Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γελωτοποιός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γελωτοποιός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Σουμέριοι λογιστές, Φοίνικες έμποροι κι Έλληνες γλεντζέδες – Η επινόηση της γραφής

Τρίτη, Αυγούστου 22, 2017
ἔπεα πτερόεντα
Verba volant, scripta manent (Τα λόγια πετάνε, τα γραπτά μένουν)
Qui scribit, bis legit. (Όποιος γράφει, διαβάζει δυο φορές.)


Τη σύγχρονη εποχή, ειδικά στον δυτικό κόσμο, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι είναι εγγράμματοι. Η γραφή (και η ανάγνωση) θεωρούνται ικανότητες δεδομένες για όλους. Και υπάρχει η (ψευδής όπως θα δούμε) πεποίθηση ότι η επινόηση της γραφής ήταν of the people, by the people, for the people.
Όμως είναι πλέον εξακριβωμένο ότι πριν γίνει ΚΑΙ όργανο της ποίησης, της φαντασίας, της ψυχαγωγίας, της επιστήμης, η “κυριότερη λειτουργία της αρχαίας γραφής ήταν να διευκολύνει την υποδούλωση άλλων ανθρώπινων όντων”.
Αυτή η έκφραση ανήκει στον ανθρωπολόγο Claude Levi–Strauss, ο οποίος αναφέρει και μια σχετική ιστορία απ’ τα ταξίδια του, κάτι σαν παραβολή (μόνο που είναι αληθινή)

Ο Λεβιστρός βρέθηκε στον Αμαζόνιο κι έζησε αρκετό καιρό με φυλές που δεν είχαν ξανασυνασυναντήσει Ευρωπαίους. Όπως είναι φυσικό κατέγραφε τα πάντα στο σημειωματάριο του.
Ο αρχηγός κάποιας φυλής τον ρώτησε τι ακριβώς έκανε μ’ εκείνο το κομμάτι ξύλο (το μολύβι) και γιατί έφτιαχνε εκείνα τα σχέδια. Ο Λεβιστρός του εξήγησε τι είναι η γραφή. Ο αρχηγός εντυπωσιάστηκε και του ζήτησε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Έπειτα φώναξε όλα τα μέλη της φυλής και μπροστά στα έκπληκτα μάτια, στ’ ανοιχτά στόματα, ξεκίνησε να γράφει κι εκείνος, μ’ όλη τη σοβαρότητα που ταιριάζει σ’ έναν αρχηγό.
Βεβαίως αυτά που “έγραφε” δεν ήταν παρά γραμμές, σαν σκουλήκια (έτσι ενωμένα όπως του φάνηκαν τα γαλλικά γράμματα).
Σαν τέλειωσε γύρισε κι έδειξε το γραπτό του στη φυλή. Κι εκείνοι εντυπωσιάστηκαν με την ανωτερότητα του αρχηγού τους, που μπορούσε να κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν καταλάβαινε.
Ο αρχηγός, και μόνο αυτός, κατείχε πλέον μια δύναμη υπέρτατη, αυτή της γραφής.

Για να καταλάβουμε τι εννοεί ο Λεβιστρός πρέπει να δούμε πού επινοήθηκε η γραφή. Σε ποιες κοινωνίες, από ποιούς και για ποιο σκοπό χρησίμευε.
Καταρχήν καμία πρωτογονική κοινωνία, κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, δεν είχε γραφή. Η αρχαιότερη (γνωστή) σφηνοειδής γραφή είναι αυτή που δημιουργήθηκε στην αυτοκρατορία των Σουμερίων, όταν κυβερνούσε ο αρχιερέας-βασιλιάς, Ενσί (3.000 π.Χ).
Ανεξάρτητα από αυτούς, χωρίς καμιά επιρροή, ανέπτυξαν γραφή και οι Ινδιάνοι του Μεξικό, στην αυτοκρατορία των Μάγια (600 π.Χ.)
Άλλες πρωτογραφές (επηρεασμένες πιθανότατα από εκείνη των Σουμέριων) ήταν στην Αίγυπτο, στην Κίνα, στην Κοιλάδα του Ινδού, στους Χετταίους και στη Μινωϊκή Κρήτη.
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κοινωνιών; Ήταν αυτοκρατορίες ή βασίλεια με ισχυρή πολιτική εξουσία, γραφειοκρατία και οργανωμένη θρησκεία.
Όλες αυτές οι πρωτογραφές ήταν λογογραφικές (σφηνοειδής, ιερογλυφικά, ιδεογράμματα) ή συλλαβικές, όπως η Γραμμική Α και Β.
Τα αρχαία συστήματα γραφής ήταν δυσνόητα και επιτηδευμένα, φτιαγμένα από εξειδικευμένους γραφείς για εξειδικευμένους γραφείς και δεν μπορούσε να τα καταλάβει κανείς άλλος από τους εξειδικευμένους γραφείς. Ήταν ένα εργαλείο εξουσίας για τον εκάστοτε ηγεμόνα -και το ιερατείο.
Όπως γράφει ο Jared Diamond: Οι βασιλείς κι οι ιερείς των αρχαίων Σουμερίων ήθελαν να χρησιμοποιείται η γραφή απ’ τους επαγγελματίες γραφείς για να καταγράφουν τους αριθμούς των προβάτων που είχαν να λάβουν ως φόρους, κι όχι από τις μάζες για να γράφουν ποίηση και να εξυφαίνουν συνωμοσίες”.
~~
Το 90% των πινακίδων από την σουμεριακή πόλη Ουρούκ αποτελούν διοικητικές καταγραφές καταβληθέντων αγαθών, μεριδίων τροφής σε εργάτες και διανομής αγροτικών προϊόντων. Τα υπόλοιπα είναι κυρίως προπαγανδιστικά κείμενα για το μεγαλείο του βασιλιά.
Το 1/3 του συνόλου των πινακίδων της Γραμμικής Β απ’ το ανάκτορο της Κνωσσού αποτελούν λογιστικές καταγραφές προβάτων και μαλλιού.
Κι αφού μπορούμε να διακρίνουμε τον γραφικό χαρακτήρα των γραφέων (λογιστών ουσιαστικά) στις πινακίδες, βρίσκουμε ότι όλα τα σωζόμενα έγγραφα της Γραμμικής Β’ από την Κνωσσό είναι έργο 75 μόνο γραφέων. Ίσως αυτοί να ήταν και οι μόνοι που ήξεραν γραφή.
Όπως φαίνεται οι λογιστές προηγούνται των ποιητών.

Παρόμοιες περιορισμένες χρήσεις χαρακτηρίζουν την αρχαία αιγυπτιακή, μεσοαμερικανική και κινεζική γραφή.
Τα πρώιμα ιερογλυφικά των Αιγυπτίων κατέγραφαν θρησκευτικά και κρατικά προπαγανδιστικά κείμενα, καθώς και λογαριασμούς (παντού υπήρχαν λογιστές).
