Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Τα ποιήματα στο δρόμο. Νίκος Χουλιαράς

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2015

Σήμερα σε ηλικία 75 ετών απεβίωσε ο σημαντικός ζωγράφος, πεζογράφος και ποιητής Νίκος Χουλιαράς

Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
-------------
[πηγή]

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

'Ελεγείο' του Γιάννη Κουβαρά απο το 'Δωρητής σώματος'

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2014
'Ελεγείο' του Γιάννη Κουβαρά απο το 'Δωρητής σώματος'
"Ελεγείο" του Γιάννη Κουβαρά

Στους γύφτους
Σ'όσους αντιστέκονται
Στον Ιούδα (όχι στους Iούδες)
Στον κύκνο που πεθαίνοντας
τύλιξε με την κορδέλα του λαιμού του τον μικρό Πάμπλο Νερούντα
Στον Ωριγένη που αυτοευνουχίστηκε
Στην πόρνη και στον στρατιώτη
που κάηκαν λαμπάδες
στο βωμό της μοναξιάς
όταν το παλιό σπίτι πήρε φωτιά
(δες χαιρέκακες εφημερίδες)
και στην άλλη μικρή πόρνη
απ' τη Xιλή
που' χε στο δωμάτιο της εικόνισμα
ένα πορτραίτο του Τολστόι
Στον Τζορντάνο Μπρούνο
Στους ξυπόλητους μικρούς χριστούς
των τριών σημείων του ορίζοντα
Στους ζωντανούς του κάτω κόσμου
τους ανθρακωρύχους
Στη Μητέρα ποίηση
Ω Alma Mater
Στη γυναίκα που ξεκουμπώνει το στήθος της
Στον Μιχαήλ Κατσαρό και τον παππού του
Στον άγνωστο του νεκροτομείο
Σε σας, τους εαυτούς μου
ακόμα στους οδομάχους του '71
στη γυναίκα - Κλυταιμνήστρα πάνω στο παρισινό οδόφραγμα
που σηκώνοντας τη φούστας της να δείξει την κοιλιά της
έλεος στους φαντάρους που τους γέννησε
τη γάζωσαν με 14 σφαίρες...
Στον άγνωστο εργάτη
Στον άγνωστο ποιητή
Στον Οδυσσέα Ανδρούτσο , στον Μάλερ
Σ΄όσους τραγούδησαν στα βασανιστήρια
Στους κρατούμενους που άντεξαν το γύρο του στρατοπέδου
με τις αρβύλες καρφωμένες στα πόδια τους
Στους αυτοπυρπολημένους και αυτοπυρποληθησόμενους
Στους επικηρυγμένους
ακόμα σ' όσους κατεβαίνουν σε λάθος στάση
παίρνοντας δύο ωραία πόδια από πίσω
στον μικρόν Ηλία
που ' σπασε το ρολόι της σάλας
να πετάξει ο φυλακισμένος κούκος
στο απολιθωμένο δάσος της ταράτσας
Στους ναύτες του Ποτέμκιν
όχι όταν κλαίνε σαν μωρά
στις κούνιες-κρεβάτια τους
αλλ' όταν ρίχνουν το γιατρό στη θάλασσα
Στους Κροστανδιώτες
ακόμα
Στη Δώρα που κήδεψε μόνη τη μάνα της
και το βράδυ έπρεπε ν' ανέβει στη σκηνή
Στον Τάκη Πέτρουλα που θαγραφε
τα ομορφότερα ποιήματα
Στο θυμωμένο ποτάμι κόσμο
που γύρισε απ' την κηδεία του Α.Π.
Τέλος σε εκείνους που ανάβοντας τσιγάρο
θυμούνται πάντα τον 21χρονο Lingg
που πριν τη δίκη του αυτοκτόνησε
ανάβοντας τσιγάρο με τη δυναμίτη στην άκρη
για να μην νομιμοποιήσει τους δήμιους του Σικάγο
στο απέραντο σφαγείο του κόσμου

Στις καταποντισμένες ουτοπίες....


******


Από Biblionet για το βιβλίο "Δωρητής σώματος". Εκδόσεις "πλέθρον" 1988.

