαινε στις Θερμοπύλες και θα μαχόταν ώστε να μπορέσει να καθυστερήσει όσο το δυνατόν την επέλαση των Περσών. Με κεφαλή τον Βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα έφτασαν τελικά στα στενά μαζί με σύμμαχους από άλλες πόλεις. Πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες οι Έλληνες ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες, ενώ οι Πέρσες γύρω στα δύο εκατομμύρια.

Οι ήρωες των Θερμοπυλών κράτησαν καθηλωμένα εκεί τα Περσικά στρατεύματα επτά ημέρες. Την έκτη ημέρα ο Βασιλιάς Λεωνίδας έδιωξε τους συμμάχους και παρέμεινε να δώσει την τελευταία μάχη με όσους Σπαρτιάτες ήταν ζωντανοί καθώς και τους Θεσπιείς οι οποίοι αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. Πεντακόσιες Ελληνικές ψυχές πολέμησαν και σκοτώθηκαν εκείνη την έβδομη ημέρα υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα στην ελευθερία.

Κάπου εδώ σταματάει η αφήγηση του μοναδικού επιζώντα της μάχης αυτής, του Χίονη από τον Αστακό της Ακαρνανίας και μαζί με αυτήν και το εκπληκτικό ιστορικό μυθιστόρημα του Στίβεν Πρέσσφιλντ.

Αν μου άρεσε το βιβλίο; Μα θέλει και ρώτημα; Ο Πρέσσφιλντ είναι ένας ταλαντούχος και ιδιοφυής συγγραφέας. Καθώς περνούν οι σελίδες σε βάζει όλο και περισσότερο στο κλίμα της εποχής. Σε οδηγεί στη Σπάρτη του 5ου αιώνα π.Χ. και νιώθεις όσα σου λέει να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου. Έχεις ενταχθεί τελικά τόσο πολύ μέσα στο έργο του, που γίνεσαι ένας από τους Θεσπιείς πριν την πρώτη μάχη και βλέπεις απέναντι σου τους Μήδες του Ξέρξη. Ακούς από τα χείλη του Διηνέκη να λέει ότι θα πολεμήσετε υπό σκιάν, αφού τα βέλη των Περσών είναι τόσα πολλά ώστε καλύπτουν τον ήλιο. Είσαι έτοιμος να ακολουθήσεις το παράδειγμα του Πολύνεικου και να ανταλλάξεις την ασπίδα σου με κάποιον άλλο συμπολεμιστή σου, λίγο πριν την τελευταία πράξη αυτού του έργου. Και τελικά επιστρέφεις την πραγματικότητα, νιώθεις θλίψη για τον χαμό αυτών των ηρώων αλλά και ασύγκριτη περηφάνια που αυτοί οι «γίγαντες» είναι πρόγονοι σου.

Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, όπως καταλαβαίνετε με μάγεψε. Είναι ένα από τα βιβλία που αξίζει τόσο να το διαβάσετε όσο και να το έχετε στην βιβλιοθήκη σας, μιας και αποτελεί ένα λογοτεχνικό κόσμημα. Καλή ανάγνωση!


-------------------------
Πηγή:books.matia.gr

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ποιους απειλούν οι ξιφολόγχες (της Χρυσής Αυγής) ; Του Νίκου Ξυδάκη

Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2012
Κοιτούσα το βίντεο από τη συγκέντρωση της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες, ένα συμπύκνωμα kitsch, με την πολιτική έννοια που δίνει στο kitsch του ολοκληρωτισμού o Μίλαν Κούντερα. Ενα ψέμα διεσταλμένο τόσο πολύ, ώστε να περνάει για αλήθεια: βάρβαρη οικειοποίηση των μύθων και των ιστορικών συμβολισμών, λατρεία της ωμής δύναμης, καυχησιές ηρωισμού, χρήση του αρχέγονου και του απόκρυφου, μέλανες χιτώνες και φωτιές δαυλών, ρούνοι και αίμα.


Μια απομίμηση του ναζιστικού Θρίαμβου της Θέλησης στη Νυρεμβέργη. Μεταφερμένη, φευ, στις οικουμενικές Θερμοπύλες.Στα γεγονότα: Μια καλτ ομάδα, κινούμενη μεταξύ αποκρυφισμού και απροκάλυπτου θαυμασμού για τον Χίτλερ, σταθερά αρνούμενη το Ολοκαύτωμα, κινούμενη επί δεκαετίες στο ημίφως, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, φθάνει στο σημείο να αποσπά το διόλου ευκαταφρόνητο 7% των ψήφων, και να επιχειρεί να μονοπωλήσει την ελληνική σημαία και την εθνική συνείδηση υπό όρους μίσους και αίματος.

Στις Θερμοπύλες ο επικεφαλής της Χ.Α., υπό το φως των δαυλών, επετέθη στο Κοινοβούλιο της Ελληνικής Δημοκρατίας: αισθάνονται «σιχασιά» και «αηδία» που βρίσκονται εκεί, διαβεβαίωσε, και απείλησε ότι θα φύγουν από τη Βουλή, για να δώσουν να καταλάβουν τι είναι πράγματι τα τάγματα εφόδου, τι είναι δρόμος, και τι σημαίνει «να ακονίζονται οι ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια».

Ας μείνουμε σε αυτό το τελευταίο: Ποιους απειλεί με ακονισμένες ξιφολόγχες ο κ. Μιχαλολιάκος; Τον υπουργό Δημ. Τάξεως Νίκο Δένδια, που απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο υπακατάστασης του κράτους από παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου; Τη Βουλή των Ελλήνων απειλεί; Την Ελληνική Δημοκρατία; Ολους όσοι διαφωνούν μαζί του; Απειλεί τους πάντες, ακόμη και τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναγνώρισε τη Χ.Α. ως νόμιμο κόμμα; Πάντως κάποιους απειλεί, έστω διά της δραματικής υπερβολής, εάν ως δραματική υπερβολή εκλάβουμε τις ακονισμένες ξιφολόγχες, τους πυρσούς και τις κραυγές περί αίματος από αρκετές εκατοντάδες μελανοχίτωνες.

Η δημοκρατία δομικά είναι μεγάθυμη και ανεκτική· χάρη σε αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της, υπάρχουν νεοναζιστικές σέχτες, οι οποίες ενίοτε μεγεθύνονται, εισβάλλουν στο προσκήνιο και επιτίθενται εντέλει εναντίον της δημοκρατίας που ολιγωρεί, ή και κάνει πως δεν ακούει. Η δημοκρατία όμως οφείλει να αγρυπνά, και να απαντά δυναμικά, αποφασιστικά, όταν απειλείται από δυνάμεις του ολοκληρωτισμού, όποια προβιά κι αν φοράνε. Ιδίως στην Ελλάδα που έχει υποφέρει από τη φονική μανία του ναζισμού, κι έχει πολεμήσει σκληρά εναντίον του.

Η βαθιά κρίση την οποία βιώνουν οι Ελληνες, κρίση οικονομική και κρίση πολιτική, δεν επιτρέπεται να θολώνει τον νου τους και να ξεχνούν τις ιδρυτικές παραδόσεις ελευθερίας και τυραννοκτονίας. Η κρίση μπορεί και πρέπει να ενώσει τους Ελληνες σε μια έσχατη γραμμή αμύνης: εκεί που αρχίζει η ηθική εξαθλίωση, κι εκεί που απειλείται ο πυρήνας της δημοκρατίας. Οι υλακές για ακονισμένες ξιφολόγχες, οι επικλήσεις του αίματος, οι φλόγες των πυρσών, δείχνουν ήδη αυτή τη γραμμή.

-----------------------------
Πηγή: Καθημερινή

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Μπράβο σε όλους για τον "Μαραθώνιο στήριξης" στους απόρους του Βόλου στις 24/8/2012

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2012
Επειδή πρέπει να λέμε και τα θετικά που συμβαίνουν στην πόλη μας, αναφερόμαστε στον "Μαραθώνιο στήριξης", που έλαβε χώρα την Παρασκευή στις 24 Αυγούστου στο Εθνικό Στάδιο Βόλου, στις 21:30, με στόχο την συλλογή τροφίμων διαρκείας που διατέθηκαν στο Κοινωνικό Παντοπωλείο Βόλου, αλλά και στο Γηροκομείο του Βόλου. Όπως πληροφορηθήκαμε, ήδη, μέσα σε λιγότερο από 2 χρόνια, ο αριθμός των ατόμων που συντηρούνται από το Κοινωνικό Παντοπωλείο Βόλου, αυξήθηκε κατά 1000%, ανερχόμενος σήμερα στα 6000 άτομα. 

Την εκδήλωσε διοργάνωσε το "Σωματείο Γυναικείας Επιχειρηματικότητας Μαγνησίας", που δεν ξέρω από που κρατάει η σκούφια του, ούτε τι ακριβώς κάνει -κι ούτε μ' ενδιαφέρει- σημασία όμως έχει, πως πέτυχε κάτι πολύ μεγάλο και αξιέπαινο:
  • Πάνω από 6.500 Βολιώτες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό.
  • Η συναυλία πραγματοποιήθηκε με εισιτήριο...  τρόφιμα διαρκείας! 
  • Ο Μαραθώνιος στήριξης εκφράστηκε μέσα από μια συναυλία, στην οποία συμμετείχαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, όπως οι Ελένη Τσαλιγοπούλου, Διονύσης Τσακνής και Δημήτρης Ζερβουδάκης, ενώ στην προσπάθεια αυτή συνέβαλε και ο ταλαντούχος Βολιώτης τραγουδοποιός και ερμηνευτής Απόστολος Μόσιος.
  • Στο τέλος της βραδιάς συγκεντρώθηκαν πάνω από 8,5 τόνοι τροφίμων,
Στο τέλος έλεγε η Ελένη Τσαλιγοπούλου πως είναι η πρώτη φορά που τραγουδά χωρίς εισιτήριο, αλλά με τρόφιμα, δηλώνοντας βέβαιη πως θα το κάνει ξανά και με τον Διονύση Τσακνή να ευχαριστεί τον κόσμο που έδειξε αλληλεγγύη, απευθύνοντας του κάλεσμα να βρεθούν το ίδιο αλληλέγγυοι και στους δρόμους

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Δείτε αποσπάσματα από την εκδήλωση:

Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του ( ή "Η ανταρσία των Υδραίων" ) του Νίκου Ξυδάκη

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2012
Η αυγουστιάτικη ανταρσία των Υδραίων κατά των φοροεισπρακτόρων του ελληνικού κράτους θυμίζει, υπό κλίμακα βεβαίως, την ανταρσία των Υδραίων το καλοκαίρι του 1831. Και τότε χρήματα ζητούσαν οι Υδραίοι, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Λάζαρο Κουντουριώτη, από το πάμπτωχο κράτος που μόλις είχε συσταθεί. Ζητούσαν αποζημιώσεις για τους αγώνες τους και διατήρηση του ναυτικού μονοπωλίου και των προνομίων τους επί του Αιγαίου. Και για την επίτευξη των σκοπών τους, δεν δίστασαν να βυθίσουν δύο νεότευκτα πλοία του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Υδρα»: ο ίδιος ο ναύαρχος Μιαούλης, ο ήρωας του Αγώνα, τα πυρπόλησε μέσα στο λιμάνι του Πόρου. Ηταν 1η Αυγούστου 1831.