Τα σωζόμενα γραπτά κείμενα των Μάγια ήταν αφιερωμένα σε προπαγανδιστικά κείμενα και νίκες βασιλέων, καθώς και αστρονομικές παρατηρήσεις των ιερέων (γνώση ιερή, όχι για τον λαό).
Τα αρχαιότερα σωζόμενα κινεζικά κείμενα αποτελούνται από θρησκευτικές μαντείες για δυναστικές υποθέσεις (οι βασιλιάδες και οι ιερείς πάντα πλέουν μαζί).
~~
Οι περιορισμένες χρήσεις και οι περιορισμένοι χρήστες της πρώιμης γραφής υποδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους η γραφή εμφανίστηκε τόσο αργά κατά την εξελικτική πορεία των ανθρώπων.
Τα πρώιμα συστήματα γραφής εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πολιτικών θεσμών (όπως την τήρηση αρχείων και τη βασιλική προπαγάνδα) σε σύνθετους -και με συγκεντρωτική εξουσία- πολιτισμούς.
Και οι χρήστες ήταν γραφειοκράτες πλήρους απασχόλησης, που έκαναν αυτό και μόνο -ενώ έτρωγαν απ’ τα πλεονάσματα τροφής που παρήγαν οι γεωργοί.
Με πιο απλά λόγια: Η γραφή επινοήθηκε απ’ την ανάγκη των πρώτων βασιλιάδων και ιερέων να ελέγξουν πιο αποτελεσματικά τους υπηκόους και τους πιστούς τους.
Όμως δημιούργησαν ένα όπλο που μπορούσε να στραφεί και εναντίον τους. Η αρχή αυτής της επανάστασης έγινε από τους εμπόρους Φοίνικες, που επινόησαν την πρώτη αλφαβητική γραφή και την μεταλαμπάδευσαν στους Έλληνες, που έγραψαν πολύ πιο ενδιαφέροντα κείμενα.

Με την πτώση του μυκηναϊκού πολιτισμού εξαφανίστηκε η Γραμμική Β (αφού κανείς δεν πλήρωνε πια τους 50 γραφείς που τη γνώριζαν).
Όταν επέστρεψε η γραφή στην Ελλάδα, η νέα γραφή, οι χρήστες της και οι χρήσεις της ήταν πολύ διαφορετικές.
Οι Έλληνες δανείστηκαν το φοινικικό αλφάβητο και το βελτίωσαν με την επινόηση των φωνηέντων. Η αλφαβητική γραφή ήταν πιο εύχρηστη και μπορούσε να μάθει να τη χειρίζεται οποιοσδήποτε.
Η ευκολία της νέας γραφής, σε συνδυασμό με τα νέα πολιτικά συστήματα που αναδύονταν, έδωσαν την ευκαιρία στους ανθρώπους (όχι στους γραφειοκράτες) να γράψουν όσα σκέφτονταν κι αισθάνονταν.
Η ελληνική αλφαβητική γραφή από τη στιγμή της εμφάνισης της έγινε όχημα για την ποίηση και την ψυχαγωγία.
Το πρώτο σωζόμενο δείγμα ελληνικής αλφαβητικής γραφής, χαραγμένο σε αθηναϊκή οινοχόη γύρω στα 740 π.Χ., είναι ένας ποιητικός στίχος που αναγγέλει έναν αγώνα χορού: “Όποιος απ’ τους χορευτές φανεί πιο επιδέξιος στον χορό θα κερδίσει αυτό το αγγείο”.
Το επομένο σωζόμενο δείγμα της, όπως και το πρώτο, δεν αφορά καθόλου σε λογιστικές καταγραφές φόρων και προβάτων, ούτε προπαγανδιστικές ιδέες και θρησκευτικές προφητείες.
Είναι τρεις στίχοι δακτυλικού εξάμετρου χαραγμένοι πάνω σε σκύφο:
“Είμαι το θαυμάσιο ποτήρι του Νέστορα. Όποιος πιει από αυτό το ποτήρι, αμέσως θα τον καταλάβει ο πόθος της καλλιστεφάνωτης Αφροδίτης”. (σκύφος των Πιθηκουσών)
Σκύφος. Πιθηκούσες (Ischia), π.Χ. Σήμερα: Μουσείο Villa Arbusto στο Lacco Ameno στο νησί Ischia, στην Ιταλία.

Τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα των ετρουσκικών και ρωμαϊκών αλφαβήτων (γεννήματα του ελληνικού) είναι επίσης επιγραφές σε ποτήρια και οινοχόες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η νέα γραφή, αυτή που έμαθε ο λαός (of the people, by the people, for the people), είναι συνδεδεμένη εξαρχής με το γλέντι, τον χορό, την ποίηση και τον πόθο.
Αυτές είναι λέξεις που κανείς λογιστής δεν θα μπορούσε να χαράξει στις πήλινες πλάκες του.
~~
Μόνο αργότερα, η χρήση του αλφάβητου, που χάρη στην ευκολία της εκμάθησης του είχε γίνει το όχημα της ιδιωτικής επικοινωνίας, επεκτάθηκε και το υιοθέτησαν για δημόσιους και γραφειοκρατικούς σκοπούς οι κυβερνώντες.
Όπως ακριβώς συνέβη με τη “μαλλιαρή” δημοτική, τη γλώσσα που μιλούσε ο λαός κι απεχθάνονταν οι δικτάτορες, οι επαΐοντες κι οι ιερείς.
~~
Συμπερασματικά: Η γραφή, σαν ζωντανός οργανισμός, μοιάζει να εξελίσσεται κι αυτή, να προσαρμόζεται στον κόσμο όπου γράφεται.
Δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τις ελίτ, αλλά μεταλλάχτηκε, έτσι ώστε να μπορεί να εκφράσει κάθε ιδιαιτερότητα του λαού.
Η ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να εκφραστεί με τον τρόπο της γραφής. Πόσο διαφέρει ένα tweet κάποιου ψευδώνυμου χρήστη από τον Δίσκο της Φαιστού; (που είναι κάποιου ανώνυμου γραφέα.)
Η πιο σημαντική διαφορά είναι αυτή που δίνει το εξελικτικό πλεονέκτημα στη γραφή: Πόσοι μπορούν να τη διαβάσουν; Και πόσοι να τη γράψουν;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Υλικό άντλησα απ’ το βιβλίο του Jared Diamond «Όπλα, μικρόβια και ατσάλι» (εκδόσεις Κάτοπτρο, μτφ-επ.επιμ: Κατερίνα Γαρδίκα)
--------------------
Πηγήsanejoker
Φωτογραφίες: Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Οι Έλληνες είπαν όχι!

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015
Οι Έλληνες είπαν όχι!