"Τί να σας πω για μένα; Δεν ξέρω τίποτα για μένα: Δεν ξέρω καν την ημερομηνία θανάτου μου".

Γεννήθηκα πριν 7-8 χρόνια (τότε μυήθηκα στην παράνομη αίρεση της Ποίησης). Μητρίδα μου η Αρκαδία (αναγραμματισμός του Α-καρδία, που άκαρδα σκορπάει τα παιδιά της στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα). Έφυγα με τις πρώτες καραβιές πριν τρεις χιλιάδες χρόνια για την Κύπρο την θαλασσόκαρδη, ου μ' εθέσπισεν Μοίρα μητρυιά άμοιρη...

Και τί είναι η πάλη των τάξεων μπροστά στην πάλη των ποιητικών παρατάξεων; Δεν ανήκω σε καμιά γενιά, ανήκω στους άστεγους, σε καμιά λογοτεχνική κλάση-ΕΣΣΟ, δεν είμαι φαντάρος, είμαι λιποτάκτης.

Κι επειδή η ποίηση σήμερα δεν διαβάζεται, αγρυπνώ τις νύχτες, σαν σε άρρωστο παιδί, για το φάρμακο... Κατά τ' άλλα ζω κι εγώ στο ζόφο της προϊστορίας, δεν αξιώθηκα να γίνω ακόμα χορτοφάγος.

Λοιπά βιογραφικά μου μέλη θα μαζέψετε στις σελίδες καθώς και στο προηγούμενο βιβλίο μου "Οδός ανθρώπου", εκδ. Φιλιππότη 1983, που επειδή πείστηκα ότι δεν αποδείχτηκε μονόδρομος, πήρα το θάρρος να ξαναχτυπήσω το τζάμι σας.

Τον τίτλο "Δωρητής σώματος" δώρισε στη συλλογή ο φίλος ποιητής Δημήτρης Πυρφόρος ή Πορφύρης κατά κόσμον.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Αλαμπουρνέζικα, η γλώσσα των κουλτουριάρηδων - Του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2014
Αλαμπουρνέζικα, η γλώσσα των κουλτουριάρηδων - Του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Ένα εξαιρετικό κείμενο, γραμμένο με τον μοναδικό τρόπο του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ότι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι' αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ' όλες τις εποχές.

Στην αρχαία Ελλάδα τους κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.

Αλλά και παλαιότερα όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων» νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Σε τελική ανάλυση, οι κουλτουριάρηδες είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιεί σωστά.

Αυτό που σήμερα αποκαλούμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων, είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας».

Μ' ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;

Ρωτήθηκαν κάποιοι να τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση;

Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου...». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ' αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;

Αυτά είναι ακατανόητα και γι' αυτόν που τα γράφει και γι' αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε.

Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως μ' αυτά και μ' αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει.

Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πως είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

Βέβαια ο ποιητής έχει τη δικαιολογία ότι γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξύλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλας, που γράφουν ότι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως έτσι εμπλουτίζεται η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας, γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές τις Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η αιτία του φαινομένου αυτού, οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ' όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ' όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.

Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να είναι ταπεινός, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή.Μέσα σ' αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Κάποτε ένας κομμουνιστής πιπίλιζε τον Μαρξ και τελικά αποδείχτηκε πως δεν είχε διαβάσει ούτε μια σελίδα από το «Κεφάλαιο». Και πόσοι χριστιανοί δεν έχουν μεσάνυχτα από το ευαγγέλιο; Κι αφήστε εκείνους που δεν διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά μόνο τις βιβλιοπαρουσιάσεις, κι έτσι είναι σαν να τα έχουν διαβάσει όλα!