Από την ίδια αντινομική παράδοση ηρώων και καθαρμάτων αντλούν οι σημερινοί Υδραίοι, οι ναύαρχοι του τουρισμού. Πρόκειται για μια παράδοση αυτοδιοίκησης και καχυποψίας προς την κεντρική διοίκηση, είτε είναι οθωμανική είτε είναι ελληνική· πρόκειται για παράδοση ελεύθερου εμπορίου που εκτείνεται ώς το κοντραμπάντο, την πειρατεία και το κούρσο. Και βέβαια είναι παράδοση που θεμελιώνεται πάνω σε συμπαγή και μεγάλα συμφέροντα μιας τάξης κυρίαρχων. Η ανταρσία εκδηλώνεται όταν ακριβώς απειλούνται τα συμφέροντα και η κυριαρχία. Αυτή η παράδοση, ολοζώντανη και κραταιά το 1831, οδήγησε στην ανταρσία των Υδραίων κατά του «Ελληνικού» και του Καποδίστρια.

Στις σημερινές συνθήκες, τα μεγάλα συμφέροντα, όπως των καραβοκυραίων προεστών Μιαούλη και Κουντουριώτη, εκδηλώνονται αλλιώς έναντι του κράτους: το αλώνουν με άλλα μέσα, από μέσα, χωρίς πυρπολήσεις. Και το κράτος, συνήθως, υποχωρεί και ηττάται, διότι οι λειτουργοί του και οι ηγέτες του δεν έχουν το σθένος του Καποδίστρια ή επειδή ακριβώς δεν θέλουν να έχουν την τύχη του Καποδίστρια.

Η ισονομία είναι η πρώτη ουσιώδης απώλεια σε αυτόν τον πόλεμο. Προς αναπλήρωσιν της απωλεσθείσης ισονομίας, οι ηττημένοι και εξαχρειωμένοι άρχοντες προσφέρουν και στους αδύναμους, που παρακολουθούν από κοντά άγρυπνοι και λαίμαργοι, τη δυνατότητα της μερικής ή καθολικής ανομίας, τη δυνατότητα της αμοιβαίας εξαχρείωσης. Ο μεγάλος αφαιρεί τη μεγάλη λεία από τον δημόσιο χώρο, και μένει ατιμώρητος, νικητής. Το κράτος εξευτελίζεται. Ταυτοχρόνως ο μικρός κλέβει ό,τι φτάνει το χέρι του: κλέβει τον ΦΠΑ, κλέβει το ΙΚΑ, κλέβει μερικά μέτρα δημόσιας γης, καταπατά ακτές, πυρπολεί δάση, μολύνει ύδατα, μπαζώνει ρεματιές. Ο,τι δεν του ανήκει είναι είτε λεία είτε εχθρικός στόχος.

Στα προκεχωρημένα οχυρά της εθνικής βιομηχανίας τουρισμού, της αχανούς παράγκας πάνω σε καταπατημένους αιγιαλούς, η ανταρσία των φοροφυγάδων της Υδρας, και κάθε φοροφυγά, τελείται σαν φάρσα, σαν τραγωδία. Και σαν αυτοκτονία: Διότι, εντέλει, δεν στρέφεται εναντίον του αχρείου, αναξιόπιστου και λεηλατικού κράτους, που είναι πράγματι τέτοιο εξαιτίας των αρχόντων και των εκλεκτόρων τους, αλλά εναντίον του πυρήνα και της υπόστασης του κοινού χώρου, του κοινού καλού, του κοινού συμφέροντος, της πατρίδας που ελευθερώθηκε με αίμα και κρατήθηκε με αίμα. Ο Καραγκιόζης γκρεμίζει την παράγκα του.

-----------------------------------
Πηγή: http://news.kathimerini.gr

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Το καραγκιοζιλίκι με το συρτάκι του Βόλου

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2012
Δεύτερη Έκδοση 23/08/12 13:30:
Την παρακάτω Πρώτη Έκδοση του άρθρου μου αυτού, την κοινοποίησα για δημοσιοποίηση (έστω σαν προσωπική επιστολή) σε όλα τα ΜΜΕ του Βόλου (Εφημερίδες "Θεσσαλία", "Ταχυδρόμος", στο e-volos) αλλά και στα enikos.gr & alfavita.gr. Μόνο ο "Ταχυδρόμος" τη δημοσίευσε. Στη "Θεσσαλία" έστειλα και δεύτερη κοινοποίηση -όπου μιλάω ότι δεν πιστεύω σε ενδεχόμενη προληπτική λογοκρισία- αλλά φευ με αγνόησαν και πάλι (δεν θέλουν προφανώς να... στεναχωρήσουν τα αφεντικά τους, Δήμαρχο και Περιφερειάρχη). Εντέλει το γνωστοποίησα στο everybody του Πανεπιστημίου με το παρακάτω πρόλογο και έγινε χαμός: μέσα σε 36 ώρες αναγνώστηκε πάνω από 800 φορές και διαβάζεται ακόμα έως τώρα. Και δεν νομίζω ότι διαβάζεται έτσι από απλή περιέργεια, αλλά επειδή, λίγο πολύ, αρκετός κόσμος συμφωνεί με το περιεχόμενό του. Ευχαριστώ τους (έως τώρα) 2 Καθηγητές, μια συνάδελφο και έναν (γνωστό) Δημοσιογράφο, που με μηνύματα ή τηλεφωνικά, επικοινώνησαν μαζί μου.

Ο πρόλογος του μηνύματος που έστειλα στο στο everybody του Πανεπιστημίου:
"Και τώρα που η κατάσταση όλων μας γίνεται δραματικά όλο και χειρότερη, που μας απαγορεύεται η γαλήνη, μας απαγορεύεται η ηρεμία, μας απαγορεύεται η αξιοπρέπεια, μας απαγορεύεται η αισιοδοξία, μας απαγορεύεται και το αυτονόητο: μας απαγορεύεται η ζωή, μας απαγορεύεται -έστω εμμέσως- και ο πολιτισμός μας!
Προεξάρχοντος του Περιφερειάρχη, του Δημάρχου και... λοιπών "αρχόντων" του τόπου μας, προσπαθούν να μας περάσουν το καρακιτσαριό, το καραγκιοζιλίκι, με το... περίφημο συρτάκι του Βόλου, για πολιτιστική εκδήλωση, δήθεν για την πόλη μας, για την Ελλάδα...!(συνέχεια στην πρώτη Έκδοση)."


Πρώτη Έκδοση
Διαβάζω εδώ και ημέρες στον τοπικό τύπο για το περίφημο... "μεγαλύτερο συρτάκι παγκοσμίως που θα γίνει στο Βόλο 31/8/12 ημέρα Παρασκευή και ώρα 8.30 στην παραλία" που φιλοδοξεί να μπει στο βιβλίο Γκίνες με τα παγκόσμια ρεκόρ και δεν το παίρνω στα σοβαρά. Σκέπτομαι ότι κάποιος μωροφιλόδοξος ιδιώτης έχει μια τέτοια φαεινή ιδέα και θέλει να την πραγματοποιήσει για πάρτι του. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σοβαρά, δεν πρόκειται για κάποιον ιδιώτη, εδώ μιλάμε για ενέργεια που γίνεται με πρωτοβουλία και κάλυψη της Περιφέρειας, του Δήμου Βόλου, υπό την καθοδήγηση του... εξοχότατου προέδρου της ΕΚΠΟΛ κ. Κώστα Χαλέβα!

Γίνεται, λέει, για την τουριστική προβολή της πόλης μας, του Βόλου... Λες κι ο Βόλος, με τις τόσες ομορφιές του, έχει ανάγκη μιας τέτοιας προβολής. Αυτό το εγχείρημα, αν πραγματοποιηθεί, όχι μόνο δεν θα δώσει στην πόλη μας περισσότερη (ποιοτική) προβολή, αλλά θα την δυσφημίσει κιόλας. Ποιος είπε ότι το kitsch τελείωσε με τη χούντα; Πιστεύω ότι δεν είμαι ο μόνος συμπολίτης που διατυπώνει αυτή την άποψη. 

Σ' αυτό το καραγκιοζιλίκι, ταιριάζει γάντι η σοφή παροιμία "εδώ ο κόσμος καίγεται και το... μπιπ χτενίζεται". Διότι βρισκόμαστε και σαν πολίτες και σαν τοπική αυτοδιοίκηση και σαν κοινωνία γενικότερα, μέσα σε μια οικονομική και πολιτική ομηρία από τους ληστές τροικανούς, ντόπιους και ξένους. Ο Δήμος κοντεύει να βάλει λουκέτο, ο περιφερειακός (ξανά) μπήκε στις καλένδες, η ανεργία στην περιοχή μας καλπάζει και αυτοί... τον χαβά τους.

Θα μου αντιπροτείνει κάποιος: και τί πρέπει να κάνουμε τώρα, να πέφτουμε ο ένας μετά τον άλλο απ' τα μπαλκόνια; Και βέβαια όχι. Και να διασκεδάσουμε πρέπει, αλλά και να αγωνιστούμε για να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση. Αλλά αυτό δεν θα το κάνουμε βέβαια αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο με φτηνά πανηγυράκια αυτού του στύλ! Δόξα το Θεό, ο τόπος και πολιτισμό έχει και πολλά ήθη κι έθιμα έχει που μπορεί να αναδείξει, έστω και για τουριστικούς λόγους.

Εκείνο που με θλίβει όμως περισσότερο είναι ότι η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου μας μέχρι τώρα σιωπά. Να υποθέσω ότι συμφωνεί μ' αυτό το καραγκιοζιλίκι; Δεν θέλω να το πιστεύω.