«Όσο μακριά και να γυρίσω πίσω θυμάμαι πως άρκεσε πάντα ένας άνθρωπος που ξεπέρασε το φόβο του κι επαναστάτησε για να αρχίσει η μηχανή τους να τρίζει. Δε λέω δα και πως σταματά, θα απείχε πολύ. Πάντως όμως, τρίζει και μερικές φορές καταλήγει να χαλάσει στ’ αλήθεια.»
Αλμπέρ Καμύ

~~~~~~~~~~~~~~~~~

Όχι, δεν κερδίσαμε τον πόλεμο. Ίσως και να μην κερδίσαμε τίποτα. Τίποτα, πέρα από τη σκέψη ότι σήμερα, στις 5 Ιουλίου του 2015, κάποιος μπήκε στο γραφείο της Μέρκελ, της Λαγκάρντ, του Σουλτς, του Γιούνκερ.

Μπήκε με σκυμμένο κεφάλι και είπε: “Οι Έλληνες ψήφισαν όχι!”

Και οι άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο, οι καταπιεσμένοι, αυτοί που χάνουν το σπίτι τους για να σωθούν οι τράπεζες, αυτοί θα διαβάσουν, θ’ ακούσουν: “Οι Έλληνες είπαν όχι!”

Όχι, δεν κερδίσαμε τον πόλεμο, αλλά μιλήσαμε, είπαμε όχι.

Παρά την τρομοκρατία, παρά τον φόβο που προσπάθησαν να ενσταλάξουν στην καρδιά μας, κάποιοι άνθρωποι, σε μια μικρή βαλκανική χώρα, τόλμησαν να δηλώσουν την άρνηση τους.

Αυτό φοβούνται οι πεφωτισμένοι. Ότι κάποιοι θα συνεχίσουν να λένε όχι, όσα και να τους προσφέρουν, όσο και να τους απειλήσουν.

Γιατί τους Μεγάλους δεν τους ενδιαφέρουν τα δισεκατομμύρια, δεν τους νοιάζει πόσοι ζουν και πόσοι πεθαίνουν.

Τους ενδιαφέρει μόνο ο έλεγχος, ο απόλυτος έλεγχος, η καταστολή κάθε άρνησης.

Κι όσο ένας άνθρωπος, έστω ένας, τολμάει να αρνείται, όσο ένας άνθρωπος ξεπερνάει τον φόβο του και λέει όχι, η Μηχανή τους θα τρίζει, η Παντοκρατορία τους θα ραγίζει.

Ναι, λοιπόν, δεν κερδίσαμε τον πόλεμο, αλλά σήμερα θ’ ακουστεί σ’ όλον τον κόσμο:

“Οι Έλληνες είπαν όχι!”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός http://sanejoker.info/

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Το πορτρέτο ενός εγκλωβισμένου μικροαστού

Σάββατο, Ιανουαρίου 17, 2015
Το πορτρέτο ενός εγκλωβισμένου μικροαστού
Ο Μπουνιουέλ γύρισε τον «Εξολοθρευτή Άγγελο» το 1962.

Σ’ αυτή την ταινία βλέπουμε μια παρέα αστών που συγκεντρώνεται στο σπίτι του ζεύγους Nobile για να δειπνήσουν. Μετά το τέλος του δείπνου όμως, αντί ν’ αναχωρήσουν, όλοι βρίσκουν μια δικαιολογία, εγκαθίστανται και κοιμούνται στο σαλόνι.

Το επόμενο πρωινό, μετά τον καφέ τους, διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βγούνε από το δωμάτιο. Είναι εγκλωβισμένοι στο σαλόνι, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, κάποιο εμπόδιο. Απλά δεν μπορούν να φύγουν!

Μέρα με τη μέρα -και υπό την πίεση της πείνας και της δίψας- οι μάσκες της ηθικής αρχίζουν να πέφτουν και οι παγιδευμένοι αστοί ξεπέφτουν σε ένα σχεδόν ζωώδες επίπεδο.
Η ταινία εξελίσσεται και κορυφώνεται αριστουργηματικά, αλλά το ζητούμενο –από τη δική μας πλευρά- είναι τί εμποδίζει τους συνδαιτυμόνες να βγουν έξω. Και καταλαβαίνουμε ότι ουσιαστικά πρόκειται για πρόβλημα βούλησης και όχι αδυναμίας εξόδου.

Ο Μπουνιουέλ αρεσκόταν να καυτηριάζει την αστική τάξη, αλλά σε κάποια συνέντευξη είχε παραδεχτεί ότι τίποτα δε θα άλλαζε αν στη θέση των μπουρζουάδων ήταν εργάτες ή μικροαστοί.

Τολμώντας έναν ριψοκίνδυνο παραλληλισμό οι Έλληνες μοιάζουν να είναι παρόμοια εγκλωβισμένοι στο σαλόνι –ή μάλλον στα υπόγεια- της Ευρώπης.

Η πείνα και η δίψα τους βασανίζει, οι μάσκες έχουν πια πέσει, η μισαλλοδοξία είναι μέρος της καθημερινότητας τους, αλλά δεν μπορούν να διασχίσουν το κατώφλι… 

Λάθος! Μπορούν, αλλά –χωρίς να το συνειδητοποιούν- δε θέλουν.

Αυτό το πρόβλημα βούλησης οφείλεται καταφανώς στη μικροαστική νοοτροπία των Ελλήνων.
                                                                          
Δύο από τα πιο τυπικά γνωρίσματα της ψυχοσύνθεσης του μικροαστού είναι ο οικογενειακός εγκλωβισμός και το σύνδρομο του επιλοχία.
                                                                     
Για τον οικογενειακό εγκλωβισμό στην Ελλάδα δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Ένα όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαγωγής αυτής της ιδιωτικής παθογένειας σε κοινωνικό επίπεδο είναι η οικογενειοκρατία στην πολιτική ζωή.

Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα που το πρωθυπουργικό αξίωμα να κληροδοτείται. Γιοί, εγγόνια, ανίψια, ξαδέλφια και μπατζανάκηδες έχουν ιδιοποιηθεί την εξουσία τα τελευταία εβδομήντα χρόνια.

Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μόνο σε κομμουνιστικές δικτατορίες, τύπου Βόρειας Κορέας, όπου ο χαρισματικός γιος εκπαιδεύεται από τα μικράτα του ως άλλος αυτοκράτορας για να αναλάβει την εξουσία μετά το θάνατο του εξίσου χαρισματικού πατέρα.

Στην Ελλάδα κανείς δεν εξαναγκάζει τους πολίτες να ψηφίσουν το γιο του αδελφού του θείου του πρώην πρωθυπουργού, αλλά εκείνοι μοιάζουν άβουλοι να διασχίσουν το κατώφλι της οικογενειοκρατίας.
                                             -
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του μικροαστού είναι το σύνδρομο του επιλοχία.