Ας αφήσουμε όμως την πολλή θεωρία κι ας δούμε ένα παράδειγμα κουλτουριάρη. Ας δούμε λ.χ. ένα τεχνοκριτικό σημείωμα που αναφέρεται στη ζωγραφική ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Απολαύστε λοιπόν κριτική ζωγραφικής:

«Η χρονικότητα -στον τάδε ζωγράφο- είναι ψευδαίσθηση, απάτη, διάσπαση, εξαλλαγή, διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, κατακερματισμός και αλλοτρίωση, γι' αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση (βάι, βάι, βάι, κι εδώ αναδόμηση), ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Καταλάβατε τίποτα ή νιώθετε ανεπαρκείς;

Το πιο πιθανό είναι να μην καταλάβατε τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είστε ανεπαρκείς. Ανεπαρκείς είναι αυτοί που γράφουν τέτοια πράγματα. Αλλά ας αρχίσουμε το ψείρισμα. Πρόκειται ουσιαστικά για μία και μόνη πρόταση. Στην αρχή δίνει την εντύπωση, πως αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα βγάλεις κάποιο νόημα. Γελιέσαι, γιατί όσο προχωράς, ακόμη κι εκείνο που υποτίθεται κατάλαβες στην αρχή, ξεχνιέται. Η «χρονικότητα» λοιπόν για τον ζωγράφο μας, είναι «ψευδαίσθηση».

Λογικά, η χρονικότητα πρέπει να έχει σχέση με την έννοια του χρόνου. Τώρα πως ο χρόνος γίνεται χρονικότητα, αυτό είναι ένα από τα μυστήρια των κουλτουριάρηδων. Εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο έργο, ζωγραφιές, υλικά, τεχνοτροπίες, και μόνο στη χρονικότητα βρήκες να σκαλώσεις;

Έστω. Ο χρόνος λοιπόν για τον ζωγράφο μας είναι «ψευδαίσθηση». Είναι όμως και «απάτη». Πως μπορούν αυτά τα δύο να σταθούν πλάι πλάι; Δηλαδή, αν ο χρόνος τον εξαπατά, τότε πως μπορεί ο χρόνος να είναι ψευδαίσθηση; Ακολουθεί η «διάσπαση». Ο χρόνος δηλαδή, πρώτα τον εξαπατάει και τον κοροϊδεύει και ύστερα τον αναγκάζει να διασπαστεί; Και ποιο είναι το υποκείμενο; Διασπάται ο ζωγράφος ή ο ίδιος ο χρόνος είναι διασπασμένος;

Τι από τα δύο συμβαίνει; Ακολουθεί η «εξαλλαγή». Τι σημαίνει εξαλλαγή; Είναι ιατρικός όρος που σημαίνει την μεταβολή των καλοηθών νεοπλασμάτων σε κακοήθη. Δηλαδή ο χρόνος είναι καρκίνος; Καλό κι αυτό: Αμ τότε πως ο καρκίνος είναι ψευδαίσθηση; Παρακάτω γράφει: «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου».

Η φράση ταιριάζει σε φιλοσοφική πραγματεία, όχι σε τεχνοκριτικό σημείωμα. Το κάθε ουσιαστικό απ' αυτά που είδαμε ως τώρα δεν ταιριάζει με το διπλανό του, αλλά το ένα αναιρεί το άλλο. Προχωρώντας, διαβάζουμε «κατακερματισμός και αλλοτρίωση». Ενώ η προηγούμενη φρασούλα «διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου», είναι παρμένη από την φιλοσοφία, το «κατακερματισμός και αλλοτρίωση» ανήκει στο σύγχρονο λεξιλόγιο των κουλτουριάρηδων.

Συνοψίζοντας: Η χρονικότητα του τάδε ζωγράφου είναι 1) ψευδαίσθηση, 2) απάτη, 3) διάσπαση, 4) εξαλλαγή, 5) διαστολή υποκειμένου και αντικειμένου, 6) κατακερματισμός, 7) αλλοτρίωση.

Κατάλαβε φαίνεται η συγγραφέας ότι μας μπούκωσε αρκετά και σταμάτησε εδώ τον κατάλογο, για να προχωρήσει σε κάποιες επεξηγήσεις: «γι' αυτό κύριο μέλημά του είναι να την εξοστρακίσει». Το «την» αναφέρεται βέβαια στην χρονικότητα, θα μπορούσε όμως ν' αναφέρεται και σε οποιοδήποτε ουσιαστικό θηλυκού γένους που αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως την ψευδαίσθηση, την απάτη, την εξαλλαγή.