=====================================

Υ.Γ.(11/09/2012)
  • Όσοι διάβασαν το παραπάνω άρθρο, αξίζει να διαβάσουν και το εξαιρετικό άρθρο του Στάθη, για το ίδιο θέμα εδώ.
  • Ενώ αρχικά απαντούσα σχεδόν σε κάθε σχόλιο αναγνώστη, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου και επειδή πολλά είχαν επαναλαμβανόμενη θεματολογία, έπαψα να απαντώ σε καθένα ξεχωριστά. Μπορούν βέβαια και οι ίδιοι οι αναγνώστες να απαντήσουν σε σχόλια άλλων αναγνωστών.
  • Αυτή είναι η τελευταία μου προσθήκη. Τέλος. Το πήραμε το Γκίνες. Πάμε για το επόμενο...
#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Εικόνα 360 μοιρών από τον πλανήτη Άρη

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2012
Μια διαδραστική εφαρμογή από τη δεύτερη μέρα του Curiosity έδωσε στη δημοσιότητα η NASA. Το Rover της NASA συνεχίζει την εξερεύνηση του στα εδάφη του κόκκινου πλανήτη, στέλνοντας στη Γη εντυπωσιακές εικόνες.
Μέσω της συγκεκριμένης εφαρμογής, ο χρήστης μπορεί να δει μέσα από τα "μάτια" του Curiosity και να κάνει μια μικρή περιήγηση 360 μοιρών στην επιφάνεια του Άρη. Το Curiosity έκλεισε μια εβδομάδα ζωής στον Άρη και οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να σχηματίζουν μια πρώτη άποψη για την επιφάνεια του πλανήτη.
A view of Mars

Curiosity rover: Martian solar day 2 in New Mexico
  
Υπεύθυνος για τη διαδραστική εφαρμογή είναι ο φωτογράφος Andrew Bodrov, ο οποίος στην ουσία ένωσε φωτογραφίες της NASA και δημιούργησε τη δική του εκδοχή για τον άγνωστο πλανήτη στα πρότυπα του Google Street View.
Ο χρήστης καλείται να χρησιμοποιήσει τα βελάκια του πληκτρολογίου ή το ποντίκι του υπολογιστή του για να αρχίσει το "ταξίδι" στο διάστημα αλλά και για να μεταβεί σε άλλα σημεία της Γης που έχει επιλέξει η NASA και έχει απεικονίσει σε πλατφόρμα 360 μοιρών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Εσθονός Andrew Bodrov κάνει κάτι τέτοιο. Στη λογική των 360 μοιρών, έχει ήδη απαθανατίσει πολλά σημεία και μνημεία του πλανήτη όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου.
Περισσότερες φωτογραφίες από τον Άρη, μπορείτε να δείτε εδώ

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
------------------
Πηγή:http://news247.gr

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Δεν ξέρω καν αν συζητάμε πια μεταξύ μας - Ημερολόγιο Δευτέρα 11/8/12

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Κοντεύει 2:00 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Με τον φορητό έξω στην ταράτσα, με την δροσιά και τ' αστέρια από πάνω μου για συντροφιά. Πίσω μου φωτισμένο το Πήλιο ησυχάζει. Είμαι μόνος. Όπως και στην καθημερινή μου πραγματικότητα. Οι φίλοι τελευταία λιγόστεψαν επικινδύνως. Οι συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο - όσο υπάρχει δουλειά και μισθός - πέρα βρέχει, καθ' ένας στην κοσμάρα του! Απλά ζώ την εικονική μου πραγματικότητα νομίζοντας ότι μοιράζομαι τις σκέψεις και τις έγνοιες μου με τους "φιλους μου" στο Facebook & Twitter. Οποία πλάνη! Πραγματική όχι εικονική.

Κάνω αυτές τις σκέψεις, με αφορμή ένα εξαίσιο - και ταιριαστό για την περίπτωσή μου - άρθρο που διάβασα πριν λίγο στην "Καθημερινή" (την οποία από σπόντα αγόρασα την Κυριακή), του οποίου το μεγαλύτερο μέρος παραθέτω αυτούσιο:

Δεν ξέρω καν αν συζητάμε πια μεταξύ μας. Συναντιόμαστε, δεν αμφιβάλλω. Μιλάμε για την αφόρητη ζέστη, για τα επικείμενα νέα μέτρα, χρησιμοποιούμε ορολογία τρόικας και υπουργείου Οικονομικών (ισοδύναμα μέτρα, οριζόντιες περικοπές…), μετράμε τις απώλειες, περιγράφουμε στιγμές στο τραμ, το μετρό, το λεωφορείο. Μας διχάζει ή μας ενώνει η λαθρομετανάστευση και η αντιμετώπισή της, δηλώνουμε εξπέρ στην εξειδίκευση των μέτρων, ανησυχούμε για το δόγμα της Θράκης, ένας υφέρπων πατριωτισμός μας πνίγει, αλλά τίποτα το σπουδαίο, το ανατρεπτικό. Μιλάμε με στόμφο, αλλά και λίγο φόβο – ένα έμπειρο μάτι τον διακρίνει στις συσπάσεις των ματιών. Η επιστροφή στην ελαφρότητα, σε αυτό που λέμε μικροσυζήτηση, είναι δεδομένη. Ο λόγος μας δεν είναι αναθεωρητικός των χαμένων αξιών, ούτε καν των γνωστών δεδομένων. Λες και το μόνο που μας ενδιαφέρει, είναι να ξορκίσουμε τη μιζέρια των άλλων, τον πόνο των άλλων.


Ορισμένοι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να μη συγκινηθούν, γράφει η Σούζαν Σόνταγκ (φωτ.) στο βιβλίο της «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων». Όπως επίσης μας θυμίζει την κατηγορία εκείνων που επιδιώκουν την αίσθηση της ανωτερότητας από την πολυθρόνα, μακριά από τους πραγματικούς κινδύνους. Η ζωή όμως είναι εδώ, σφριγηλή, ωραία ή ωραιοποιημένη ή φρικτή, ανάλογα πάντα με τις περιστάσεις, την κοινωνική γαλήνη ή τις περιόδους πολέμου και βίας. Και τώρα τι έχουμε; Πόλεμο, μήπως; Μια μορφή πολέμου, ίσως; Ποιος θα ορίσει το πλαίσιο της παρούσας ζωής; Σε τέτοιες περιόδους γίνονται πολλαπλές και πολυεπίπεδες ζυμώσεις προκειμένου όλοι μαζί να γυρίσουμε σελίδα. Αλλά φοβάμαι πως μας διαφεύγει η ουσία. Όλον αυτό τον καιρό θα ’πρεπε να ’χουμε μετρήσει τις εγκαταλελειμμένες ανθρωπιστικές αξίες. Την ανθρωπιά του ανθρώπου, το ρόλο του, τη σύμφυτη με την εσωτερική επάρκεια πορεία του προς το μέλλον, την ευθύνη του ως μονάδα, την ευθύνη του μέσα στο σύνολο, την αναγκαία και ισότιμη συμπόρευση. Μια κοινωνία, για να αντέξει, χρειάζεται πλαίσιο αξιών που θα στοχεύουν στην άοκνη καλλιέργεια και εκγύμναση του νου, στην αξιοπρέπεια, στον αγώνα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αντ’ αυτού, μετράμε απλώς νούμερα και εκχωρούμε το δικαίωμα για όλα τα παραπάνω σε μικρές πολιτικές μειοψηφίες, με αμφισβητούμενη διαχειριστική ικανότητα.


Στο έργο του «Ρόσμερσχολμ», ο Νορβηγός δραματουργός Ερρίκος Ιψεν (φωτ.) βάζει τον πρωταγωνιστή Ρόσμερ να ρωτήσει τον εξουθενωμένο γερο–Βρέντελ: «Μήπως θα μπορούσα να σε βοηθήσω»; Και απαντά ο Βρέντελ: «Αν μπορούσες να μου διαθέσεις ένα ιδανικό ή ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα ιδανικά, θα έκανες καλή πράξη». Ναι, αναζητούμε ένα ζευγάρι ιδανικά. Και ελαφρώς μεταχειρισμένα, δεν θα τα αρνηθούμε. Κυρίως για να τα προσφέρουμε στους νέους ανθρώπους, στα παιδιά μας. Σε αυτούς που έρχονται με νεανική ορμή, αλλά με ψαλιδισμένα φτερά, και αναζητούν μέσα από τις σκόρπιες λέξεις μας την απάντηση για το τι είναι θεμιτό και τι αθέμιτο. Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο. Τι θα μπορούσε σε έναν καινούργιο κόσμο να σημαίνει κοινωνική καταξίωση και κοινωνική δικαιοσύνη. Πώς θα μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στην ουσιαστική μοναξιά του ατόμου και τη διάθεση να αποσύρονται για να σκεφτούν, να αναλογιστούν, να βάλουν τάξη στα πρέπει και τα θέλω. Δεν ζούμε πια σε εποχές θυσιών της ζωής μας στο όνομα της επιβίωσης των νεότερων. Γι’ αυτό και αναζητούμε απεγνωσμένα ένα ζευγάρι ιδανικά, έστω και μεταχειρισμένα, για να τα δωρίσουμε στο μέλλον.[1]

***
Να μην ξεχάσω το τεράστιο γεγονός, ότι από σήμερα κυκλοφορεί το βιβλίο «Τα φάγαμε όλοι μαζί» του σιχαμερού  Θ. Πάγκαλου σε ηλεκτρονική μορφή (e-book) στο οποίο περιγράφει το πόσα, πότε και ποιοι «τα φάγανε» και πώς κατανέμεται η ευθύνη από πάνω προς τα κάτω, στους πολιτικούς και στους πολίτες. Πόσο χαμηλά θα πέσουμε ακόμη θεέ μου...!

***
Ένας ιρακινός μετανάστης πέθανε ήδη από μαχαιριές φασιστοχρυσαυγιτών και το δράμα συνεχίστηκε με βίαιες επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες σε 3-4 πόλεις σ' όλη την Ελλάδα, σήμερα. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, το πράγμα να πάρει μεγάλες διαστάσεις και να γίνει ανεξέλεγκτο. Και να μην ξεχάσω να αναφερθώ σε ένα εμετικό άρθρο του αλιτήριου, κομιστή Θέμου Αναστασιάδη στην εφημερίδα του της Κυριακής.