Ο επιλοχίας είναι ένας μέσος υπαξιωματικός, που όσοι έχουν περάσει από τον στρατό θα τον θυμούνται πολύ καλά.

Είναι ανώτερος από τον λοχία και τους φαντάρους και κατώτερους από όλους τους άλλους.

Ο ρόλος του είναι μεσολαβητικός: Προσπαθεί να υποτάξει τους κατωτέρους του και υποτάσσεται με απόλυτη ευπείθεια στους ανώτερους του.

Συνήθως είναι αυτός που φωνάζει, βρίζει, περιφρονεί και χλευάζει τον αδύναμο να αντιδράσει φαντάρο, ενώ «στέκεται σούζα», όποτε βλέπει αξιωματικό.

Μιμείται το βάδισμα των αξιωματικών, τον τρόπο ομιλίας τους, το ντύσιμο τους. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει αξιωματικός κι αυτός –ή τουλάχιστον ένας αρχιλοχίας.
                                                                     -
Ο μικροαστός στην καθημερινότητα συμπεριφέρεται όπως ένας επιλοχίας.

Έχει πάντα το βλέμμα στραμμένο προς τα άνω και ονειρεύεται να γίνει μια μέρα πασάς, όχι για κάποιο «ανώτερο σκοπό», όπως την αυτοβελτίωση ή για να προσφέρει έργο στους συνανθρώπους του, αλλά μόνο για να «λαδώσει το εντεράκι του» και την αυτοπεποίθηση του-όπως ο αρχετυπικός Χατζηαβάτης.

Όσο παραμένει επιλοχίας-μικροαστός προσπαθεί να μοιάσει στους ανώτερους του, ενδυματολογικά και επιφανειακά. Ακόμα κι αν δεν έχει να φάει θα ντυθεί όπως ντύνονται αυτοί που θαυμάζει, θα καταχρεωθεί για να αποκτήσει ένα αντικείμενο κύρους –όπως αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού, smart phone, επώνυμα κοσμήματα.

Παρακολουθεί με ευλάβεια τις τηλεοπτικές εκπομπές και αποθεώνει τα ριάλιτι σόου, όπου μπορεί ο κάθε επιλοχίας να γευτεί –έστω για δεκαπέντε λεπτά- την επιτυχία και τη διασημότητα ή να πατήσει σε αυτές για να γίνει μέρος του συστήματος που τον έχει καταδικάσει να είναι πάντα υπαξιωματικός.

Λατρεύει τα πρόσωπα των κουτσομπολίστικων περιοδικών και εφημερίδων, γιατί διαβλέπει στη στεφανωμένη μετριότητα τους μια πιθανότητα να στεφανωθεί κι εκείνος.

Την ίδια στιγμή μισεί, περιφρονεί και διώκει όλους όσοι είναι κατώτεροι από εκείνον.

Τον εργάτη που δεν έχει καν δικό του σπίτι ή αυτοκίνητο.

Τον χωριάτη που μιλάει με βλάχικη προφορά.

Το μετανάστη, πρωτίστως, που δεν έχει τίποτα.
                                         -
Ο μικροαστός ρέπει προς τη μεταφυσική, το ρατσισμό και το φασισμό. Υπηρετεί τον ηγέτη του –όποιας πολιτικής απόχρωσης- και ταυτίζεται με τις ιδέες που του υπαγορεύει.
Ενώ μπορεί να σκεφτεί μόνος του –κάθε άνθρωπος το μπορεί- προτιμάει να αναμασάει τις λέξεις και την ιδεολογία που ξερνάνε τα πρότυπα του.

Δεν έχει επίγνωση της κοινωνικής του ταυτότητας (ή αλλιώς ταξική συνείδηση), αφού διαρκώς αναλώνεται σε επιθέσεις ενάντια στους κατώτερους και τους όμοιους του ή σε ονειροπολήσεις αιφνίδιας οικονομικής και κοινωνικής προαγωγής.
                                      -
Έτσι ο επιλοχίας-μικροαστός συνεχίζει να δοξάζει τον ηγέτη του, όσο κι αν αυτός τον καταδικάζει στην ένδεια.

Και μένει εγκλωβισμένος στα υπόγεια της ιστορίας, άβουλος και μοιραίος.


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός http://sanejoker.info/


-------------------

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Και Ο Πραξιτέλης Κάποτε Ήταν Παιδί - Του Γελωτοποιού

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014
Ερμής του Πραξιτέλη
Η μνήμη είναι αυτή που μας ορίζει ως ανθρώπους. Δίχως μνήμη είμαστε ζωντανοί, αλλά δεν έχουμε ταυτότητα.
Τα τελευταία χρόνια, μετά την e-επανάσταση, έχει επικρατήσει να θεωρούμε τον εγκέφαλο μας ως έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι υπάρχει η παρανόηση ότι οι αναμνήσεις είναι αποθηκευμένες σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου, μία-μία και ξεχωριστά, και ότι μπορούμε να τις αναπαράγουμε αναλλοίωτες, όπως μπορείς να παρακολουθήσεις ξανά και ξανά ένα βίντεο που έχεις αποθηκευμένο στον σκληρό σου δίσκο, στο φάκελο «Ολυμπιακοί Αγώνες 2004».
Ο Ίσραελ Ρόζενφιλντ, στο βιβλίο του «Η εφεύρεση της μνήμης», υποστηρίζει ότι η μνήμη είναι μια δυναμική και ολιστική διαδικασία.
Ότι δεν βασίζεται πάνω σε σταθερές εικόνες (έννοιες), αλλά σε αναδημιουργίες ή φαντασίες. Για να υπάρχει η αίσθηση της ανάμνησης φαίνεται ότι είναι απαραίτητος ένας συγκινησιακός σύνδεσμος (μια κάποιου τύπου μεταιχμιακή δραστηριότητα).
Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν.
Και στη διαδικασία αυτή συμμετέχει ολόκληρος ο εγκέφαλος, όχι μόνο οι «συγκεκριμένοι νευρώνες» όπου υποτίθεται ότι έχουν αποθηκευτεί ξεχωριστά όλες οι εικόνες-έννοιες-λέξεις-πρόσωπα-μυρωδιές-κινήσεις-μελωδίες (κλπ) που θυμόμαστε.
Καμία λέξη ή εικόνα (κλπ) δεν ανασύρεται αυτόνομα, ανεξάρτητα από άλλες λέξεις, εικόνες (κλπ).
Όταν σκεφτόμαστε την έννοια «άλογο» ή «ποδήλατο» δεν βλέπουμε τη λέξη γραμμένη ούτε μια εικόνα του Αλόγου, όπως πλατωνικά και έξω από την ανθρώπινη νόηση υποτίθεται ότι υπάρχει αυτή. Μαζί με το «άλογο» έρχονται δεκάδες και εκατοντάδες συνδεδεμένες έννοιες-εικόνες κλπ.
