Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γελωτοποιός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γελωτοποιός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Αλ. Καμύ: Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013
Αλ. Καμύ: Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος
«…να αξιωθούμε μια μέρα να ζήσουμε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, δηλαδή σαν άνθρωποι που αρνιούνται να ασκήσουν καθώς και να υποστούν τη φρίκη.»
                                                                                                                            Αλμπέρ Καμύ

Φανταστείτε τρεις ανθρώπους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Ο πρώτος είναι ένας ξερακιανός γέρος που κοιτάει κατάματα τις προτεταμένες κάνες και φωνάζει: «Δεν σας φοβάμαι!»

Ο δεύτερος μοιάζει με λεμούριο. Με τα γουρλωμένα του μάτια αντικρίζει τα όπλα με τρόμο και προσμονή.

Ο τρίτος θα μπορούσε να είναι ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Γνωρίζει ότι τον σημαδεύουν και ότι από στιγμή σε στιγμή θα ακουστεί το πρόσταγμα. Αλλά έχει γυρισμένο το κεφάλι από την άλλη, καπνίζει και παρατηρεί τις τολύπες του καπνού, πως στροβιλίζονται χαοτικά πριν εκμηδενιστούν.

Αυτοί ήταν οι τρεις λογοτέχνες της πρώτης μου νεότητας.

Πρώτος ο Καζαντζάκης, που στοίχειωσε το νου πολλών εφήβων με εκείνα τα «φτάσε όπου δεν μπορείς» και «παρατέντωσε με, κι ας σπάσω». Τα βιβλία του λιονταρίσια τροφή, όπως του Νίτσε. Ο άνθρωπος που κοιτούσε το κενό κατάματα χωρίς να φοβάται και χωρίς να ελπίζει.

Τον δεύτερο μου τον σύστησε μια καθηγήτρια. «Έχεις διαβάσει Κάφκα;» με ρώτησε. Όταν της είπα ότι τον είχα μόνο ακουστά μου έδωσε χαμογελώντας τη «Δίκη». Γρήγορα κατάλαβα γιατί χαμογελούσε.

Βιβλία που έμοιαζαν να έχουν γραφτεί ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση, εφιαλτικά σχεδόν, αλλά χωρίς να θέλεις να ξυπνήσεις.

Κάποιες σκηνές από το ημιτελές «Αμερική» δεν μπορώ πλέον να θυμηθώ αν τις διάβασα ή αν τις ονειρεύτηκα.

Θαρραλέος κι αυτός μπροστά στο θάνατο και στη ζωή, αλλά με έναν δικό του τρόπο, κάτι σαν ψυχοπαθής κλόουν, που σε πετσοκόβει με μια ματσέτα ενώ γελάει –και πίσω ακούγεται μουσική τσίρκου.

Και μετά ήρθε ο Καμύ.

Ολιγόλογος, αλλά καίριος. Στοχαστικός, αλλά και παθιασμένος. Αρρενωπός, αλλά όχι χυδαίος. Και μόνος.

Πολλοί νομίζουν ότι ο Καμύ άνηκε στην κυρίαρχη λογοτεχνική/φιλοσοφική κλίκα της μεταπολεμικής Ευρώπης, τον υπαρξισμό. Αυτό είναι λάθος. Ο Καμύ εξαρχής βρέθηκε αντιμέτωπος με τους υπαρξιστές και ήρθε σε σύγκρουση με τον πάπα τους, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και την πάπισσα τους, την Μπωβουάρ.

Όπως ήρθε σε σύγκρουση και με τους κομμουνιστές (μια εποχή που δεν επιτρεπόταν να είσαι διανοούμενος και να μην είσαι μαρξιστής), με τους φασίστες, με τους ναζί, με τους κληρικούς, με τους σουρεαλιστές, με τους αποικιοκράτες Γάλλους και με τους φονταμενταλιστές Αλγερινούς.

«Κάθε ιδεολογία», έγραφε στον Επαναστατημένο Άνθρωπο, «αρνιέται όλες τις άλλες, υποχρεωτικά ξεπλανευτικές. Τότε είναι που αρχίζουμε να σκοτώνουμε

Και αλλού:

«Δεν έμαθα την ελευθερία από τον Μαρξ, την έμαθα στην αθλιότητα.»

Οι γονείς του Αλμπέρ αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την Αλσατία στην Αλγερία για να γλιτώσουν από το φάσμα της πείνας. Αλλά κι εκεί δεν τα κατάφεραν καλύτερα.

proxy-storify-com1Ο πατέρας του, έξι μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του, σκοτώθηκε στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Κατερίνα Καμύ μετακόμισε στο Αλγέρι, στη συνοικία των άπορων, το Μπελκούρ, όπου ζούσαν Άραβες, Εβραίοι, Ισπανοί, Μαλτέζοι, Ιταλοί, Έλληνες και Γάλλοι. Καθάριζε σπίτια και έκανε ότι άλλη δουλειά μπορούσε να βρει για να επιβιώσουν, αλλά ήταν φιλάσθενη, στο σώμα και στο νου.

Ο Αλμπέρ πήγαινε στο σχολείο όποτε το θυμόταν, μέχρι που συνάντησε τον άνθρωπο που τον έκανε τον Καμύ που γνωρίζουμε. Έναν δάσκαλο, τον Λουΐ Ζερμαίν, ο οποίος αφοσιώθηκε στο ορφανό με πατρική στοργή, δίνοντας ‘του δωρεάν μαθήματα έξω από τις ώρες του σχολείου και πείθοντας τη μητέρα του ότι ο μικρός έπρεπε να δώσει εξετάσεις για τις υποτροφίες του γυμνασίου.