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

 -------------------------------
[1] Πηγή:Καθημερινή - Ρίτσα Μασούρα 11/8/12 (οι υπογραμμίσεις δικές μου)

Θρύλος από τα παλιά για το φετινό καλοκαίρι Του Βασιλη Καραποστολη

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Θρύλος από τα παλιά για το φετινό καλοκαίρι
Η βελανιδιά, οι σύγχρονοι παραθεριστές, τα φωτοβολταϊκά κάτω από τον ήλιο

Αυτό το καλοκαίρι δεν μπορούμε να ’μαστε απλώς παραθεριστές. Δεν μπορούμε να περάσουμε ξώφαλτσα δίπλα στη Φύση. Είναι ανάγκη να πάρουμε κάποια διδάγματα απ’ ό,τι μας ξεπερνάει και μας αγκαλιάζει ταυτόχρονα. Είμαστε μέρος της Φύσης... Αυτά δεν λένε στους μαθητές τα βιβλία; Ομως τι είδους μέρος του όλου είμαστε, αφού δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μέσα στο όλον;
Η ύπαιθρος μάς γνέφει, μας κάνει πράσινα σινιάλα, αλλά εμείς μαγκωνόμαστε, λες και τα σήματα έρχονται από εξωγήινα πλάσματα. Ο σύγχρονος παραθεριστής οπισθοχωρεί μπροστά σε τέτοια καλέσματα, κι υπάρχουν μάλιστα στιγμές που το θρόισμα των φύλλων, το λίκνισμα του κλωναριού, το πέταγμα ενός πουλιού να του φαίνονται τόσο άσχετα με τις προσωπικές υποθέσεις του, ώστε να κλείνει τα παντζούρια του παραθύρου του για να βουλιάξει στη δική του, την αποκλειστικά ανθρώπινη ησυχία του. Αλλά το να έχεις στις βαλίτσες σου τις υποθέσεις σου και το να θέλεις να βρεις την ησυχία σου, είναι πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους.
Παρ’ όλα αυτά, έξω από το παράθυρο ο άνεμος εξακολουθεί να πνέει, και τα νυχτοπούλια επιμένουν κάτι να λένε. Εάν ο παραθεριστής άκουγε τι διαμηνύουν, εάν ήθελε ν’ ανοίξει τ’ αυτιά του και ν’ ακούσει αυτούς τους ήχους που άνοιγαν πάντα τις πύλες της νύχτας, εάν το μυαλό δεχόταν ν’ αφεθεί σε ό,τι αινιγματικό υπάρχει γύρω του, τότε πραγματικά θα λέγαμε ότι το καλοκαίρι αρχίζει να ρέει στις φλέβες τού ανθρώπου. Υπάρχει λοιπόν εμπλοκή στον εγκέφαλο, εμπλοκή στο νευρικό σύστημα. Ολος ο οργανισμός σφίγγεται πάνω στις συνήθειές του, αρνείται να λυθεί.

Απλώς να υπάρχει


Το πρόβλημα του σύγχρονου παραθεριστή δεν είναι άλλο από μια δυσκολία στην αυτοεγκατάλειψη. Του είναι αδύνατο να παραδώσει τον εαυτό του σε δυνάμεις που δεν τις γνωρίζει καλά. Τι είναι γι’ αυτόν όλα τούτα τα φυτά και τα ζώα τριγύρω; Είναι ένας κόσμος που πιθανόν υπακούει σε νόμους, αλλά ο επισκέπτης της εξοχής έχει μάθει ότι οι νόμοι που διέπουν τη ζωή αυτών των πλασμάτων διαφέρουν από τους νόμους τους οποίους ο ίδιος «κατασκευάζει» για να ρυθμίζουν τις σχέσεις με τους ομοίους του. Ο άνθρωπος είναι για να κατασκευάζει, η Φύση είναι για να υπάρχει. Ετσι είπαν. Αλλά τι γίνεται όταν ο άνθρωπος νιώσει την ανάγκη να υπάρχει, χωρίς να φτιάχνει απολύτως τίποτα; Οταν δεν θέλει πια ο δραστήριος να είναι δραστήριος;
Μια έντονη διάθεση μπορεί τότε να γεννηθεί. Είναι η ώρα του καλοκαιριού. Με όλους τους ιστούς του, με όλες τις ίνες του το κορμί παρακαλάει τον εγκέφαλο να του επιτρέψει να ξαπλώσει καταγής, να κυλιστεί στο χώμα, να μείνει εκεί ακίνητο. Τι λύτρωση! Θα ήταν ευλογία εάν ο καθένας μπορούσε να αφεθεί έτσι, κολλημένος σα σαλιγκάρι πάνω σ’ αυτό τον φλοιό που αποκάτω του τρίβονται πετρώματα, σχηματίζονται κρύσταλλοι, αναμειγνύονται κοχλαστά υγρά. Στο βάθος ο βρασμός, στην επιφάνεια η ηρεμία. Το κορμί του ξαπλωμένου παίρνει μέσα του και τα δύο στοιχεία, κι αυτό είναι τελικά το δώρο της Φύσης. Να μαθαίνει κανείς ότι η τάξη είναι καρπός του αγώνα και ότι κανένας αγώνας δεν έχει τη βιασύνη για σύμβουλο.
Ας μείνουμε εκεί που βρισκόμαστε, με την πλάτη στο χώμα. Το συνηθίζαμε όταν ήμασταν μικροί, ύστερα το θεωρήσαμε παιδιάρισμα. Γυρίζουμε λίγο το κεφάλι. Τι βλέπουμε; Τίποτα δεν ανυπομονεί. Τίποτα δεν λουφάζει. Ολα κινούνται, όλα αναπνέουν, όλα δρουν σύμφωνα με τον εσωτερικό τους ρυθμό. Χορτάρια, ζουζούνια, έντομα. Ο βόμβος τους είναι ένα κουκούλι μέσα στο οποίο μπορείτε, αν θέλετε, να χωθείτε, κλείνοντας τα μάτια. Η παιδική μας μνήμη μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάθουμε τίποτα εάν βυθισθούμε σ’ αυτή την ύπνωση που οδηγεί σε μονοπάτια σκιερά, παράξενα. Κρατήστε τα μάτια κλειστά.
Βρισκόσαστε ανάμεσα στην ονειροπόληση και την αγαλλίαση. Ενα φύλλο πέφτει πάνω στο πρόσωπό σας. Αγγιγμα ανάερο, μια θωπεία στο κουρασμένο μέτωπο. Απαλά, ψιθυριστά όσα βλασταίνουν και όσα φτερουγίζουν εκεί κοντά, σας υποδέχονται, επιτέλους, σαν κάποιο αφοπλισμένο στρατιώτη που δεν βλέπει πια τον λόγο να οχυρώνεται στον εαυτό του, να κρύβεται ολόκληρος μέσα στην κάννη του τουφεκιού του. Μέχρι τώρα οσμιζόταν διαρκώς απειλές. Ομως τώρα, είναι χωρίς όπλα και χωρίς διάθεση να πολεμάει φαντάσματα. Λείπουν τα φαντάσματα όχι όμως και η φαντασία. Γιατί το δώρο που του έκανε η Φύση περιλαμβάνει εκτός από τη βαθιά ανάπαυση και τη διέγερση της φαντασίας του.

Ο Παπαδιαμάντης


Οποιος μένει αδρανής, γερμένος πάνω στο χώμα, διαποτίζεται αργά αργά με τους χυμούς εκείνους που κάνουν τους μύστες να μεθούν, να ξαναβρίσκουν μια διόραση που όσο περπατούσαν και όσο δούλευαν τους ήταν απαγορευμένη. Τώρα όμως βλέπουν διαφορετικά! Βλέπει ο οδοιπόρος που ξεκουράζεται κάτω από ένα δέντρο πως οι ρίζες του δέντρου αποτελούν τα κάτω άκρα ενός σώματος που το πάνω μέρος του είναι ο κορμός, και οι φυλλωσιές στα κλαδιά είναι η κόμη μιας ελκυστικής γυναίκας.
Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα ξαναγράφεται εκείνο το διήγημα του Παπαδιαμάντη με το αγόρι που το μαγνήτιζε μια βελανιδιά. Κάποτε, είδε στον ύπνο του το δέντρο να παίρνει ανθρώπινη μορφή, να αποκτά φωνή και να του αναγγέλλει πως εάν ποτέ θελήσει κανείς να το αφανίσει, θα υποστεί βαριές συνέπειες. Το παιδί μεγάλωσε και ξενιτεύτηκε. Μετά από χρόνια, επιστρέφοντας πέρασε και από το μέρος εκείνο του προσκυνήματός του. Η βελανιδιά είχε χαθεί. Τον πληροφόρησαν πως ένας συγχωριανός του την είχε κόψει και πώς πολύ σύντομα στη συνέχεια βρήκε ο ίδιος άσχημο τέλος...

Πνιγηρή ορθοφροσύνη


Ιδού μια ιστορία από τα παλιά. Μήπως παραμιλάμε μες στο ντάλα μεσημέρι; Μήπως η κρίση μάς χτύπησε κατακέφαλα; Ναι, μπορεί κάποιοι να πουν ειρωνικά ότι υπάρχουν και τέτοια συμπτώματα, πως μετά την αποτυχία της λογικής έρχονται τα παραμύθια, τα πνεύματα και οι παραισθήσεις. Η ορθοφροσύνη μερικών είναι πιο πνιγηρή και από καύσωνα σε βαλτότοπο. Εμείς θα τους αγνοήσουμε και θα προτιμήσουμε να δροσιστούμε ακολουθώντας τον Σκιαθίτη ρεμβαστή.
Στο νου μας, η χώρα μας παίρνει το σχήμα μιας γέρικης βελανιδιάς. Και σκεφτόμαστε, ότι αν το τσεκούρι των αλλαγών την κόψει για να στηθούν ανεξέλεγκτα στη θέση της φωτοβολταϊκά, εάν τον ήλιο τον έχουμε μόνο για να ζεσταίνει μέταλλα, τότε θα έλθει οπωσδήποτε και η εκδίκηση από τη μεριά του δέντρου. Το ξύλο δεν θα πάψει να διεκδικεί τη ζωή απ’ το αλουμίνιο. Και είναι πολύ πιο ανθεκτικό απ’ αυτό, μην το ξεχνάμε. Φαίνεται πως χρειάζονται και οι θρύλοι για να καταλάβουν κάποιοι σήμερα ότι ταυτίστηκαν με αυτό που τους φθείρει, πως έφθασαν να αγαπάνε την ίδια τους τη σκουριά!