Άλογα υπάρχουν πολλά, «άλογο» μόνο ένα.

Μόνο οι άνθρωποι που διαλογίζονται για πολλά χρόνια υποστηρίζουν ότι μπορούν να σκεφτούν ένα «άλογο», να συγκεντρωθούν σε ένα «άλογο», χωρίς ο νους τους να παρεκκλίνει προς οτιδήποτε άλλο.
Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, αν μας ζητηθεί να σκεφτούμε ένα ποδήλατο, μπορεί να θυμηθούμε το ποδήλατο που αγοράσαμε πριν λίγους μήνες και μας έκλεψαν ή το ποδήλατο του Ντε Σίκα (που επίσης κάποιος το έκλεψε) ή το ποδήλατο που θέλουμε να πάρουμε στο παιδί μας ή το πρώτο μας ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες –καθώς και το φόβο που νιώσαμε όταν το επιχειρήσαμε για522_5_5πρώτη φορά, όταν πέσαμε, το χτυπημένο μας χέρι, τη μητέρα να μας βάζει οινόπνευμα.
Όμως και αυτή η αναβίωση του τσουξίματος που προκάλεσε το οινόπνευμα δεν είναι παρά η αναδημιουργία της ανάμνησης, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα (τώρα στα παιδιά βάζουμε betadin που δεν τσούζει. Αλήθεια, τότε δεν υπήρχε;)
Θα ήταν ένα καλό πείραμα αν βιντεοσκοπούσαμε μια στιγμή από την ηλικία των 6 μας χρόνων και δεν τη βλέπαμε για 30 χρόνια. Η πραγματικότητα (καθώς και αυτό που θα είχε καταγραφεί στο βίντεο, το οποίο θα ήταν πολύ σχετικό με αυτήν αν και όχι απόλυτα πραγματικό) δε θα είχε καμία σχέση με αυτό που θα θυμόμασταν.

Αυτή τη δυναμική διαδικασία της μνήμης την αντιμετώπισα επιστρέφοντας στα μέρη όπου είχα να βρεθώ από παιδί. Ιδιαίτερα στις παραλίες όπου είχα κάνει μπάνιο μία-δύο φορές τότε -τότε που το αντιηλιακό δεν ήταν απαραίτητο (ή μήπως μας έβαζαν και δεν το θυμάμαι;)
Στο Τολό θυμόμουν μια παραλία απ’ όπου μπορούσες να δεις την Ακροναυπλία. Πράγμα αδύνατον τελικά, εκτός και αν τα τελευταία τριάντα χρόνια μετακινήθηκαν τα όρη και οι θάλασσες.
Στον Καϊάφα θυμόμουν μια λαοθάλασσα, να βουτάει στη θάλασσα. Επιστρέφοντας βρήκα ένα έρημο τοπίο, που σε τίποτα δεν έμοιαζε με αυτό που είχα στο μυαλό μου.

Από όλα όσα θυμόμουν το μόνο που έμεινε αναλλοίωτο ήταν ο ιερός χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας. Όχι αναλλοίωτο, υπερβάλω, αλλά πολύ κοντά στην εικόνα που είχα.
Το στάδιο σίγουρα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μπήκα και έκανα έναν αγώνα με τον Τηλέμαχο. Με κέρδισε, αφού αυτός δεν καπνίζει, και τα 2Χ194 μέτρα είναι πάρα πολλά για τα μαυρισμένα πνευμόνια μου.
τρεχονταςΜετά καθίσαμε κάτω από τη παχιά σκιά ενός πεύκου στις εξέδρες και παρατηρούσαμε τους τουρίστες να κάνουν κι αυτοί αγώνες.
«Άκουγα» τη μουσική από τους Δρόμους της Φωτιάς, θυμόμουν και την ιστορία για εκείνον τον ολυμπιονίκη που μπήκε στο στάδιο με ένα μοσχάρι στους ώμους.

Ο Μίλων από τον Κρότωνα της Ιταλίας ήταν αθλητής του παγκρατίου (και μαθητής του Πυθαγόρα!). Το παγκράτιο ήταν ένα άθλημα-πολεμική τέχνη, όπου επιτρέπονταν τα πάντα: Λακτίσματα, γροθιές, λαβές, αγκωνιές, γονατιές, πάλη στο έδαφος, κάτι σαν τους σύγχρονους αγώνες πάλης χωρίς κανόνες (και χωρίς γάντια, παρακαλώ).
Τα μόνα που απαγορεύονταν ήταν το βγάλσιμο των ματιών (γιατί άραγε;), το χτύπημα στα γεννητικά όργανα (άσε που ήταν και γυμνοί) και οι δαγκωνιές (για να μην τρώνε τα αυτιά των αντιπάλων).
Ο Μίλων επινόησε την εξελικτική προπόνηση (κάπως αλλιώς το λένε αυτό). Πήρε ένα νεογέννητο μοσχαράκι και έτρεχε με αυτό κάθε μέρα στο δάσος. Το μοσχαράκι πάχαινε μέρα με τη μέρα, δυο-τρία κιλά (δεν ξέρω πόσο γρήγορα τρέφει ο ήλιος τα μοσχάρια), αλλά ο αθλητής δεν καταλάβαινε τη διαφορά, αφού κουβαλούσε το ίδιο μοσχάρι κάθε μέρα.
Έτσι, την ημέρα των αγώνων, τέσσερα χρόνια μετά, μπήκε στο στάδιο κουβαλώντας ένα μοσχάρι που μόνο οι κτηνοτρόφοι μπορούν να μας πουν πόσο περίπου ζύγιζε. Εννοείται ότι κέρδισε. Ο αντίπαλος του θα έβαλε τα κλάματα μόνο που τον είδε.
Και το άσχημο σημείο της ιστορίας: Μετά την νίκη του ο αχάριστος ολυμπιονίκης έσφαξε το μοσχάρι και το έφαγε μόνος του.

Μετά τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας είχε σειρά το μουσείο.
Εκεί μέσα νιώθεις να κόβονται τα γόνατα σου όταν βρίσκεσαι μπροστά στα γλυπτά των αετωμάτων του ναού του Δία. Ευτυχώς αυτά δεν τα πήραν οι Βρετανοί για να τα προστατέψουν από τους βάρβαρους αυτόχθονες.αετωμα
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, δυστυχώς δεν σώζεται.
(Φαντάζομαι κάποιον αρχαιοκάπηλο να μπαίνει σε ένα αρχαίο «Αγοράζουμε χρυσό» και να κουβαλάει ένα δάχτυλο του Διός.
«Πόσα δίνεις γι’ αυτό;»
«Τρεις μνες».
«Μόνο; Αξίζει τουλάχιστον δέκα.»
«Άκου, φιλαράκι. Ή άστο ή φύγε.»)

Αλλά είναι ένα άλλο έκθεμα που σε κάνει να μένεις άφωνος.