Ο Καμύ αναγνώρισε αυτή την οφειλή στο δάσκαλο και όταν πήρε το νόμπελ του αφιέρωσε τους «Λόγους στη Σουηδία».

Κέρδισε μια υποτροφία για το γυμνάσιο, αλλά εκεί είχε να αντιμετωπίσει –ως άπορος- τους γιους των πλούσιων μεσοαστών.

«Αισθανόμουν μέσα μου απεριόριστες δυνατότητες, έπρεπε απλώς να βρω έναν τρόπο να τις πραγματοποιήσω. Δεν ήταν η φτώχια μου που έμπαινε εμπόδιο σ’ αυτό: στην Αφρική, η θάλασσα και ο ήλιος δεν κοστίζουν τίποτα. Εμπόδια ήταν μάλλον οι προκαταλήψεις και η ανοησία

Ο Καμύ αποφάσισε να επιβληθεί. Έγινε ο καλύτερος μαθητής του γυμνασίου –για να κερδίσει τους καθηγητές, και εξαιρετικός στα σπορ -για να κερδίσει τους συμμαθητές του.

Μέχρι να φύγει του είχαν βγάλει το παρατσούκλι «ο μικρός πρίγκιπας».

Ενώ ετοιμαζόταν για τις σπουδές –φιλοσοφίας- στο πανεπιστήμιο αρρώστησε για πρώτη φορά από φυματίωση, αρρώστια πολύ συνηθισμένη στη συνοικία του Μπελκούρ. Έμεινε έναν χρόνο στο νοσοκομείο και όταν βγήκε συνέχισε τις σπουδές από εκεί όπου τις είχε αφήσει.

Το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την έκδοση της «Ανθρώπινης Μοίρας» του Μαλρώ, ο εικοσάχρονος Καμύ ανακαλύπτει τη συγγραφή και τον κομμουνισμό. Την πρώτη θα την τιμούσε μέχρι το τέλος του, αλλά ως κομμουνιστής έζησε μόνο δυο χρόνια.

Του είχαν αναθέσει να οργανώσει ένα Κίνημα Διεκδικήσεων μεταξύ των Μουσουλμάνων, αλλά το 1935, έρχονται εντολές από τη Μόσχα να παρακολουθούνται οι επαναστατικές δραστηριότητες των ντόπιων στο Αλγέρι, για να μη ξεφεύγουν από τη γραμμή και το δόγμα του Στάλιν.

Ο Καμύ (ως άλλος Λώρενς) «αρνείται να ευθυγραμμιστεί με τις οπορτουνιστικές αυτές εντολές και καταλήγει να κόψει κάθε δεσμό με το κομμουνιστικό κόμμα».

«Εκεί όπου ευδοκιμεί το ψέμα», γράφει, «αναγγέλλεται και διαιωνίζεται η τυραννία

Τελειώνει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία και ιδρύει έναν ανεξάρτητο θίασο, το «Ομαδικό Θέατρο». 
Ο Καμύ πάντα θεωρούσε το θέατρο ως την ύψιστη μορφή τέχνης.
turkey-uprising1Εργάζεται ως δημοσιογράφος, γράφει θεατρικά και ανεβάζει παραστάσεις, ξεκινάει τον «Ξένο».

Με την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία, που «ξάφνιασε» πολλούς μετριοπαθείς, γράφει:

«Να ‘χεις ζήσει μέσα στο μίσος αυτού του θεριού, να το έχεις μπροστά σου και να μην ξέρεις να το αναγνωρίσεις. Τόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Πιο ύστερα, χωρίς αμφιβολία, θα έρθουν η λάσπη, το αίμα, η πελώρια αηδία. Αλλά για σήμερα διαπιστώνουμε πως η αρχή των πολέμων είναι όμοια με την αρχή της ειρήνης: Ο κόσμος και η καρδιά την αγνοούν.»

Το 1941 τελειώνει το «Μύθο του Σίσυφου» και μπαίνει στη Γαλλική Αντίσταση.

«Κατάλαβα τότε πως απεχθανόμουν όχι τόσο τη βία όσο τη θεσμοθέτηση της βίας.»

Μετά την Απελευθέρωση (και άλλον έναν υποτροπιασμό της φυματίωσης) ο Γκαλιμάρ, ο εκδοτικός θρύλος της Γαλλίας, υποκύπτει στην πίεση του Μαλρώ και εκδίδει τον «Ξένο», πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να πουλήσει πάνω από χίλια αντίτυπα. Έκανε λάθος.
Μαζί με το «Μύθο του Σίσυφου», που εκδίδεται τον επόμενο χρόνο, ο κόσμος ανακαλύπτει το αντίπαλο δέος του υπαρξισμού. Από τη μια είναι ένα ολόκληρο κίνημα, από την άλλη ένας μανιώδης καπνιστής, που ποτέ δεν θα παραδεχτεί ότι είναι φιλόσοφος.

Το 1948 η Ανατολική Ευρώπη γίνεται βορά της Σταλινικής δικτατορίας.

Ο Καμύ αντιδρά με μια σειρά από άρθρα:

«Όταν ένας άνθρωπος, κάπου στον κόσμο, υψώνει τη γυμνή γροθιά του μπροστά σε ένα τανκ και ουρλιάζει πως δεν είναι σκλάβος, τι χαρακτηρισμός μας ταιριάζει αν μένουμε αδιάφοροι;»

Όμως ενώ αντιτίθεται στον σταλινισμό, ένα χρόνο μετά δίνει στη δημοσιότητα μια έκκληση για τη ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο Ελλήνων κομμουνιστών.