-------------------------
* Ο Β. Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: Καθημερινή

Πώς θα μπει η ψυχή στη μηχανή μας; Του Βασιλη Καραποστολη

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012
Πώς θα μπει η ψυχή στη μηχανή μας;
Η κρίση, η εργασία, ο μύθος της τεμπελιάς και το αγεφύρωτο χάσμα στη φιλοσοφία μεταξύ Βορείων και Νοτίων στην Ευρώπη

Να παράγετε περισσότερα! Να παράγετε ταχύτερα! Η εντολή από τον Βορρά φέρει μέσα της όλη τη βεβαιότητα του εντολέως σχετικά με το τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Δείχνουν, πράγματι, ράθυμοι και φυγόπονοι οι Νότιοι στα μάτια εκείνου που βιάζεται πολύ να έχει οφέλη από την εργασία του. Αλλά τα οφέλη που θέλουν να αποκομίσουν οι Βόρειοι δεν είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που θέλουν οι Νότιοι, κι εκεί είναι το πρόβλημα.
Για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια. Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών. Είναι βαθιές οι διαφορές, αλλά σήμερα που όλα θεωρείται ότι πρέπει επειγόντως να μπουν σε εύχρηστες φόρμουλες, οι διακρίσεις στα ήθη ξεχνιούνται, παραμερίζονται, εγκαταλείπονται για να ασχοληθούν με αυτές οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι - όχι όμως και οι αγέρωχοι μηχανοδηγοί της Ευρώπης. Μέσα στην πρεμούρα της αναδιοργάνωσης οι ιθύνοντες λησμονούν να αναρωτηθούν για τα μέσα τα οποία διαθέτουν. ΄Η μάλλον θεωρούν ότι όλα τα μέσα τους είναι μηχανικά. Να πατήσουν ένα κουμπί και αμέσως να γυρίσει ο τροχός. Να σηκώσουν τον μοχλό και να αρχίσει η πολυπόθητη ανάκαμψη. Ποιος όμως είναι αυτός που θα θελήσει να σηκώσει τον μοχλό;

Δούλοι του ωραρίου


Οι μηχανές περιμένουν, λαδώνονται, γυαλίζονται. Εκείνο το χέρι όμως που θα τις έβαζε μπροστά, κι εκείνο το μυαλό που θα παρακολουθούσε τη λειτουργία τους δείχνουν μουδιασμένα. Οι άνθρωποι του Νότου στέκουν λυπημένοι και δύσπιστοι πλέον μπροστά σ’ αυτά τα κατασκευάσματα τα οποία χρησιμοποίησαν για μερικές δεκαετίες, με μια προθυμία γεννημένη από τις προηγούμενες στερήσεις τους. Ζήτησαν να εργαστούν σύμφωνα με τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που τους έλειπαν. Κοπίασαν, ίδρωσαν, μπήκαν σε μια ορισμένη ρουτίνα. Η αμοιβή τους ήταν: καλύτερη τροφή, καλύτερη κατοικία, καλύτερα ρούχα. Εως εκεί όμως. Δεν θα ’θελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να ανταλλάσσουν την αφθονία των υλικών αγαθών με την όλο και μεγαλύτερη συμπίεση της ανεξαρτησίας τους. Το να είναι δούλος ενός ωραρίου που συνεχώς επεκτείνεται, το να κυριαρχεί ο χρόνος της εργασίας πάνω σ’ ένα χρόνο που θα τον ήθελε «δικό του», αυτό ήταν μια εξέλιξη που ο Νότιος δεν την περίμενε, και τελικά με τον τρόπο του την αρνήθηκε. Φυσικά, η άρνησή του δεν ήταν απολύτως συνειδητή. Πώς θα μπορούσε από τη μια να επιθυμεί να απολαμβάνει, και από την άλλη να μη δέχεται να δουλέψει σκληρά για τις απολαύσεις του; Η λύση την οποία εφηύρε αποτελούσε μια προσπάθεια συμβιβασμού. Ηταν σαν να έλεγε μέσα του: «Να απολαμβάνω, αλλά να μη γίνω υπηρέτης της απόλαυσής μου. Να δουλεύω, αλλά να μην ξεπατώνομαι στη δουλειά».

Ζήτημα ρυθμού


Για τον άτεγκτο θιασώτη της παραγωγικότητας, η στάση αυτή συνδυάζει την πονηριά, την υπεκφυγή και τη φιληδονία. Πάνω απ’ όλα φανερώνει την πανουργία της τεμπελιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι οκνηρία το να μη θέλει κάποιος να ενεργεί με έναν ρυθμό ο οποίος του επιβάλλεται. Είναι, πράγματι, ζήτημα ρυθμού η απόδοση της εργασίας, αλλά ποιος από τους υπουργούς Οικονομικών, τους τραπεζίτες και τους συμβούλους για την περιλάλητη ανάπτυξη σκοτίζεται γι’ αυτό; Λίγο περισσότερο όμως να σκεφτεί κανείς θα μπορέσει να δει τι σαλεύει κάτω από τους αριθμούς, τους δείκτες, τα μεγέθη. Θα δει ότι για κάτι άλλο πασχίζουν κυρίως οι άνθρωποι, για κάτι που δεν είναι προς αγορά ή προς πώληση, που δεν συσκευάζεται, που δεν τυποποιείται.
Φέρτε στον νου σας τις ταινίες του Ζακ Τατί. Ο ήρωας σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω σε μια αλυσίδα συμβάντων και πραγμάτων που γυρίζει ασταμάτητα, κι εκείνος δεν καταφέρνει να βρει τον λόγο που γίνεται αυτό. Γυρίζουν τα γρανάζια του κόσμου συνεχώς, χωρίς διακοπή. Αυτό που πιο πολύ εντυπωσιάζει τον ήρωα είναι ότι οι άλλοι γύρω του βρίσκουν μια παράξενη ευχαρίστηση στο να γίνονται και οι ίδιοι γρανάζια, λες κι αυτό τους γλιτώνει από το να πρέπει να επιλέγουν και να αποφασίζουν. Ο κύριος Υλό γίνεται, έτσι, μάρτυρας της ηθελημένης μηχανοποίησης της ζωής, πράμα ριζικά αφύσικο. Διότι μηχανή ίσον επανάληψη, ενώ ζωή ίσον εναλλαγή, εξέλιξη. Μελαγχολεί ο ήρωας απ’ αυτή την ελάττωση της ορμητικής πλαστικότητας, της ζωικής φοράς, όπως θα ’λεγε ο Μπερξόν, απ’ αυτή την αναπηρία μες στη μονότονη δράση την οποία ο δυτικός άνθρωπος διαλέγει ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Σε άλλα κεφάλια όμως μια τέτοια ησυχία δεν έχει κανένα νόημα.

Το τέμπο της ζωής


Στην παλιά ελληνική κωμωδία ο ήρωας δεν στέκεται όπως ο κύριος Υλό απορημένος και θλιμμένος με όσα συμβαίνουν. Δεν είναι παρατηρητής ο ντόπιος πρωταγωνιστής, βρίσκεται ολόκληρος μέσα στην αναστάτωση που επικρατεί. Ο ρυθμός των κινήσεων του Χατζηχρήστου ή του Βέγγου είναι ο ρυθμός του ανθρώπου που μπαινοβγαίνει στον ρουν των πραγμάτων. Τον βλέπουμε να ανασκουμπώνεται, να πατάει γκάζι στις ενέργειές του, να στριφογυρίζει σαν σβούρα και ξαφνικά η σβούρα να σταματάει. Είναι επειδή το θέλησε αυτός. Δεν ήρθε ένας απόλυτος εξαναγκασμός απ’ έξω για να τον προστάξει. Το παν λοιπόν είναι να διαφοροποιεί κανείς το τέμπο με το οποίο πορεύεται στη ζωή. Όταν το απαιτεί η ανάγκη να ρίχνεται στη δράση, αλλά όταν παύει η ανάγκη να μην έχει γίνει θύμα της κεκτημένης του ταχύτητας. Η παλιά ελληνική συνταγή ήταν: δουλειά και ανάπαυλα, πορεία και στάση, στάση απαραίτητη για να θυμηθούμε τον λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία. Και ακόμη τον σκοπό για τον οποίο αγκομαχάμε. Οι καιροί άλλαξαν βέβαια, το βλέπουμε σήμερα. Αλλά ότι πρέπει να ξέρει ένας λαός τον σκοπό για τον οποίο μοχθεί, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και ίσως κάποτε στις πλατείες υψωθεί το πανό με το νέο αίτημα: «Ούτε παράσιτα θέλουμε να είμαστε, ούτε είλωτες».

-------------------------
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο

Πηγή:Καθημερινή

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

Ο κύριος Επισκοπάκης του Ανδρέα Μήτσου

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2012
Το βιβλίο "Ο κύριος Επισκοπάκης" ή "η εξομολόγηση ενός δειλού" του Ανδρέα Μήτσου, πήρε δικαίως το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ- ΕΡΤ [2007]. Πρόκειται για μια νουβέλα συνολικά 143 σελίδων, χωρισμένο σε 4 ενότητες ("Ο εκβιασμός","Η ταπείνωση","Η τιμωρία","Επίμετρο"), οι οποίες αποτελούνται κυρίως από μικρά κεφάλαια 1-3 σελίδων, που διαβάζεται με άνεση (και αγωνία) σε 2-3 ώρες.  


Η υπόθεση είναι σχετικά συνηθισμένη, έχουμε εδώ να κάνουμε όχι με ένα ερωτικό τρίγωνο αλλά ερωτικό τετράγωνο, αφού η κυρία (η οδοντίατρος Αντιγόνη) μοιράζεται σε τρεις άνδρες, αρχίζοντας από τον αξιωματικό λιμενικό σύζυγο, τον πρώην ιστορικό και νυν έμπορο κοσμημάτων κύριο Επισκοπάκη και έναν μάλλον αγροίκος Βαλκάνιο μετανάστη που τους εκβιάζει. Τι είναι όμως εκείνο που σε συναρπάζει και σε καθηλώνει σ' αυτό το βιβλίο; Είναι ο τρόπος αφήγησης της πλοκής, που είναι εντελώς προσωπικός - μήπως και αυτοβιογραφικός - γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον βασικό ήρωα τον κύριο Επισκοπάκη. Αυτή η εξωτερίκευση γίνεται με πηγαίο και συνάμα αγχωτικό τρόπο, με στόχο την προσωπική εξιλέωση και καλύτερη κατανόηση των πράξεών του. Ο αφηγητής διυλίζει την μνήμη του ψάχνει τις λέξεις, βιάζεται να διηγηθεί μην τυχόν ξεχάσει κάτι γιατί "Μια εξομολόγηση είναι και τούτη, η δική μου. Μια έκκληση για βοήθεια, που ποντάρω μόνο στο ρυθμό της αφήγησης, στη συνέργεια των λέξεων, για να πάρει σώμα και υπόσταση και να με πιστέψετε"(σελ.120).