Ο Ερμής του Πραξιτέλη, η επιτομή της ομορφιάς.

Πριν πολλά χρόνια είχα βρεθεί στη Φλωρεντία. Γοητεύτηκα από τα πρωτότυπα του Ουφίτσι, όπου μπορούσες να δεις την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι σχεδόν γυμνή μπροστά σου.

Μετά ήταν η σειρά του Δαβίδ.
imagesΤουρίστες από όλον κόσμο θαύμαζαν το αριστούργημα του Μικελάντζελο.
Αλλά εγώ χαμογελούσα και ήθελα να τους πω:
«Έχω δει το πρωτότυπο».
Ο Δαβίδ είναι υπέροχος, είναι κάτι παραπάνω από μεγαλειώδης, είναι θεϊκός. Αλλά ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι… Πως μπορείς να περιγράψεις με λέξεις κάτι τόσο τέλειο; Μάλλον ο Ερμής είναι ανθρώπινος.
Ο Μικελάντζελο έφτιαξε έναν άνθρωπο να μοιάζει με θεό. Ο Πραξιτέλης έφτιαξε έναν θεό να μοιάζει με άνθρωπο. Όχι απλώς να μοιάζει, να είναι άνθρωπος.
Να έχει στο πρόσωπο του μια αμφίθυμη διάθεση, λες και γνωρίζει το εφήμερο των θείων, σαν να ξέρει ότι οι άνθρωποι σύντομα θα πάψουν να τον λατρεύουν, σαν να διαισθάνεται την πίκρα της θνητότητας.
Ο Δαβίδ είναι αυτάρεσκος, γνωρίζει πόσο όμορφος είναι, γνωρίζει ότι θα νικήσει το Γολιάθ. Ο Δαβίδ είναι η έπαρση της Αναγέννησης.
Ο Ερμής είναι κουρασμένος, χωρίς τη λάμψη του Χρυσού Αιώνα, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν τους Ρωμαίους, αλλά αποδέχεται τη μοίρα του, στωικά, στοχαστικά. Ο Ερμής είναι το γνώθι σαυτόν της ελληνιστικής περιόδου.
Και ίσως τις μέρες που ο Πραξιτέλης σμίλευε το μάρμαρο, ο Μένανδρος να σμίλευε τις λέξεις.

Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν… Αλλά όχι για τα παιδιά.
Για πρώτη φορά βρέθηκα ως πατέρας στο σπίτι που πήγαινα ως εγγονός. Η ρεματιά δίπλα στο σπίτι, όπου παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μου φάνηκε ιδιαζόντως επικίνδυνη. Δεν άφηνα τον Τηλέμαχο ούτε να πλησιάσει, καθώς φανταζόμουν δηλητηριώδη ερπετά και μολυσμένα ποντίκια να ελλοχεύουν στη βλάστηση.
Κι όμως… Εμείς, τότε, την κατεβαίναμε με κοντά παντελονάκια.shorts_1952
Δεν τον άφηνα να μπει στο κοτέτσι (αν είναι δυνατόν να τον αφήσω!), όπου εμείς ξημεροβραδιαζόμασταν ψάχνοντας για αυγά.
Και το χωριό, που τότε μου φαινόταν δαιδαλώδες και μυστηριακό, μου φάνηκε πολύ… μικρό.
Ο Τηλέμαχος ήταν ενθουσιασμένος και ούτε πρόσεχε πόσο πολλή ζέστη έκανε. Αλλά, αν θυμηθώ τον εαυτό μου ως εφτάχρονο, ποτέ δεν έκανε ζέστη στο χωριό ή μάλλον, ποτέ δεν με ένοιαξε αν κάνει ζέστη. Είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ.

Για άλλη μια φορά σε αυτό το οδοιπορικό, αντιλήφθηκα ότι μόνο τα παιδιά μπορούν να «δουν» αυτόν τον κόσμο, το μικρό, ως μέγα. Εμείς, οι πατεράδες πλέον, είμαστε απασχολημένοι με άλλα πράγματα, πολύ πιο μικρά, πολύ πιο μικρά.
Τη ζέστη, την εφορία, την πολιτική κατάσταση, την οικονομική κατάσταση, την αισθητική, την καθαριότητα, την υγιεινή, τις αναμνήσεις (κλπ).
Ενώ εκείνα ασχολούνται με τα παγωτά, το παιχνίδι, τους φίλους, τα ζώα, την αγάπη (κλπ).
Για τα παιδιά το παρόν οικοδομείται με βάση το παρόν, αυτή είναι η αλήθεια.
Ενώ εμείς ζούμε χαμένοι ανάμεσα στις αναμνήσεις μας, τους φόβους μας και τις ελπίδες μας.
Χαμένοι στο χρόνο ζούμε εμείς, ενώ τα παιδιά απολαμβάνουν τη ζωή.

«Ξυπνήστε με όταν φτάσουμε στη γέφυρα», είπε ο Τηλέμαχος και εννοούσε τη γέφυρα Ρίου-images (3)Αντίρριου, για την οποία τόσα είχε ακούσει.
Έπειτα έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Καθώς οδηγούσα και πρόσεχα για όλους αυτούς τους ηλίθιους που μπαίνουν στο αντίθετο ρεύμα, προκειμένου να κερδίσουν πέντε λεπτά, θυμήθηκα πόσο μου άρεσε να κοιμάμαι στην πίσω θέση του αυτοκινήτου, όταν κάναμε μεγάλες διαδρομές.
Θυμήθηκα και την απάντηση ενός κοριτσιού, όταν την ρωτάγανε οι «μεγάλοι» τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
«Πάλι παιδί», έλεγε εκείνη, σαν να ήξερε πόσο ακριβά θα είναι τα διόδια στη γέφυρα.

----------------------------------
Πηγή:sanejoker.info

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013
Η Μικρή Δεκάτη Εβδόμη Νοεμβρίου Του Γελωτοποιού
Ο Αδάμ ήταν ένας μέτριος μαθητής που φρόντιζε να μην προκαλεί φασαρίες. Ανάμεσα στους συμμαθητές του ήταν γνωστός για τα αστεία του (κι αυτό πολύ πριν διαλέξει για ψευδώνυμο το «Γελωτοποιός»).

Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε τη λογοτεχνία και σε κάποια διαλείμματα καθόταν μόνος σε μια γωνιά του προαυλίου για να διαβάσει Κάφκα, τον οποίο μόλις είχε ανακαλύψει, στην τρίτη λυκείου, και είχε συγκλονιστεί.
Αρχές Νοέμβρη τον πλησίασε η μικρόσωμη καθηγήτρια φιλολογίας και του ζήτησε να απαγγείλει ένα ποίημα στη γιορτή της δεκάτης εβδόμης Νοεμβρίου.
Δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Όχι μόνο γιατί είδε το βλέμμα της απόγνωσης (κανείς μαθητής δεν ήθελε να απαγγέλει βαρετά ποιήματα), αλλά γιατί της το χρωστούσε, αφού εκείνη του είχε δανείσει τη «Δίκη» και τον είχε εισάγει στο καφκικό σύμπαν.
Μια πρώτη ματιά στο ποίημα τον έπεισε ότι ήταν ένα ανιαρό καθήκον: Οι στίχοι δεν του έλεγαν τίποτα.
Το άφησε στην άκρη μέχρι την προηγούμενη της γιορτής. Άλλωστε ήταν ένα πολύ μικρό ποίημα (μόλις οκτώ στίχοι) και μπορούσε να το μάθει σε λίγα λεπτά.
Τη μέρα της γιορτής όλοι οι μαθητές κουβάλησαν τις καρέκλες τους στο γυμναστήριο βαριεστημένα.
Άλλη μια σχολική γιορτή, μερικά ακόμα ποιήματα, το πολύ-πολύ και λίγα κακοπαιγμένα τραγούδια από ένα συμμαθητή που μάθαινε κιθάρα.
Ο Αδάμ καθόταν στο πλάι της σκηνής και περίμενε να έρθει η ώρα του. Ένας-ένας ανέβαιναν στη σκηνή, έλεγαν το ποίημα ή το πεζό που τους είχε δοθεί, το «κοινό» χειροκροτούσε βαριεστημένα και όλα εξελίσσονταν ως συνήθως.
Τα παιδιά φώναζαν, γελούσαν, φλυαρούσαν και κοιτούσαν έξω, περιμένοντας να τελειώσει η γιορτή για να βγουν στον ήλιο.
Αν τους ρωτούσες τι έγινε εκείνη τη μέρα, τη δεκάτη εβδόμη Νοεμβρίου, πριν πολλά χρόνια, θα εισέπραττες χασμουρητά και ειρωνικά βλέμματα.
Ο Αδάμ τους παρατηρούσε ή –μάλλον- απλά τους κοιτούσε, ενώ σκεφτόταν τι θα κάνει το απόγευμα.
Όταν ήρθε η σειρά του, και προτού ανέβει στο ικρίωμα, η φασαρία που έκαναν τα παιδιά είχε ξεπεράσει το όριο που μπορούσε να δεχτεί ο διευθυντής.
Έκανε στην άκρη τον Αδάμ, ανέβηκε τις λίγες σκάλες με δυσκολία –ήταν στρογγυλός σαν βαρέλι- και ξεκίνησε να φωνάζει.
Έδειχνε τα παιδιά με το χοντρό του δάκτυλο, τους απειλούσε με αποβολή, τους αποκαλούσε αναίσθητους, άχρηστους και τους προειδοποιούσε ότι ο επόμενος που θα μιλούσε θα έπαιρνε το δρόμο για το γραφείο.
Μόλις τελείωσε κανείς δε μιλούσε. Ο διευθυντής, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γύρισε προς τον Αδάμ.
«Εσύ είσαι μετά;» τον ρώτησε. Εκείνος δε μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι. «Έλα λοιπόν, τι περιμένεις;» του είπε ο ιδρωμένος διευθυντής.
Ο Αδάμ στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο. Αμίλητος…
Κάτι είχε γίνει μέσα στο μυαλό του, όταν άκουγε εκείνον το «χοντρό» άνθρωπο να φωνάζει.
Κοίταξε το χαρτάκι με το ποίημα του, έπειτα το τσαλάκωσε και το πέταξε πάνω από τον ώμο του.
Τα παιδιά γελάσανε δειλά. Νόμιζαν ότι ήταν ένα ακόμα από τα αστεία του. Αλλά ο Αδάμ δεν αστειευόταν.
Έπιασε το μικρόφωνο με τα δύο του χέρια, έχοντας στο μυαλό του το Μόρισον ή το Σιδηρόπουλο, και μίλησε:
«Σήμερα δε γιορτάζουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου», είπε και όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του.
Ο διευθυντής και η καθηγήτρια φιλολογίας τον κοίταξαν απορημένοι.
«Σήμερα γιορτάζουμε την εξέγερση των νέων… Γιατί αυτός ο κόσμος δεν άλλαξε ποτέ από τους γέρους, μόνο από τη γροθιά των νέων.»
Ο διευθυντής πλησίασε τη καθηγήτρια.
«Τι λέει αυτός;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν του έδωσα εγώ τέτοιο κείμενο», απάντησε η καθηγήτρια και ξεκίνησε πανικόβλητη να ψάχνει τα χαρτιά της.
Πέρα από το θόρυβο των χαρτιών τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στο γυμναστήριο. Τα παιδιά έμοιαζαν να κρατάνε την ανάσα τους.
«Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν», συνέχισε ο Αδάμ με τα μάτια του βουρκωμένα, «σε ΚΑΝΕΝΑΝ, να σας δείχνει με το δάκτυλο και να σας φωνάζει. Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν, να σας αποκαλεί άχρηστους… Δεν πρέπει κανέναν να φοβάστε… Και όταν σας προκαλούν να απαντάτε με το μόνο τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: Με εξέγερση και γροθιά!»
Κι ενώ ο Αδάμ συνέχιζε οι μαθητές που ήταν κρυμμένοι πίσω από το γυμναστήριο για να καπνίσουν άκουσαν την παράξενη ησυχία και μπήκαν κι αυτοί μέσα.
Κάποιοι καθηγητές που έπιναν ήσυχα το καφεδάκι τους στο προαύλιο σταθήκανε στην πόρτα.
Το θέαμα τους τρόμαξε. Ένας μαθητής μιλούσε από τη σκηνή για το δίκαιο της πυγμής και οι υπόλοιποι τον άκουγαν χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από πάνω του.
Ο διευθυντής πήρε τη καθηγήτρια φιλολογίας μαζί του, πήρε και τους τρομαγμένους καθηγητές και οχυρωθήκαν στο γραφείο.
Ο Αδάμ συνέχιζε να αυτοσχεδιάζει για αρκετή ώρα. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, δεν σκεφτόταν, αλλά η προσήλωση των συμμαθητών του από κάτω τον είχε μαγνητίσει.
Τέλειωσε λέγοντας τα εξής:
«Αυτά είχα να σας πω. Το ξέρω ότι θα χειροκροτήσετε, θα σκεφτείτε για λίγο αυτά που ακούσατε, και μετά θα γυρίσετε στο σπίτι σας για να συνεχίσετε τη ζωή σας… Να θυμάστε μόνο κάτι: Κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους νέους όταν σταματήσουν να φοβούνται.»
Και χωρίς να υποκλιθεί ή να κάνει κάτι αστείο γύρισε να φύγει.