Το 1951 η έκδοση του «Επαναστατημένου Ανθρώπου» πέφτει σαν βόμβα. Ο Καμύ δέχεται επιθέσεις από δεξιά κι αριστερά (με πρωτοστάτη τον Σαρτρ), από κληρικούς και άθεους. Η «φιλοσοφία» του είναι μια φιλοσοφία ενάντια στο δογματισμό, πάσης φύσης, και υπέρ του ανθρώπου.

26964c22360334ac95cec07733bd4688_XL«Ο επαναστατημένος δε φυλάει τίποτα», γράφει, «τα παίζει όλα για όλα.»

Τι μπορεί να καταφέρει αυτός ο άνθρωπος ενάντια στο αδηφάγο σύστημα;

«Είναι κακή κατασκευή, αγαπημένε μου», γράφει στην Πανούκλα. «Όσο μακριά και να γυρίσω πίσω θυμάμαι πως άρκεσε πάντα ένας άνθρωπος που ξεπέρασε το φόβο του κι επαναστάτησε για να αρχίσει η μηχανή τους να τρίζει. Δε λέω δα και πως σταματά, θα απείχε πολύ. Πάντως όμως, τρίζει και μερικές φορές καταλήγει να χαλάσει στ’ αλήθεια.»
Συνεχίζει να γράφει, να κάνει παραστάσεις και να παρεμβαίνει πολιτικά όποτε χρειαζόταν.

Ακόμα και οι «εχθροί» του μαρτυρούν την ευγένεια και το σεβασμό που κυριαρχούσαν στη συμπεριφορά του προς τον άλλον. «Αγνοούσε τη δόξα του», γράφει η Μπωβουάρ και διατηρούσε στον άνθρωπο του λαού μια πίστη, που ορισμένοι έκριναν απλοϊκή.

Το 1956 εκδίδει το τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Πτώση», όπου αναπτύσσει μια παλιότερη του σκέψη: «Το μόνο φιλοσοφικό ζήτημα είναι η αυτοκτονία».

Τρεις μήνες μετά του δίνουν το νόμπελ λογοτεχνίας και δύο χρόνια αργότερα σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο του Γκαλιμάρ –σε παρόμοια ηλικία με τον Λώρενς.

bl2orusceaadfpp1«Αφελής» μέχρι το τέλος έγραφε:

«Αν είχα να γράψω ένα βιβλίο περί ηθικής θα είχε 100 σελίδες, οι 99 λευκές. Στην τελευταία θα έγραφα: Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.»


(Καθώς έγραφα αυτό το κείμενο είδα την αφίσα που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο για την «εξαφάνιση» του Ορχάν Παμούκ. Δυστυχώς δεν αρκεί η εξαιρετική γραφή και τα νόμπελ. Όταν σωπαίνεις μπροστά στη σφαγή είσαι ίδιος με τους σφαγείς.
Πληροφορίες για τον Καμύ άντλησα από το βιβλίο του P. Ginestier, «Η ζωή και η σκέψη του Καμύ», εκδόσεις Άπειρον, μτφ Αλέξανδρος Βέλιος.)
pamuk


------------------------------------
Πηγή:Γελωτοποιός

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

"Oh Captain, My Captain"

Κυριακή, Νοεμβρίου 03, 2013
Oh Captain, My Captain
Μας είναι πάντα πιο εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας. Να δηλώνουμε αδύναμοι και τόσο μόνοι απέναντι σε ένα σύστημα που τείνει να μας μεταμορφώσει σε άλλο ένα τούβλο στον τοίχο. Όταν όμως διαμαρτυρόμαστε ενάντια στην άδικη κοινωνία ξεχνάμε ότι εμείς είμαστε η κοινωνία.
Κανείς δε θα αρνηθεί ότι «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι» και το κεφάλι είναι οι εκατομμυριούχοι που πειραματίζονται ανελέητα με τους ανθρώπους σαν να είναι έντομα.
Είναι οι αρνησίορκοι πολιτευτές που εξυπηρετούν τα οικονομικά κυκλώματα εις βάρος του λαού που τους εξέλεξε.
Είναι οι διανοούμενοι που κλείνονται στους φιλντισένιους πύργους τους, τυφλοί, κουφοί και μουγκοί, σαν τις τρεις μαϊμούδες.
Όμως είναι ανυπέρβλητη η δύναμη του ενός ανθρώπου που αποφασίζει «να γίνει η αλλαγή που θέλει να δει στον κόσμο». Τις περισσότερες φορές μοιάζει να θυσιάζεται άσκοπα, υπηρετώντας ένα χιμαιρικό σκοπό.
Αλλά αν δούμε την ανθρώπινη ιστορία αποστασιοποιημένα θα καταλάβουμε ότι καμιά θυσία δεν είναι άσκοπη, καμιά προσπάθεια δεν είναι, κι ότι ο κόσμος μας αλλάζει –τόσο αργά, τόσο βασανιστικά- χάρη σε αυτό τον έναν άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, που τολμάει να ανέβει στο θρανίο του και να φωνάξει: «Oh captainmy captain». 
Δεν αναφέρομαι σε εκείνη την υπέροχη ταινία της εφηβείας μας, τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών», αλλά σε έναν αληθινό δάσκαλο, όχι τόσο αστείο όσο ο Ρόμπιν Γουίλιαμς σίγουρα, αλλά εξίσου χαρισματικό και εξόχως επιδραστικό για τα παιδιά της πρώτης γυμνασίου μιας κωμόπολης.
Τον έλεγαν Παπαγεωργάκη. Από τους πολλούς δάσκαλους και καθηγητές που συνάντησα στη ζωή μου αυτός είναι ο μόνος του οποίου το όνομα πάντα θα θυμάμαι.