Εκείνο λοιπόν που έχει νόημα εδώ να ειπωθεί, δεν είναι η πανθομολογούμενη - και αναμενόμενη από τον δευτερότιτλο - δειλία  του πρωταγωνιστή απέναντι στα διλήμματα της ζωής του - άσχετα αν είναι ερωτικά ή όχι - αλλά στον τρόπο που τα βίωσε και τα επαναβιώνει διηγώντας τα "Αφού  το νόημα της κάθε ιστορίας και η αλήθεια της υπάρχουν μόνο στο τρόπο που τα λέει κανείς."(σελ. 121).

Τα πάντα είναι λοιπόν υποκειμενικά, ιδιαίτερα αυτά που βιώνουμε. Μπορεί π.χ. να πράξουμε τα ίδια πράγματα 3 άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να είναι και φίλοι μεταξύ τους, κι όμως ο καθένας θα τις βιώσει τελείως διαφορετικά και προπάντων θα τις διηγηθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η πολλές φορές διαφορετική παρουσίαση - αφήγηση του ίδιου συμβάντος από μάρτυρες στο δικαστήριο.

Ο Ανδρέας Μήτσου, στο βιβλίο του αυτό πράγματι κατορθώνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, αποκαλύπτοντας την ψυχή, την εσωτερικότητα του πρωταγωνιστή του, που διαμέσου της αφήγησης των παρελθόντων πράξεών του, αυτοεξαγνίζεται, συνειδητοποιεί τις αδυναμίες του - στο προκείμενο την δειλία του να πάρει αποφάσεις που θα άλλαζαν την ζωή του - συμφιλιώνεται μ' αυτές ή προσπαθεί να τις ξεπεράσει. Είναι πολύ καλό γιατρικό που όλοι λίγο πολύ χρειαζόμαστε στην ζωή μας, να διηγηθούμε σε κάποιον το πρόβλημα που μας βασανίζει και σαν από θαύμα όταν το κάνουμε - με τον δικό μας πάντα προσωπικό και υποκειμενικό τρόπο - τελειώνοντας αισθανόμαστε πολύ καλύτερα, πιο απελευθερωμένοι, πιο δυνατοί.

Σχετικά με τον συγγραφέα: Ο Ανδρέας Μήτσου γεννήθηκε στην Αμφιλοχία, το 1950. Δημοσίευσε έξι συλλογές διηγημάτων (Ένα μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό, Ο φόβος της έκρηξης, Γέλια, Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού, Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί, Σφήκες), δύο μυθιστορήματα (Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, Ο σκύλος της Μαρί). Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και ελληνική φιλολογία, με διδακτορικό για την καθημερινότητα και τη λογοτεχνία. Είναι Καθηγητής – φιλόλογος στη δημόσια μέση εκπαίδευση.

Το βιβλίο: Ανδρέας Μήτσου – Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού), εκδόσεις Καστανιώτης, 2007, σελ. 143.

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Η κοινωνία πριν αποκτηνωθεί, αδιαφορεί. Του Βασίλη Παπαθεοδώρου

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012
Η γενικότερη αδιαφορία που είναι αποτυπωμένη στους «Άρχοντες», κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο, ως συστατικό μιας κοινωνίας η οποία, λίγο πριν αποκτηνωθεί εξ’ ολοκλήρου, αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο συνάνθρωπό της" ο συγγραφέας Βασίλης Παπαθεοδώρου , αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs, τη δημιουργική πορεία της συγγραφής -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο - του βιβλίου του: Οι άρχοντες των σκουπιδιών , των Εκδόσεων Καστανιώτη.

Την πρώτη φορά που τους είδα να σέρνουν ένα  καρότσι σούπερ μάρκετ, με χαρτιά ή μέταλλα μέσα σε αυτό, θα ήταν πριν από μήνες, σε κάποια γειτονιά. «Βρε τους μπαγάσες», σκέφτηκα, βρίσκοντας το θέαμα έως και διασκεδαστικό.
Όταν μετά από εβδομάδες, έβλεπα πλέον τα καροτσάκια  να σέρνονται επί της Πανεπιστημίου ή της Ακαδημίας, τους ίδιους να χώνονται στους κάδους των σκουπιδιών, αυτούς που μοιάζουν με καμπάνα κι έχουν μια σχισμή στο πλάι, και να βγάζουν το χέρι τους, δίνοντας σκουπίδια στο συνεργάτη τους, θεώρησα το θέαμα αποτρόπαιο. Με τον καιρό το «συνήθισα».
Την πρώτη φορά που είδα άστεγο να κοιμάται στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος, ή έξω από τον ΙΑΝΟ ή σε οποιοδήποτε άλλο κεντρικό σημείο της Αθήνας, βρήκα το θέαμα σοκαριστικό. Με τον καιρό το «συνήθισα».
Την πρώτη φορά που πήγα να πατήσω σύριγγα έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη και την απέφυγα τελευταία στιγμή, βρήκα την κατάσταση ντροπιαστική. Με τον καιρό τη  «συνήθισα».

Οι «Άρχοντες των σκουπιδιών» είναι ένα βιβλίο που προέκυψε από την ανάγκη να μη συμβιβαστώ και να μη συνηθίζω τις εικόνες που βλέπω κάθε μέρα γύρω μου, την αθλιότητα που έχει πάρει πλέον κυρίαρχη θέση στην καθημερινότητα.  Άμυνά μου; Ή «επίθεση»; Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω αυτό, το σίγουρο όμως είναι πως η έμπνευση του βιβλίου, ο χειρισμός του θέματος, η διαδικασία γραψίματος, ήταν η δική μου αντίδραση, σε αυτά που ζούμε, καθώς και έναντι του εαυτού μου.
Το βιβλίο δεν είναι καθαρά παιδικό, κινείται μεταιχμιακά, μεταξύ εφηβικής/ νεανικής λογοτεχνίας και λογοτεχνίας ενηλίκων, διαβάζεται τόσο από παιδιά γυμνασίου, όσο και από ενήλικες. Ήταν δε το πρώτο βιβλίο, έπειτα από καιρό, που το χάρηκα τόσο πολύ γράφοντάς το, γιατί για μένα ήταν μια διαδικασία φυγής.
Το αν θα αρέσει στον αναγνώστη, είναι άλλο πράγμα, εμένα με ευχαρίστησε που κατόρθωσα να εκφραστώ για όσα συμβαίνουν, να πάρω θέση και εντέλει να ξεφύγω, έστω κι εάν όλο αυτό διήρκεσε όσο η συγγραφή του μυθιστορήματος (περίπου 2 μήνες), και μετά ξανάπεσα με τα μούτρα στην αντιμετώπιση της μίζερης καθημερινότητας. Το ίδιο είχε συμβεί όταν έγραφα το «Στη Διαπασών» ή τα «Χνότα στο τζάμι». Μια εκτόνωση που είχε κρατήσει όσο και η συγγραφή, λίγη μεν, αλλά απαραίτητη.
Θυμάμαι το 2007, στις μεγάλες πυρκαγιές της Ηλείας, κάποιοι από τα γύρω χωριά, κάθονταν στα καφενεία και έπαιζαν τάβλι και πρέφα. Είχα δει φωτογραφίες από το τσουνάμι του 2004, όπου στην άλλη άκρη κάποιων από τα πληγέντα νησιά, οι τουρίστες απολάμβαναν τον ήλιο και τις διακοπές τους, ελάχιστες μέρες μετά την καταστροφή.
Η γενικότερη αδιαφορία που είναι αποτυπωμένη στους «Άρχοντες», κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο, ως συστατικό μιας κοινωνίας η οποία, λίγο πριν αποκτηνωθεί εξ’ ολοκλήρου, αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο συνάνθρωπό της.
Το βάρος της ευθύνης δεν πέφτει μόνο στους πολιτικούς, ούτε στην πανταχού απούσα εκκλησία, ούτε στους επιστήμονες που δεν προσφέρουν λύση για τα μεγάλα προβλήματα, αλλά σε όλους ανεξαιρέτως, στο βαθμό βέβαια που αναλογεί στον καθένα.
Το γεγονός επίσης πως αυτή την περίοδο, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, χάνονται κεκτημένα δεκαετιών, μου έδωσε την ιδέα για μια αντιστροφή της Ιστορίας, της Παγκόσμιας Ιστορίας πλέον, ένα rewind, όπου θα περιγράφονται προς τα πίσω οι κυριότερες ιστορικές στιγμές.
Φράσεις όπως «εργασιακός Μεσαίωνας», «ύφεση δεκαετίας του ‘30» και άλλες, μου έδωσαν την ιδέα, οι ήρωες του βιβλίου να ξαναζήσουν τη δεκαετία του ’30 και το Μεσαίωνα, αλλά μαζί με αυτά και το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Γαλλική Επανάσταση, τις Σταυροφορίες, τη Ρωμαϊκή εποχή, τις πόλεις-κράτη, κλπ.
Και βέβαια ο κάθε ήρωας θα είχε τις επιλογές του κατά την πλοκή, να διαλέξει στρατόπεδο, να παραμείνει με ηθικές αξίες ή να τις θυσιάσει κι αυτές στο όνομα της γενικότερης κατάρρευσης. Ένα μόνο είναι σίγουρο, όλοι οι χαρακτήρες του, καλοί και κακοί, δε θα έμεναν στο τέλος ίδιοι, κι αυτό γιατί θα άλλαζαν οι εξωτερικές συνθήκες.
Άλλους αυτή η αλλαγή θα τους οδηγούσε σε μια ηθική αναβάπτιση ή αναγέννηση, άλλους σε μια αποκτήνωση. Πάντως η επιλογή υπάρχει στο βιβλίο, ποια κατεύθυνση μπορεί δυνητικά να ακολουθήσει κανείς.
Παράλληλα, ένα άλλο σημείο που με απασχόλησε και με απασχολεί είναι το ζήτημα του όχλου, στους «Άρχοντες» έρχεται κι επανέρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με τη συλλογική προσπάθεια, την ομαδικότητα που επιδεικνύεται από ανθρώπους που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα άλλο κοινό, παρά ένα συγκεκριμένο σκοπό και στόχο. Γι’ αυτό έχω ενσωματώσει σκηνές από διαδηλώσεις, από πάρτι, ακόμα κι από τα social media, που φαίνεται να προσφέρουν την ψευδαίσθηση του «όλοι μαζί», ενώ τελικά φέρνουν τις περισσότερες φορές στο προσκήνιο την ψυχολογία του «ντου» και του «γιούρια».
Όπως όλα τα βιβλία μου, έτσι κι αυτό είναι κατά βάθος ένα βιβλίο πολιτικό. Αλλά παράλληλα είναι κι ένα βιβλίο δράσης. Αυτά τα δύο στοιχεία τα χρησιμοποιώ πάντα ως βασικά συστατικά όταν γράφω, ότι μιλάω κι εκφράζομαι καλύτερα μέσω αυτών.
Ούτως ή άλλως γράφοντας, προσπαθώ πάντα να ικανοποιηθώ εγώ ο ίδιος, χωρίς να έχω αγχωτικά στο μυαλό μου, το αν θα αρέσει στον αναγνώστη. Θέλω αυτό που κάνω να αρέσει καταρχήν σε μένα, ούτως ώστε να υπάρχει η πιθανότητα να αρέσει μετά και στον άλλον.
Αλλιώς ο ψυχαναγκασμός του να γραφεί κάτι φαίνεται σε αυτόν που θα το πάρει και θα το διαβάσει, και εντέλει τον απωθεί. Γράφω δηλαδή για μένα, παρόλο που έχω στην άκρη του μυαλού μου το δυνητικό αναγνώστη, γράφω τελικά μόνο για μένα, για τη διαδικασία του να κάνω κάτι δημιουργικό.
Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι λοιπόν τη φράση-κλισέ που λέγεται, πως το γράψιμο δηλαδή είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση.  Και λυτρωτική, και δημιουργική, θα πρόσθετα εγώ. Και φυσικά θα ήταν ευχής έργον να θεωρείται και η ανάγνωση κάπως έτσι.
Δεν ξέρω αν τελικά το γράψιμο ή το διάβασμα είναι ένα καλό μέσο, ψυχολογικής τουλάχιστον, αντιμετώπισης της κρίσης. Σίγουρα όμως είναι ένας τρόπος, ένα εργαλείο διαφυγής.
Και προσωπικά πιστεύω ότι –ίσως- και να ήταν καλύτερα τα πράγματα εξαρχής, ενδεχομένως όχι ριζικά, αλλά τουλάχιστον μια κάποια διαφοροποίηση θα υπήρχε, εάν το βιβλίο και η ανάγνωση γενικά κατείχαν περισσότερο χώρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των πολιτών.-


Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει κυκλοφορήσει έως τώρα δέκα νεανικά και εφηβικά μυθιστορήματα, πέντε από τα οποία ("Το μήνυμα", "Οι Εννέα Καίσαρες", "Χνότα στο τζάμι", "Στη διαπασών", "Το μεγάλο ταξίδι της κινέζικης πάπιας") διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε μετεκπαιδευόμενους δασκάλους.
Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και δύο φορές με το Βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" (2008, 2010) για τα βιβλία του "Χνότα στο τζαμί" και "Στη διαπασών". Επίσης έχει αποσπάσει άλλα έξι λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.

----------------------------
Πηγή: Tvxs
Περισσότερα εδώ

Ο νέος πατριωτισμός: Hellas όπως Samsung, Adidas, Toyota ή Siemens! του Στέλιου Ελληνιάδη

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012

50 χιλιάδες στρατιώτες, αστυνομικοί, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και σεκιουριτάδες... κάμερες ακόμα και στις τουαλέτες, παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών ταχυδρομείων και κάθε μέσου κοινωνικής δικτύωσης, μηχανοκίνητες μονάδες του στρατού και της αστυνομίας, εκπαιδευμένοι σκύλοι, ελικόπτερα, ακόμα και αντιεροπορικοί πύραυλοι στις ταράτσες σπιτιών και μία περίφραξη μερικών χιλιομέτρων με ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης... όλα αυτά συνθέτουν το περίβλημα του ολυμπιακού ιδεώδους!
Στην Ευρώπη του Κάμερον, της Μέρκελ, του Ροχάι, του Μπαρόζο, του Μόντι, του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Κουβέλη!

550 εκατομμύρια λίρες, δηλαδή 700 εκατομμύρια ευρώ, κόστισε επισήμως –μέχρι στιγμής- μόνο η ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων! Κόσμος πεινάει στην Ευρώπη και την Αμερική, κι αυτοί το χαβά τους. Δεκάδες εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, κι αυτοί μοιράζουν το μόχθο και το βιος των ανθρώπων μεταξύ τους. Σπαταλούν το εθνικό προϊόν κάθε χώρας ρουφώντας το μεδούλι του πολίτη. Μοιράζουν πια και τις σάρκες του, για να αυξάνονται τα πλούτη και τα εισοδήματά τους. Και γι’ αυτό, χρησιμοποιούν κάθε τι, για να μην χάσουν την εξουσία, να μην χάσουν τον έλεγχο των πολιτών που παράγουν τον πλούτο.

Φόβος-ασφάλεια-κέρδος, φόβος-ασφάλεια-εκμετάλλευση, φόβος-ασφάλεια-υποταγή, το κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο των Αγώνων, που έχουν πλέον ενταχθεί πλήρως στην υπηρεσία της ηγεμονίας και της εκμετάλλευσης. Απαραίτητοι για το μηχανισμό χαύνωσης, ειδικά τώρα που το σύστημα ξεφλουδίζεται και φαίνεται η εσωτερική του σήψη. Καθώς βγαίνουν τα σκουλίκια στην επιφάνεια, εντείνεται η πλύση εγκεφάλου. Διασκεδάστε ακόμα και μέσα στη φτώχεια σας, το μήνυμα. Και σκάστε! Γι’ αυτό δεν άρεσε η τελετή έναρξης. Βαρετή χαρακτηρίστηκε από πολλούς σχολιαστές στη Δύση, γιατί ο Ντάνι Μπόιλ έφερε στο προσκήνιο πράγματα ουσίας, ανθρώπινα, γήινα. Προσπάθησε, π.χ., να τονίσει το ρόλο των εργαζόμενων και την αξία του εθνικού συστήματος υγείας. Ούτε τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ούτε τον Λόρενς της Αραβίας. Επιβεβαιώνοντας, πάντως, ότι η έμπνευση των διανοουμένων καλλιτεχνών, του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του Ζαν Γιμού ή του Ντάνι Μπόλι, μπορεί να υπερβεί ευφάνταστα την ολυμπιακή πραγματικότητα αναδείχνοντας σημαντικές πτυχές της ιστορίας της ανθρωπότητας στο προσκήνιο. Μια άλλη «νότα» στους καθαρά πια κερδοσκοπικούς Ολυμπιακούς Αγώνες όπου τόσο η υπερπροσπάθεια των αθλητών όσο και η τέχνη χρησιμοποιούνται για να προβάλλουν, να ενισχύουν και να εξωραΐζουν τις τεράστιες πολυεθνικές εταιρίες-χορηγούς, ειδικά όταν η συμβολή τους στο ευ ζην είναι μελανή, είτε πρόκειται για την Coca Cola που στερεί το νερό από τους Ινδούς αγρότες, είτε τη McDonald’s που ευθύνεται για την κακομεταχείριση των ζώων και την παχυσαρκία των παιδιών, είτε για τη Visa που -μαζί με την Mastercard- εμπόδισε την οικονομική ενίσχυση του Wikileaks για να μην βγαίνουν τα άπλυτα της Αμερικής στη φόρα, είτε για την Dow Chemical που, μεταξύ άλλων, προμηθεύει τον αμερικάνικο στρατό με τα πιο δολοφονικά όπλα, όπως το «συστατικό Orange» με το οποίο «ράντιζαν» επί χρόνια το Βιετνάμ για να εξαφανίσουν τα δάση που έκρυβαν τους αντάρτες, μολύνοντας τα εδάφη και προκαλώντας καρκίνους και γεννητικές δυσμορφίες σε εκατομμύρια Βιετναμέζους μέχρι σήμερα.

Ο κάθε αθλητής, εκούσια ή ακούσια, είναι γραναζάκι στη μηχανή. Ποιος αθλητισμός και ποια άμιλα! Κάποτε, δεν επιτρεπόταν να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες αθλητές που είχαν οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση με τον αθλητισμό. Θυμάμαι, στο μπάσκετ, στην πάντοτε πολύ καλή ομάδα των ΗΠΑ συμμετείχαν μόνο παίκτες από το πανεπιστημιακό πρωτάθλημα, όχι από το επαγγελματικό. Σήμερα, πρωτοστατούν οι δισεκατομμυριούχοι του ΝΒΑ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έγραφα πρόσφατα για τον Κουβανό πυγμάχο, τρεις φορές χρυσό Ολυμπιονίκη, Θεόφιλο Στίβενσον, που απέρριψε προτάσεις εκατομμυρίων δολαρίων για να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος στην Αμερική, λέγοντας ότι προτιμάει την αγάπη οκτώ εκατομμυρίων Κουβανών από τα αμερικάνικα δολάρια! Και μου έρχεται πάλι μπροστά μου η συγκλονιστική εικόνα των δύο Αμερικάνων δρομέων, Tommie Smith και John Carlos, που, το 1968, στο Μεξικό, σήκωσαν πάνω στο βάθρο των νικητών τις γροθιές τους φορώντας μαύρα γάντια για να καταγγείλουν το ρατσισμό στην πατρίδα τους, χάνοντας τα μετάλλιά τους και πέφτοντας σε ισόβια δυσμένεια. Τώρα, είναι επικίνδυνο ακόμα και να το σκεφτείς αυτό. Με τέτοια μυαλά δεν περνάς από τα ολυμπιακά φίλτρα. Κάθε αθλητής έχει το σπόνσορά του και υπογράφει δεσμευτικά συμβόλαια. Ακόμα και η Βούλα Παπαχρήστου, ο τελευταίος τροχός της άμαξας, έχει χορηγό και τρέχει για όλες τις πολυεθνικές: Adidas, Toyota, Samsung κ.ά. Αυτό είναι το νέο πατριωτικοαθλητικό ιδεώδες... Πολιτική καθυστέρηση και ρατσιστική ανωτερότητα. Η ελληνική σημαία στο στήθος κάτω από το σήμα της πολυεθνικής! Όπως, το 1936, στο Μόναχο. Γερμανική σημαία, αγγυλωτός σταυρός και Κρουπ… και πακέτο, μίσος για τους πιο αδύναμους και υποταγή στους ισχυρούς. Hellas όπως Siemens ή Samsung. Από τον μέγα Άκη ως τη μικρή Βούλα. Η νέα πατρίδα!
----------------------------------------