Αυτό που συνέβη δεν το περίμενε. Όλα τα παιδιά σηκωθήκαν όρθια και ξεκίνησαν να χειροκροτάνε. Όχι, όμως, όπως το έκαναν πριν, όταν άκουγαν ένα ακόμα ποίημα.
Χειροκροτούσαν με όλη τους τη δύναμη, φώναζαν και κάποιοι χτυπούσαν τις καρέκλες στο δάπεδο.
Δε σήκωσαν τον Αδάμ στους ώμους, αλλά τον χτυπούσαν στην πλάτη και τον ακολούθησαν καθώς εκείνος βγήκε αργά από το γυμναστήριο.
Το προαύλιο γέμισε από αγριεμένα μάτια. Απέναντι τους, κλειδωμένοι μέσα στο γραφείο, ήταν οι καθηγητές, που κοιτούσαν πίσω από τα κάγκελα.
Αρκούσε μια λέξη ακόμα, μια κίνηση, και οι μαθητές θα ορμούσαν. Κάποιοι κράδαιναν τις καρέκλες πάνω από τα κεφάλια τους. Θα τις πετούσαν ευχαρίστως στις τζαμαρίες εκείνου του ιδρύματος που τους είχε μάθει να φοβούνται.
Το μόνο που είπε ο Αδάμ ήταν: «Πάμε να φύγουμε».
Η οργή καταγάλιασε και το προαύλιο σιγά-σιγά άδειασε.
Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του τα νέα είχαν διαδοθεί –και διογκωθεί.
Φίλοι που πήγαιναν σε άλλα σχολεία τον έπαιρναν τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» τον ρωτούσαν.
«Τι μάθατε;» απαντούσε αυτός.
«Ότι ο Βελλερεφόντης, ο γιος του αστυνομικού, τα έκανε όλα λίμπα στη γιορτή και ότι ξεσηκωθήκαν οι μαθητές και κυνήγησαν τους καθηγητές και και και…»
Το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας του Αδάμ και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του, με τη στολή όπως ήταν.
«Με πήρε ο διευθυντής», του είπε, όχι θυμωμένος, αλλά πιο πολύ ξαφνιασμένος. «Είπε ότι παρακινούσες τα παιδιά σε εξέγερση.»
«Δεν άντεξα», είπε ο Αδάμ. «Φώναζε στα παιδιά λες και ήταν ζώα, λες και ήταν δούλοι του.»
«Κι εσύ έπρεπε…»
Δεν ήξερε τι να πει. Μάλλον πολλές φορές θα είχε αναρωτηθεί αν ήταν στ’ αλήθεια δικό του παιδί ο Αδάμ.
Γύρισε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο. Λόγω της ημέρας παντού –έτσι τουλάχιστον του φάνηκε- έπαιζαν επαναστατικά τραγούδια. Ο Αδάμ το δυνάμωσε και τραγουδούσε μαζί με το Μπιθικώτση: «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.»
Ο πατέρας του έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο, ενώ αναρωτιόταν που έκανε λάθος ως γονιός.
Το επόμενο πρωινό όλοι οι μαθητές, λυκείου και γυμνασίου, περίμεναν τον Αδάμ στο προαύλιο.
Ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς τον πλησίασε και του ανακοίνωσε την απόφαση των συμμαθητών του: Άμα αποβάλλανε τον Αδάμ κανείς δε θα έμπαινε στην τάξη του.
Η ατμόσφαιρα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, μύριζε μπαρούτι –ή μήπως ήταν βενζίνη; Αρκούσε ένας μικρός σπινθήρας και το σχολείο θα τιναζόταν στον αέρα.
Ο διευθυντής πλησίασε τον Αδάμ και του ζήτησε -τόσο ευγενικά- να τον ακολουθήσει στο γραφείο. Αγνοώντας το κουδούνι όλα τα παιδιά στήθηκαν απέξω και περίμεναν.
Ο διευθυντής έκατσε, έφτιαξε τα μαλλιά που κάλυπταν την καράφλα του, και αναστέναξε.
«Βελλερεφόντη», είπε, «εσύ είσαι καλό παιδί, τι σ’ έπιασε;»
«Τι εννοείτε;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Μα… Με αυτά που είπες ήταν σαν να προτρέπεις τους μαθητές σε εξέγερση.»
«Αυτό δεν είναι το νόημα του Πολυτεχνείου;» ρώτησε ο Αδάμ.
«Η εξέγερση;»
«Ναι, τι άλλο; Τα ποιηματάκια και τα τραγούδια; Η εξέγερση.»

Ο διευθυντής ξεροκατάπιε και ξεκίνησε να μιλάει για το ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου, και πως προετοιμάζονται οι μαθητές να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο και ότι οι καθηγητές δεν είναι εχθροί των μαθητών, αλλά αρωγοί τους, και πως δεν πρέπει να λέμε και να κάνουμε πράγματα χωρίς σκέψη γιατί μετά μπορεί να μετανιώνουμε για την υπόλοιπη ζωή μας και άλλα πολλά.
Ο Αδάμ έκανε ότι άκουγε, αλλά έβλεπε τα πρόσωπα των συμμαθητών τους απέξω, και τις σηκωμένες γροθιές τους, και ήξερε ότι ένα βήμα τον χώριζε από την ηρωοποίηση.
Αλλά δεν έκανε εκείνο το βήμα.
Ίσως γιατί φοβήθηκε, ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι ήρωας, ίσως –πολύ απλά- γιατί δεν ήταν φτιαγμένος από την πάστα των ηγετών.
Δεν άντεχε την πολύ συνάφεια του κόσμου, ήθελε να μείνει μόνος του πάλι και να συνεχίσει να διαβάζει εκείνο το βιβλίο του Κάφκα που είχε αφήσει στη μέση.
Έτσι όταν τον ρώτησε ο διευθυντής, τελειώνοντας τον ανιαρό του μονόλογο, αν θα προσπαθούσε να ηρεμήσει τους συμμαθητές του, εκείνος απάντησε:
«Δεν έχω σκοπό να ξεκινήσω επανάσταση. Απλά είπα αυτά που σκεφτόμουν.»
Βγήκε από το γραφείο και οι μαθητές κρεμόντουσαν από τα χείλη του.
«Σε απέβαλλαν;» ρώτησε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της αποχής και της κατάληψης.
«Δε μου ‘καναν τίποτα», είπε ο Αδάμ, απογοητεύοντας ‘τους όλους.
Μπήκαν στις τάξεις τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους εξέγερση.
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια.
Οι νέοι μεγάλωσαν χωρίς ποτέ να εξεγερθούν, έχοντας μόνο τις δικές τους μικρές επαναστάσεις.

Περιμένοντας κάποιον, να σταθεί στη σκηνή και να τους μιλήσει χωρίς προσχέδια και σημειώσεις. Να τους δώσει το σύνθημα, να τους κάνει να πιστέψουν.

Περιμένοντας. Έτσι πέρασαν τα χρόνια…

----------------------

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.