Είχε αργήσει να διοριστεί. Ήταν αρχές Οκτώβρη και ο υπέρλαμπρος ήλιος εκείνης της ημέρας μας είχε ζαλίσει αρκετά για να φωνάζουμε το γνωστό μαθητικό σύνθημα: «Αν δεν πάμε εκδρομή, το σχολείο θα καεί».
Δεν νομίζω ότι οι καθηγητές φοβήθηκαν, αλλά αποφάσισαν να μας πάνε περίπατο στη Νεράντζα, ένα παραθαλάσσιο οικισμό τρία χιλιόμετρα από το σχολείο μας. Εκεί ήταν που είδαμε για πρώτη φορά τον Παπαγεωργάκη.

Μια συμμαθήτρια είχε τις μαύρες της και καθόταν μόνη στην παραλία, πετώντας πέτρες στη θάλασσα. Ένας άγνωστος άντρας την πλησίασε και ξεκίνησε να τη ρωτάει γιατί δεν κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά, αν της αρέσει η μοναξιά και η θάλασσα, και άλλα τέτοια παράξενα.
Η Κέλυ νόμιζε ότι είχε να κάνει με κάποιον ανώμαλο. Τον διαολόστειλε και γύρισε στην προστασία του πλήθους.
Στην επιστροφή, με τα πόδια πάντα, η Κέλυ εντόπισε τον «ανώμαλο» ανάμεσα στους υπόλοιπους καθηγητές. Η αλήθεια μαθεύτηκε γρήγορα: Ήταν ο νέος φιλόλογος του γυμνασίου. Και ήταν παράξενος –για καθηγητής.
Έμοιαζε λίγο με τον Βασίλη Καζούλη. Είχε μακριά αραιά μαλλιά, με το κρανίο του να λάμπει κάτω από τον ήλιο. Φορούσε στρογγυλά γυαλιά τύπου Τζον Λέννον. Άσπρη λινή πουκαμίσα και εξίσου άσπρο και λινό σαλβάρι. Στον ώμο του κρεμόταν μια δερμάτινη ταλαιπωρημένη τσάντα. Και στο πρόσωπο του είχε κάτι το τόσο γαλήνιο και πράο που σίγουρα οι λυκειόπαιδες θα έσπαγαν πλάκα μαζί του υποθέτοντας ότι είχε καπνίσει κάνα-δυο τσιγαριλίκια στην παραλία. Εμείς, τα πρωτάκια, τον κοιτούσαμε με δέος και περιέργεια, αφού στη μικρή μας κοινωνία δεν είχαμε ξαναδεί παρόμοιο άτομο.
Στο τμήμα μου, δυστυχώς, ο Παπαγεωργάκης ανέλαβε να κάνει μόνο την ιστορία. Την πρώτη μέρα που μπήκε στην τάξη μας χαιρέτησε εγκάρδια –φιλικά μπορώ να πω, έτσι νοιώσαμε- και μας είπε λίγα λόγια για τον εαυτό του.
Μετά το πρώτο σοκ -αφού οι υπόλοιποι καθηγητές συνήθιζαν να γράφουν το όνομα τους στον πίνακα πιστεύοντας ότι έτσι θα τους σεβόμασταν περισσότερο- ο Παπαγεωργάκης μας είπε να κλείσουμε τα βιβλία. Υπακούσαμε χαμογελώντας –και τρέμοντας. Στο εξώφυλλο του βιβλίου υπήρχε κάποιο άγαλμα της κλασικής περιόδου, ίσως ο Ερμής του Πραξιτέλη.
«Δείτε αυτό το άγαλμα», ξεκίνησε να λέει ο Παπαγεωργάκης και όλοι το κοιτάξαμε. «Γιατί νομίζετε ότι το έφτιαξε ο Πραξιτέλης;»
Νομίσαμε ότι επρόκειτο για ρητορική ερώτηση. Ότι ο καθηγητής θα ξεκινούσε να μας λέει στοιχεία και ημερομηνίες. Αλλά εκείνος σιωπούσε.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα δυσβάσταχτης σιωπής ξανάκανε την ερώτηση.
Η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, από το δημοτικό το ξέραμε όλοι ότι θα πήγαινε μπροστά, σήκωσε το χέρι της και ξεκίνησε να λέει αυτά που έγραφε το βιβλίο για τον Πραξιτέλη. Είχε ήδη αποστηθίσει τις πρώτες σελίδες.
Ο Παπαγεωργάκης ρώτησε το όνομα της. Μετά την ευχαρίστησε.
«Δε θέλω να μου πείτε τι γράφει το βιβλίο», είπε τόσο πράα που τρομάξαμε. «Θέλω να φανταστείτε… Φανταστείτε ότι είστε εσείς ο Πραξιτέλης και αναλαμβάνετε να φτιάξετε ένα άγαλμα του Ερμή. Γιατί θα το φτιάχνατε έτσι; Τόσο τέλειο;»
Ο διπλανός μου, ένα παιδί που την φωνή του την άκουγα μόνο στα διαλείμματα σήκωσε το χέρι του για να απαντήσει:
«Για να τιμήσω τους θεούς», είπε και μετά έσκυψε το κεφάλι, πιστεύοντας ότι ο καθηγητής θα τον κορόιδευε και οι συμμαθητές του θα γελούσαν.
«Πολύ σωστά», είπε ο Παπαγεωργάκης.
Ο διπλανός μου κοκκίνισε, αλλά χαμογέλασε, περήφανος με τον εαυτό του.
Τον ζήλεψα πολύ εκείνη τη στιγμή και ήθελα κι εγώ να μιλήσω.
«Γιατί όμως τον έφτιαξε και τόσο… ανθρώπινο;» ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Περισσότερα παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Οι καλές μαθήτριες ανάμεσα τους σίγουρα, αλλά και κάποια παιδιά που δεν ήξεραν ότι έχουν χέρια και φωνή.
«Γιατί οι θεοί ήταν ανθρώποι», είπε ένα ντροπαλό κορίτσι, τονίζοντας λάθος τη λέξη. Ο Παπαγεωργάκης δεν τη διόρθωσε. Κατάλαβε μόνη της το λάθος και το διόρθωσε στην επόμενη φράση: «Ήταν άνθρωποι, ήταν σαν τους άνθρωπους, είχαν ελαττώματα κι αυτοί.»
«Πως σε λένε;» τη ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Εκείνη είπε χαμηλόφωνα το όνομα της.
«Ελένη», της είπε ο Παπαγεωργάκης, «αυτή είναι η καλύτερη απάντηση που έχω ακούσει. Μπράβο.»
Η Ελένη βούρκωσε. Δεν της είχαν ξαναδώσει συγχαρητήρια στο σχολείο.
«Γιατί, όμως, οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων είχαν ελαττώματα;» ρώτησε ο Παπαγεωργάκης.
Κανείς δε σήκωσε το χέρι του αυτή τη φορά. Η ερώτηση ήταν πολύ δύσκολη για να την απαντήσουν τα δωδεκάχρονα. Λάθος! Τα παιδιά είναι πιο έξυπνα απ” όσο τα αφήνουμε να είναι.
«Κάθε φορά που ρωτάτε γιατί», είπε ο Παπαγεωργάκης, «και κάθε φορά που απαντάτε σε αυτό το γιατί, ένα καινούριο γιατί αναδύεται από την απάντηση σας. Όσα και να μάθετε, όσες ερωτήσεις και να απαντήσετε, πάντα θα υπάρχει ένα γιατί, που ούτε εσείς ούτε κανένας άλλος δε θα μπορεί να απαντήσει με σιγουριά… Γιατί αυτή είναι η φύση της ανθρώπινης διάνοιας.»
Από εκείνη την πρώτη επαφή με τον «ανώμαλο» καθηγητή φύγαμε όλοι λίγο πιο σοφοί, λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό μας. Νιώσαμε ότι είχαμε μπει σε έναν καινούριο κόσμο, πολύ διαφορετικό από εκείνο του δημοτικού, λες και είχαμε ξαφνικά σταματήσει να είμαστε παιδιά, αφού κάποιος σεβόταν τη γνώμη μας.
Το μάθημα της ιστορίας μαζί του συνέχισε να είναι γοητευτικό, παράξενο, διαφορετικό. Την ώρα της ιστορίας όλοι τρέχαμε να μπούμε στην τάξη. Όλοι;
Όχι. Οι καλές μαθήτριες, οι άριστες, οι σημαιοφόροι, δεν άντεχαν τον Παπαγεωργάκη. Γιατί μ’ αυτόν η αποστήθιση του μαθήματος δεν είχε καμιά αξία. Και πάντα υπήρχαν κάποια παιδιά για τα οποία το σχολείο ήταν ούτως ή άλλως αγγαρεία.
Αυτά τα παιδιά χαρήκανε όταν ήρθε ο καιρός για το πρώτο υποχρεωτικό διαγώνισμα. Το ξέραμε ότι θα γράψουμε, ο Παπαγεωργάκης μας είχε προειδοποιήσει πολλές μέρες πριν, χωρίς όμως να μας δώσει κάποια sos, κάποια σημεία που έπρεπε να μάθουμε καλύτερα.
Τη μέρα του διαγωνίσματος είχαμε ετοιμάσει τα σκονάκια μας. Στα χέρια, στα θρανία, σε χαρτάκια κρυμμένα στα πιο ευφάνταστα σημεία.
Ο Παπαγεωργάκης μας έδωσε τα θέματα και μας είπε να βγάλουμε τα βιβλία από την τσάντα μας. Θα γράφαμε διαγώνισμα με ανοικτά βιβλία! Μπορούσαμε να τα συμβουλευτούμε όποτε θέλουμε.
Σαν να κάναμε αμαρτία βάλαμε τα βιβλία μπροστά μας και διαβάσαμε τα θέματα του διαγωνίσματος. Αμέσως καταλάβαμε ότι τα βιβλία δε θα μας βοηθούσαν σε τίποτα. Όλες οι ερωτήσεις ήταν κρίσεως, όπως εκείνο το περίφημο «γιατί».