Η διανομή τροφίμων από τη Χρυσή Αυγή και η"σκούπα" του Δένδια - Ημερολόγιο Τρίτη 7/8/2012

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012
Μέσα στη αυγουστιάτικη ραστώνη των διακοπών και των υψηλών θερμοκρασιών, η τρόικα εσωτερικού συνεπικουρούμενη από τους χρυσαυγίτες τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ και τον υπολανθάνοντα ρατσισμό του μέσου Έλληνα, ουσιαστικά αποδέχθηκε την εξόρμηση "σκούπα" του Δένδια για το μπαγλάρωμα όλων των μεταναστών και τον εξοστρακισμό όλων από το κέντρο της Αθήνας, και καταδίκασε ήδη -χωρίς δίκη- τον Πακιστανό μετανάστη σαν υπαίτιο του τραυματισμού της άτυχης 15χρονης στην Πάρο. Προσοχή μακριά από μένα η άποψη ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τους μετανάστες. Υπάρχει και μάλιστα είναι πολύ μεγάλο κι επικίνδυνο. Και μάλιστα η αριστερά πρέπει επιτέλους να δώσει πειστική λύση διεξόδου στο πρόβλημα, πριν οι μελανωχίτωνες υπερδιπλασιαστούν.
  • Ευτυχώς στο tvxs βρήκα για το θέμα του Πακιστανού και των μεταναστών ένα εξαιρετικό άρθρο (άγνωστου συγγραφέα?) με προμετωπίδα :ερωτήματα που περιμένουν απάντηση σε σχέση με την πολύκροτη υπόθεση της Πάρου διατυπώνονται στο διαδίκτυο, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον τρόπο που διεξάγει η αστυνομία το έργο της, τις συνθήκες ομολογίας του φερόμενου ως δράστη, την χρονική σύμπτωση της σύλληψης και ομολογίας του με την επιχείρηση «σκούπα» σε βάρος των μεταναστών, για τις γενικεύσεις και τις ρατσιστικές αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το αποτρόπαιο έγκλημα. Ερωτήματα που διατυπώνονται επώνυμα, κυρίως όμως ανώνυμα για το... φόβο των Ιουδαίων.Αξίζει να διαβασθεί ολόκληρο.
  • Ήταν αλήθεια θλιβερό το θέαμα στις ειδήσεις του Σκαϊ, να μπουκάρουν περί τους 50 χρυσαυγίτες στο κατάστρωμα του καραβιού που μετέφερε τον  Πακιστανό μετανάστη για να τον λιντσάρουν, φορώντας τις χρυσαυγίτικες μπλούζες τους, χωρίς -ούτε πριν ούτε μετά- κανείς να τους εμποδίζει. Η συνεργασία τους με την αστυνομία είναι δεδομένη. Πού θα καταλήξει η κατάσταση αυτή άραγε;
  • Η διανομή τροφίμων από τη Χρυσή Αυγή, στην πλατεία Συντάγματος, μόνο σε όσους επεδείκνυαν ελληνική ταυτότητα και κατεγράφοντο τα στοιχεία του αίματός τους, που σημαίνει την ώρα μηδέν για την ελληνική κοινωνία, την ώρα της ηθικής και ψυχικής της αποσάθρωσης. Μόνο ντροπή μπορεί να νιώσει ένας Έλληνας, ακόμη και στην πληγωμένη Ελλάδα του 2012, όταν μελανοχίτωνες μοιράζουν μακαρόνια εξετάζοντας το αίμα του πεινώντος. Ντροπή, γιατί αυτή η ωμά ρατσιστική ενέργεια διεξάγεται υπό την σκιά της δημοκρατικής Βουλής των Ελλήνων.(λινκ)
  • Τελικά τί γίνεται με την Συρία; Η αριστερά γιατί δυσκολεύεται να πάρει θέση πάνω στο θέμα; Μήπως επειδή ο Άσαντ εμφανίζεται ως γεωπολιτικός αντίπαλος των ΗΠΑ και του Ισραήλ φαίνεται αρκετό για να παραβλεφθεί ως ένα βαθμό το ότι εξοντώνει το λαό του.(βλέπε εξαιρετικό άρθρο εδώ)
#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#

Κάτι θα γίνει, θα δεις - Του Χρήστου Οικονόμου

Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2012
Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε το 1970, είναι πολιτικός συντάκτης στο «Εθνος» και το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του, με το οποίο μάλιστα πήρε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος - Νουβέλας. 
Περιλαμβάνει δεκαέξι ιστορίες - οργανωμένες έτσι που να επικοινωνούν μεταξύ τους, και διαδραματίζονται στη Δυτική Αθήνα και συγκεκριμένα στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του ευρύτερου Πειραιά - Καμίνια, Νίκαια, Δραπετσώνα, στο φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κι ο ίδιος.

Όπως ο ίδιος υποστηρίξει σε συνέντευξή του, όταν δημοσίευσε το βιβλίο - το 2010 -, ήθελε να γράψει αποκλειστικά για τις χαμηλότερες εισοδηματικά κοινωνικές τάξεις, όχι για τη μεσαία τάξη. 
Εκείνο όμως που κατάφερε, ήταν να βάλει σε πρωταγωνιστικό ρόλο, για πρώτη φορά, τον απλό κόσμο της φτωχολογιάς και συγκεκριμένα το λούμπεν προλεταριάτο[1], να εκφράσει τον πόνο και τις αγωνίες του, την καθημερινή του βιοπάλη, τα συναισθήματά του και  το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται  μέσα στην γενικότερη κοινωνική και πολιτική κρίση των μνημονίων και της ανεργίας.

O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί. [2]

Η ανάγνωση των πρώτων διηγημάτων σε κάνει να παγώσεις, αρνητικά και καταθλιπτικά συναισθήματα σε κατακλύζουν, τα βλέπεις όλα μαύρα. Αναρωτιέσαι είναι δυνατόν αυτά να είναι όλα αλήθεια; είναι δυνατόν να υπάρχει τόση φτώχεια, τόση πίκρα, τόση μιζέρια; Δεν υπάρχει πουθενά διέξοδο, κι όμως η ζωή συνεχίζεται, πιστεύοντας έτσι απλά "κάτι θα γίνει θα δείς"...!Απουσιάζει εντελώς το οποιοδήποτε πολιτικό υπόβαθρο: ο συγγραφέας αφήνει ελεύθερους τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του να εκφρασθούν όπως αυτοί μπορούν, χωρίς περιττές φιοριτούρες, χωρίς να φαίνεται ότι οι διάλογοι είναι απομαγνητοφωνημένοι. Τα διηγήματα τελειώνουν όπως τα δράματα των ανθρώπων αυτών και δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική.Και η ζωή συνεχίζεται...

Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ούτε υιοθετεί καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη όμως δεν επιδίδεται σ΄ έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Τα διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα εξασκούν πολιτική επίδραση. Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν όμως και τη δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονόμου χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο στη σκηνή από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος στο πένθος και την οργή για τον χαμό ενός στενού φίλου του σ΄ ένα εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του: το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από οποιοδήποτε σύνθημα.[2]

Τελειώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου διηγήματος, η πρωταγωνίστρια ψιθυρίζει  «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου»: μια νέα γυναίκα που ετοιμάζεται να αναζητήσει δουλειά σε ελληνική επιχείρηση στη Βουλγαρία, όταν η μονοκατοικία που νοικιάζει στην Ελευσίνα δίνεται αντιπαροχή.
Αυτή η φράση, λέει ο Οικονόμου, «εκφράζει με τον πιο καίριο τρόπο αυτό που αισθάνεται σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων»: ότι χάνει τις σταθερές της, ότι τη διαλύει η ανασφάλεια, την ισοπεδώνει η απόγνωση κι ότι έχει ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί σε ένα τοπίο που είναι πια ρευστό. «Ο κίνδυνος» που ελλοχεύει σε αυτήν την κατάσταση «είναι μεγάλος», σχολιάζει. «Ομως από την άλλη θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων να ανοιχτούμε σε νέα πεδία.
Αυτή είναι και η μοναδική πρόκληση με την οποία αξίζει να έρθουμε αντιμέτωποι στην Ελλάδα σήμερα: να χαρτογραφήσουμε νέα εδάφη σε όλους τους τομείς του κοινού μας βίου, είτε πρόκειται για την παιδεία, είτε για την οικονομία, για τις κοινωνικές δομές ή για τον πολιτισμό».[3]

 Στο τέλος μένεις με μια πίκρα στο στόμα. Ένας κόμπος στο λαιμό σε πνίγει. Οι σκέψεις τρέχουν, το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Αναρωτιέσαι συμβαίνουν τέτοια γεγονότα γύρω μου; Και τότε θυμάσαι... Θυμάσαι φίλους και γνωστούς που τελευταία έχασαν την δουλειά τους κι έχουν μείνει άνεργοι. Θυμάσαι αγαπημένα σου γερόντια των οποίων ελέω μνημονίου τους μειώθηκε η σύνταξη και δεν τους φθάνουν τα λεφτά για το πετρέλαιο. Θυμάσαι τον φίλο σου που ξενοίκιασε το διαμέρισμα και μετακόμισε στα πεθερικά του για οικονομία. Και σκέπτεσαι το επίπεδο των συζητήσεων στην παρέα, στην γειτονιά, στη δουλειά με τους συναδέλφους...Συζητήσεις του αέρα και του Φόβου, χωρίς προοπτική χωρίς διέξοδο, ίσα - ίσα για να πορευόμαστε, που λένε.


Κι όμως ο Οικονόμου έμμεσα κατορθώνει να μας μεταδώσει μια αληθινή αισιοδοξία μέσα απ' τα διηγήματά του που πηγάζει από τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων τους, από την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να παραιτηθούν από τον εαυτό τους.


Για όλους αυτούς τους λόγους το βιβλίο αυτό είναι εξαιρετικά χρήσιμο, ιδιαίτερα στην δύσκολη εποχή που περνάμε. Αξίζει δε να σημειωθεί η οξυδέρκεια και προβλεψιμότητα του συγγραφέα, αν αναλογιστεί κανείς ότι το έγραψε στις απαρχές εφαρμογής του πρώτου μνημονίου το 2010 και είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ!.

#Απόστολος Μωραϊτόπουλος#
 
---------------------------------
[1] λούμπεν προλεταριάτο: μαρξιστικός όρος που περιγράφει το τμήμα του προλεταριάτου που λόγω της πλήρους εξαθλίωσής του βρίσκεται στο κοινωνικό περιθώριο και δεν έχει αναπτύξει ταξική συνείδηση (Βικιλεξικό)

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.