Στους βαθμούς του πρώτου τριμήνου οι άριστες μαθήτριες έκλαιγαν. Οι γονείς τους διαμαρτυρήθηκαν στον Παπαγεωργάκη και στο γυμνασιάρχη. Τα παιδιά τους δεν είχαν πάρει είκοσι, αλλά δεκαοκτώ ή δεκαεννιά, όπως πολλοί από τους «μέτριους» μαθητές. Κανείς δεν είχε βαθμό κάτω από τη βάση και αυτό –σύμφωνα με τις μητέρες των άριστων- ήταν αδικία για τα παιδιά τους που προσπαθούσαν τόσο πολύ. Ο Παπαγεωργάκης, με το αιώνιο χαμόγελο του Βούδα στο πρόσωπο του, προσπάθησε να παρηγορήσει τις κλαίουσες μαθήτριες λέγοντας ‘τους ότι τα είχαν καταφέρει πολύ καλά. Αλλά οι γονείς είχαν άλλη άποψη.
Απ’ ό,τι μάθαμε ο διευθυντής κατσάδιασε τον Παπαγεωργάκη, αλλά εκείνος δε φάνηκε να χάνει τη διάθεση του για εναλλακτική διδασκαλία.
Κάποια στιγμή, μέσα στην άνοιξη, μας είπε ότι καθώς διάβαζε ένα μυθιστόρημα τον πλησίασε ένας ποντικός. Και ο ποντικός του είπε ότι βαρέθηκε όλα εκείνα τα άνοστα μυθιστορήματα. Ότι θα ήταν καλύτερα να υπάρχουν μόνο μυθιστυρίματα, δηλαδή ιστορίες με τυρί. Και μας ρώτησε –ο Παπαγεωργάκης, όχι το ποντίκι- αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα ήταν ένα μυθιστύριμα.
Εκείνο το βράδυ ξεκίνησα να το γράφω. Ήταν μια ιστορία πολέμου, ανάμεσα στα μαλακά και στα σκληρά τυριά. Επηρεασμένος από τις «Βατραχομυομαχίες» που μας είχε διαβάσει εκτός ύλης ο καθηγητής της ιστορίας έγραψα μια κωμική ιστορία, με τυριά που χρησιμοποιούσαν θερμαντικά όπλα για να λειώσουν τους αντιπάλους του, ποντίκια που αφήνονταν για να κατασπαράξουν τους εχθρούς και κεφαλοτύρια που μόλις τα καρατομούσες γίνονταν σκέτα τυριά.
Ο Παπαγεωργάκης ενθουσιάστηκε με την ιστορία μου και τη διάβασε στην τάξη. Για ένα παιδί που ποτέ δεν ήταν άριστος μαθητής και η αυτοπεποίθηση του ήταν αντιστρόφως ανάλογη του βάρους του –για ένα χοντρό μέτριο μαθητή με άλλα λόγια- αυτή η «δημόσια» ανάγνωση φάνταζε σαν το βραβείο Νόμπελ.
Η χρονιά πέρασε χωρίς να συμβεί κάτι το δραματικό. Κανείς μαθητής δεν αυτοκτόνησε, τον Παπαγεωργάκη δεν τον έδιωξαν κι εμείς περνούσαμε τον περισσότερο καιρό με το να κρύβουμε τα σπυράκια μας, να παίζουμε πάκμαν και να αυνανιζόμαστε βλέποντας ασπρόμαυρες διαφημίσεις.
Ο Παπαγεωργάκης δεν ξαναδίδαξε στο χωριό μας και κανείς δεν έψαξε να τον βρει.
Η εφηβεία είναι πολύ δύσκολη ηλικία, όλο φωνές και φαντασιώσεις.
Τώρα πια, που το δικό μου παιδί ξεκίνησε να πηγαίνει στο σχολείο, εύχομαι να βρεθεί στο δρόμο του ένας δάσκαλος ή καθηγητής σαν τον Παπαγεωργάκη. Ή κάποιος σαν τον εμπνευσμένο δάσκαλο σε κάποιο χωριό της Κρήτης (συγνώμη, δάσκαλε που δε θυμάμαι το όνομα σου), που τιμάει το ανώτερο λειτούργημα, αυτό του παιδαγωγού. Ή κάποια σαν τη φίλη μου τη Ζ. από την Νάξο που τσιμπάει τα παιδιά –πνευματικά- για να ξυπνήσουν και να δουν τι συμβαίνει γύρω τους.
Είναι κάτι που δεν πληρώνεται και είναι κάτι που μόνο ο παιδαγωγός με αγάπη μπορεί να κάνει. Να μάθει στα παιδιά ότι «η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση» και ότι όλοι –ακόμα και οι μέτριοι ή οι «κακοί» μαθητές- είναι άξιοι. Είναι σημαντικοί, αρκεί να μη φοβούνται να ρωτήσουν: «Γιατί;»
-------------------------------------------

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Δεν Είναι Δικτατορία, Μάτια Μου

Τρίτη, Οκτωβρίου 29, 2013

Ξέχνα τον Κάφκα. Ο Γιόζεφ Κ. είσαι εσύ και η Δίκη σου έχει ξεκινήσει.

Θα έρθουμε από το σπίτι σου να σε πάρουμε, χωρίς καν να σου απαγγείλουμε κατηγορίες. Δεν τις χρειάζεσαι.

Αφού είσαι ένοχος, το είπαν στις ειδήσεις, είσαι ένοχος, το έγραψαν οι εφημερίδες, είσαι ένοχος, το διέταξε ο πρωθυπουργός, είσαι ένοχος, το λέει και η ΕΥΠ, είσαι ένοχος, το ξέρει η αστυνομία και η γειτόνισσα που προσπαθεί να διαφυλάξει την αθωότητα της, ότι πολυτιμότερο έχει.

Είσαι ένοχος, γιατί τολμάς να αντιτίθεσαι στα σχέδια ανάπτυξης και να διασπείρεις ψευδείς ειδήσεις, ότι τάχα κάποιοι διασπείρουν αρσενικό, στα χώματα και στα ύδατα.

Είσαι ένοχος, κύριε Παρατηρητή Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων, και το ξέρουμε καλά αυτό, γιατί παρακολουθούσαμε τα τηλεφωνήματα σου, διαβάζαμε τις συνεντεύξεις σου και καταχωρούσαμε τις αναρτήσεις σου.

αρχείο λήψης (1)Γι” αυτό καλύτερα να ετοιμαστείς. Να βγάλεις τις πιτζάμες σου, να φιλήσεις τα παιδιά σου και πρόσεχε να τα κρατήσεις όσο περισσότερο μπορείς στην αγκαλιά σου, γιατί όταν τα ξαναδείς, όταν θα μπορέσεις να τα αγκαλιάσεις ξανά, θα έχουν περάσει πολλά χρόνια.

Είσαι ένοχος, εσύ γιατρέ του Κόσμου, που τολμάς να αμφισβητείς την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων, και να μιλάς για τη χώρα σου λες και είναι η Ουγκάντα. Ναρκωτικά δεν βρήκαμε στο ιατρείο σου, αλλά κατάλαβες πόσο ένοχος είσαι.

Είσαι ένοχος, εσύ συγγραφέα των ορέων, που διαλαλείς από τη Χιώτικη γιάφκα σου την ανάγκη να επιστρέψουμε σε πιο ήπιες μορφές αγροτικής εκμετάλλευσης και αποκηρύσσεις τον καταναλωτισμό. Πως νομίζεις, κακόμοιρε γραφιά, ότι χτίστηκαν οι αυτοκρατορίες; Με ήπια εκμετάλλευση και αυτοδιάθεση;

Είσαι ένοχος, εσύ διαδηλωτή, εσύ καταληψία, εσύ μαθητή, εσύ απεργέ, που συνεχίζεις να πιστεύεις ότι με τον αγώνα σου μπορείς να καταστρέφεις το όραμα μιας ελεύθερης οικονομίας, το όραμα ενός κόσμου όπου τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο στην απόλυτη και ολοκληρωτική επικράτηση του 1%.

Είσαι ένοχος, εσύ φιλήσυχε και νομοταγή ανθρωπάκο, που νομίζεις ότι αυτή ακριβώς η απάθεια σου είναι τεκμήριο της αθωότητας σου. Γιατί χρωστάς λεφτά κι εσύ, χρωστάς αίμα. Τα βγάζεις πέρα και πληρώνεις τις δόσεις, αλλά σύντομα θα αφήσεις ένα χρέος απλήρωτο, το περιμένουμε με αδημονία αυτό. Τότε θα έρθουμε από το σπίτι σου ή θα σε σταματήσουμε στο δρόμο, και θα πάρεις το δρόμο για το αυτόφωρο, γιατί θα χρωστάς λεφτά, γιατί θα χρωστάς αίμα, εσύ ο τέως νομοταγής και νυν φοροφυγάς.


Ξέχνα τον Ουίνστον Σμιθ του “1984”, ο Όργουελ ήταν ένας αφελής.

Δεν χρειάζεται να στήσουμε κάμερες για να παρακολουθούμε την κάθε σου κίνηση ούτε πρέπει να μαντεύουμε τι σκέφτεσαι. Μόνος σου έβαλες τις κάμερες στο σπίτι σου. Μόνος σου αγόρασες το έξυπνο τηλέφωνο για να σε ακούμε. Μόνος σου, αυτό είναι το πιο σημαντικό, μας δείχνεις τι σκέφτεσαι.

images (1)Τα τραγούδια που ακούς στο youtube, τα μπλογκ και τα σάιτ που διαβάζεις, τα like που κάνεις και οι αναρτήσεις που αναδημοσιεύεις.

Ξέρουμε πότε κοιμάσαι και πότε ξυπνάς, τι τραγουδάς στο σπίτι και τι σου αρέσει να διαβάζεις. Ξέρουμε τις αγαπημένες σου ταινίες και τις σεξουαλικές σου προτιμήσεις. Ξέρουμε τα πάντα για σένα και δεν χρειάστηκε να σε αναγκάσουμε να μας τα πεις.


Ξέχνα τον Γκάι Μόνταγκ που έκαιγε τα βιβλία στους “451 φαρενάιτ”. Ο Μπράντμπερι δεν πήγε πανεπιστήμιο, ήταν ένας αυτοδίδακτος ερασιτέχνης.

Δεν χρειάστηκε να κάψουμε τα βιβλία. Σε μάθαμε να διαβάζεις σκουπίδια, βιβλία γραμμένα όπως και οι σαπουνόπερες που βλέπεις. Αυτά προωθούσαμε, αυτά σου άρεσαν. Αυτά σου άρεσαν, αυτά εκδίδαμε. Βιβλία που σε κάνουν να ξεχνιέσαι ή σε κάνουν να ξεχνάς, καθώς δίπλα σου κάποιος φυλακίζεται, κάποιος δολοφονείται, κάποιος οδηγείται στην αυτοκτονία. Αλλά αυτός ο κάποιος δεν είναι εσύ, εσύ ταξιδεύεις με ένα βιβλίο.

Και σύντομα θα καις τα βιβλία μόνος σου, για να ζεσταθείς. Και στη φυλακή δε θα έχεις βιβλία για να ξεχνιέσαι. Στο δρόμο τα βιβλία θα τα σχίζεις για να γεμίσεις τα ρούχα σου, να μην κρυώνεις.

n9HIKnOΔεν χρειάστηκε να κάψουμε τις εφημερίδες. Οι περισσότερες είναι δικές μας, τις πληρώνουμε για να εκδίδουν βιβλία-φαντάσματα και να γράφουν ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε.

Και αν δε σου φτάνουν αυτές έχεις και τα free press που σε κάνουν να νιώθεις διαφορετικός, ωραίος, μοντέρνος, χίπστερ.

Τα ξέρεις αυτά, τα έμαθες τόσα χρόνια που αγόραζες περιοδικά ιλουστρασιόν, τόσο ιλουστρασιόν όσο θα ήθελες να είναι η ζωή σου, τριάντα χιλιάδες Κλικ πάνω από την πλέμπα όπου ανήκεις.


Ξέχνα τον Μπέρναρντ του “Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου”. Ο Χάξλει δεν ήξερε τίποτα από ψυχολογία των μαζών.

Δεν χρειάζεται η γονιδιακή αναβάθμιση για να πιστέψεις ότι είσαι ανώτερος από τους τσιγγάνους, τους Πακιστανούς, τους Αλβανούς και τους Βούλγαρους, τους Τούρκους και τους Κούρδους, τους Σύριους, τους Παλαιστίνιους, του Αφρικανούς και τους Κινέζους…

Δεν χρειάζεται να γίνεις πολίτης “Α” για να πιστέψεις ότι είσαι ανώτερος από τις πόρνες, τους μετανάστες, τους άνεργους, τους τσιγγάνους, τους άστεγους, τους αυτόχειρες, τους ομοφυλόφιλους, τους πιο φτωχούς από εσένα.

images (2)Δεν χρειάζεσαι το “σόμα”, το μαγικό φάρμακο της ευτυχίας που διατίθεται δωρεάν, για να αφιονίζεσαι.

Έχεις τα αγχολυτικά σου, τα οποία αγοράζεις, έχεις την τηλεόραση, χωρίς την οποία δεν μπορείς να ζήσεις ούτε μια μέρα, έχεις το ποδόσφαιρο, για να ζητωκραυγάζεις, έχεις τον τζόγο, για να ελπίζεις ότι κάποια μέρα θα γίνεις πλούσιος κι εσύ, όπως αυτοί που βλέπεις στην τηλεόραση, όπως αυτοί που χρωστάνε εκατομμύρια και επιδοτούνται από το κράτος, από τα λεφτά που δίνεις εσύ, για να συνεχίσουν να γλεντάνε πάνω από τον τάφο σου.


Ξέχνα τους Ελόι και του Μόρλοκς, της “Μηχανής του Χρόνου”. Ο Ουέλς πίστευε στους εξωγήινους.

Οι δουλοπάροικοι δεν είναι κρυμμένοι στα έγκατα της γης. Είναι δίπλα σου, κλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Είναι δίπλα σου, πτώματα που ξεβράζονται στην αγαπημένη σου παραλία. Είναι δίπλα σου, τους κυνηγάς με τσεκούρια και μαχαίρια.

Οι δουλοπάροικοι είναι τα παιδιά σου. Δίχως σχολεία, δίχως περίθαλψη, δίχως δάση, δίχως πατρίδα, δίχως μέλλον.

male_eye_1_by_r4xx4r-d56hkzwΔουλοπάροικος είσαι κι εσύ. Να δουλεύεις χωρίς να ανταμοίβεσαι, να απολύεσαι χωρίς να αποζημιώνεσαι, να σου κάνουν έξωση επειδή σε απολύσανε, να σε κλείνουν φυλακή επειδή διαμαρτύρεσαι.


Όχι, μάτια μου, δεν είναι δικτατορία, δεν είναι χούντα.

Είναι καφκικός εφιάλτης, είναι οργουελικός ολοκληρωτισμός, είναι χαξλεϊκή δυστοπία, είναι ο “Πόλεμος των Κόσμων” και εσύ είσαι αναλώσιμος, είναι 451 βαθμοί φαρενάιτ όπου καίγεσαι αδιαμαρτύρητα.

Μόνος σου με δημιούργησες και συνεχίζεις να πιστεύεις σε εμένα, γιατί ξέρεις ότι εγώ είμαι η μόνη οδός, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.

αρχείο λήψης (2)Το ξέρεις ότι είσαι ένοχος, το ξέρεις ότι είσαι εν δυνάμει εγκληματίας, το ξέρεις ότι μια νύχτα θα έρθω για σένα, θα έρθω για το σπίτι σου, θα έρθω για το παιδί σου. Κανείς δε θα σε υπερασπιστεί, γιατί δεν πιστεύεις σε τίποτα πια και κανείς δεν πιστεύει σε σένα.

Τελείωσε η εποχή των οραμάτων και των ιδανικών, επικράτησα απόλυτα.

Είμαι η ΤΙΝΑ, μάτια μου, το τέλος της ιστορίας, το τέλος του ανθρώπου.

Το μόνο που επιτρέπεται να κάνεις εσύ, είναι να υποτάσσεσαι.

There Is No Alternative!

Μάτια μου…


------------------------------
Πηγή: Γελωτοποιός
(Εκπληκτικό κείμενο, ευγνωμονώ αυτόν (-η) -τον Γελωτοποιό- που το 'γραψε, επίσης ευγνωμονώ τον Γ. Μακριδάκη που το ανακάλυψε -μιας και το κείμενο αναφέρεται και σ' αυτόν.)

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.