Καταλαβαίνετε λοιπόν τι σύγχυση δημιουργείται όταν κάποιος δεν ελέγχει τα λόγια του; Θέλει να πει ότι ο ζωγράφος προσπαθεί να βγάλει τον χρόνο έξω από το έργο του και για να το πει αυτό αυτό, μας αράδιασε του κόσμου τα αφηρημένα ουσιαστικά. Πως όμως θα το κάνει αυτό (να εξοστρακίσει τη χρονικότητα);

«Αναζητώντας την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας». Τι σημαίνει άραγε η λέξη «πρωτογένεια»; Μήπως θα πει το πρώτο γένος; Η πρώτη γέννηση; Η πρώτη φάση της ζωής του ανθρώπου; Αλλά εκείνο που είναι για γέλια, είναι η «νέα ονοματοθεσία». Τι θέλει να πει η ποιήτρια, ότι να εξοστρακίσει ο ζωγράφος τον χρόνο από τους πίνακές του, δίνει νέα ονομασία στα πράγματα; Γιατί μιλούμε βέβαια, για ζωγράφο. Και στη ζωγραφική, τι πάει να πει «ονοματοθεσία»; Και ποια είναι η νέα ονοματοθεσία και τι σχέση έχει με την πρωτογένεια, με τη διάσπαση του χρόνου και μ' όλα τ' άλλα που μας είπε παραπάνω;

Και δεν σταματά εδώ, αλλά συνεχίζει: Μέλημα του ζωγράφου είναι να εξοστρακίσει τη χρονικότητα, αναζητώντας, εκτός από την πρωτογένεια μιας νέας ονοματοθεσίας, και την πρωτογένεια μιας «ιδιωματικής γραφής». Αυτό το τελευταίο, παραδόξως φαίνεται κάπως κατανοητό. Υποθετικά πάντα, η ιδιωματική μορφή, είναι μια δική του τεχνοτροπία που αποδίδει το δικό του πρόσωπο ή έστω το ιδίωμα. Κι αυτό το απλό πράγμα, δηλαδή το να βρει ο ζωγράφος το προσωπικό του ύφος, το κάνει μόνο και μόνο για να εξοστρακίσει τον χρόνο; Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν στον χώρο της τέχνης κι ακόμα πιο μυστήρια στον χώρο της κριτικής...

Προσέξτε όμως να δείτε, ότι αυτή η ιδιωματική μορφή θα εκκολάψει στην τεχνοκριτικό, πολλά πράγματα παρακάτω: «...μιας ιδιωματικής μορφής, που θα του επιτρέψει την αναδόμηση, ενός κόσμου όπου μέσα του, ερωτικά συγκλίνουν τα πάντα, ικανοποιούνται, αποκαθίσταται».

Εδώ μπαίνει και το ερωτικό στοιχείο. Έτσι, πρωτού τελειώσει το τεχνοκριτικό σημείωμα της κυρίας αυτής, εμείς θα έχουμε γνωρίσει και το πρόβλημα του έρωτα του καλλιτέχνη μας. Αν καταλάβαμε λοιπόν σωστά, ο ζωγράφος προσπαθεί να εξοστρακίσει τον χρόνο, που είναι ένα σωρό πράγματα -αυτά τα περνάμε στο ντούκου- κι αυτό το κάνει αναζητώντας την προσωπική του έκφραση για να ξαναδημιουργήσει (η αναδόμηση που λέγαμε) τον κόσμο και να πετύχει και στον έρωτα, θαρρείς πως ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον χρόνο. Βλέπετε λοιπόν, ότι αυτή κουλτουριάρα, με το να θέλει να πει πολλά, τελικά δεν λέει τίποτα;

Το «αφιέρωμα» στα αλαμπουρνέζικα των κουλτουριάρηδων, θα κλείσει με ένα ακόμα μικρό δείγμα της «κουλτούρας» τους. Δεν θα γίνει κάποια ανάλυση, όπως στο προηγούμενο κείμενο. Πάρτε το ως «άσκηση» για το σπίτι και πέστε και σε μας τι καταλάβατε:

«Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του...

Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».

(Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983)

Κείμενα σαν τα παραπάνω, δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας, στους νέους που τα διαβάζουν. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα, θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και χειρότερες και πιο γελοίες. Ο Στρατής Δούκας έλεγε χαρακτηριστικά, ότι με την λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά επομένως είναι δύο:

1) Η διαφθορά των νέων που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον.
2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη.

Παλαιότερα, κάποιος καθηγητής γλωσσολογίας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» κι αυτό που έλεγε εκείνος ο αγαθός άνθρωπος, ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψη.

Για όσους συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια, η λύση είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας κι ακόμα περισσότερο τα γραπτά μας. Κάθε τι που λέμε να το σκεφτόμαστε, και προπάντων πρέπει να γράφουμε κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας, που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα κι επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού.

Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν' ακούσει πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση.

Ενώ εμείς, σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δεν μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε, ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε κι ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: Να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής, κρατάει μια ζωή...

Πηγή: Το κείμενο είναι του συγγραφέα Ντίνου Χριστιανόπουλου και αποτελεί διασκευασμένο απόσπασμα από συζήτηση με τον επίσης συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη («Αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων», πρώτη έκδοση 1990).

---------------

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ποιός ήταν ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή, Νοεμβρίου 07, 2014
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Κλέφτες, πόρνες, ρεμπέτηδες, μπορντέλα, μηδενιστές, αναρχικοί, χασισοπότες, αντι-πατριώτες, μαχαιροβγάλτες, απάτριδες, αταίριαστοι, κουραδοκόφτες, μυστακιοφόροι, ποιητές και απόκληροι, χοντρές κουφάλες, χαμούρες και συφιλιάρηδες...

Λες και η αυθεντική αυτή φυσιογνωμία, αυτός ο προβοκάτορας λαογράφος, ποιητής, λογοτέχνης, άπατρις μουσάτος αποφάσισε να περισυλλέξει και να καταγράψει όλες τις ανόσιες γωνιές της κοινωνίας μας, τις μπάσταρδες καταβολές της, την ετερογένεια και την πολυχρωμία της, τα αστραποβόλα σκατά της, τις βδελυρές της λέξεις, τη σωτήρια ποταπότητά της.

Όχι για λόγους γραφικότητας, ούτε για να καταλογογραφήσει μία ορισμένη «παθογένεια» με το ψυχρό κλινικό βλέμμα ενός ανατόμου, αλλά για να δείξει με το ανεπανάληπτο ύφος του ότι η ζωή φύεται και αναπτύσσεται, ευδοκιμεί και απλώνεται υπόγεια, στις βρώμικες άμορφες χαοτικές σκουληκιασμένες ρίζες και όχι στα υπέργεια όμορφα άνθη. Άλλωστε, το άνθος δεν είναι παρά μία πρόσκαιρη απόφυση των ριζών...

«Πάντοτε μιλάω από μνήμης/ και τίποτα δεν καταφέρνω να αποδείξω. / Ωστόσο, νιώθω πως οι αναγνώστες μου / εξαγριώνονται από τις κακές λέξεις. / Γι' αυτό, εφεξής, / θα χρησιμοποιώ υποκοριστικά: / μουνάκι, κωλοτρυπιδούλα, ψωλίτσα κτλ. / Οι μινιατούρες, ανέκαθεν / ήσαν προτιμητέες και αποδεκτές», είχε πει λίγο πριν το θάνατό του. Και το εννοούσε...

-ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην εφημερίδα Μεσημβρινή. Πρωτοεμφανίστηκε ως κριτικός τέχνης στα περιοδικά Διαγώνιος και Ζυγός. Το πλούσιο συγγραφικό έργο του Ηλία Πετρόπουλου από μόνο του αποτελεί μάρτυρα της πολυπραγμοσύνης του. Έχει δημοσιεύσει πάνω από σαράντα βιβλία με θέματα που αφορούν τα ρεμπέτικα τραγούδια, τον "υπόκοσμο", τη λαϊκή παράδοση, την παραδοσιακή τέχνη, την ιστορία της Θεσσαλονίκης, την επίδραση των τούρκικων παραδόσεων στις ελληνικές. Η μελέτη του για τα Ρεμπέτικα Τραγούδια πρωτοδημοσιεύτηκε το 1968 χωρίς την άδεια της ελληνικής λογοκρισίας, γεγονός για το οποίο καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση. Η εκτενής εισαγωγή, οι πλούσιες υποσημειώσεις και το ανεκτίμητο φωτογραφικό υλικό αποτελούν αστείρευτη πηγή πληροφοριών για τον "υπόκοσμο" της ελληνικής κοινωνίας. Την πρώτη καταδίκη ακολούθησαν άλλες δύο, η μία το 1972 για τη δημοσίευση του ποιήματος Σώμα, ενώ η τελευταία το 1980 αφορούσε την έκδοση του βιβλίου Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη.

Λιγότερη ίσως γνωστή αλλά εξίσου σημαντική είναι η συμβολή του στη διάσωση της παραδοσιακής τέχνης και της λαϊκής παράδοσης. Τα βιβλία του για τις παλιές σιδερένιες πόρτες και παράθυρα (Ελληνικές Σιδεριές και Ξυλόπορτες, Σιδερόπορτες στην Ελλάδα), τα ελληνικά ταφικά έθιμα (The Graves of Greece) αποτελούν μοναδικές μαρτυρίες μιας τέχνης που χάνεται και μιας παράδοσης που ξεχνιέται. Στα φωτογραφικά άλμπουμ (Cages aux oiseaux en Gréce, Le kiosque grec, La voiture grecque) ο συγγραφέας καταγράφει με μοναδική οξυδέρκεια τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και στέκεται σε θέματα που περνούν απαρατήρητα στους περισσότερους από εμάς. Ο Ηλίας Πετρόπουλος όμως ενδιαφερόταν και για τις ιστορικές μνήμες, αυτό άλλωστε αποδεικνύουν τα βιβλία του για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης (Les Juifs de Salonique, Ιn Μemoriam και Old Salonica).

Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος έχει γράψει μια σειρά από τεχνοκριτικές μελέτες για Έλληνες ζωγράφους, όπως ο Γιώργος Παραλής, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Κώστας Τσόκλης κ.ά. Θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε και στις λογοτεχνικές μελέτες του Ηλία Πετρόπουλου. Το πρώτο βιβλίο για τον Οδυσσέα Ελύτη γράφτηκε το 1966 από τον Ηλία Πετρόπουλο (Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης).

Επίμονος ερευνητής των λαϊκών φραστικών επινοήσεων αλλά και πιστός στην πολυτονική γραφή, συστηνόταν ως λαογράφος και έψεγε με το ύφος του τον καθωσπρεπισμό του «πολιτικά ορθού». Το έργο του αναδίδει μια αίσθηση καθολικού ανθρώπου. Δεν θα ήταν υπερβολή να τον χαρακτηρίσουμε ιστορικό, λαογράφο, γλωσσολόγο, εικαστικό καλλιτέχνη (έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία του με σκίτσα και κολλάζ), φωτογράφο - εν τέλει έναν ελευθέριο στοχαστή-ερευνητή που το έργο του αξίζει ευρύτερης προσοχής. Τα περίπου 80 βιβλία του αποτελούν καταθέσεις έρευνας και μελέτης του λαϊκού μας υποπολιτισμού, ενώ πολλές φορές εξερευνά θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή).

Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό, μηδενιστικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.

Πέθανε στο Παρίσι το 2003.

Στα 40 χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003 στο Παρίσι, δημοσίευσε 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα. Kατά τον θάνατό του, ζήτησε να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να πεταχτούν στον υπόνομο. Με βασικό άξονα ό,τι ο ίδιος αποκάλεσε «λαογραφία του άστεως», το έργο του καταγράφει δομές, θεσμούς, τρόπους έκφρασης και αντικείμενα της ελληνικής λαϊκής υποκουλτούρας. Το ανέκδοτο έργο του είναι τεράστιο, μέρος του οποίου είναι λεξικογραφικό. Το «Υπο–Λεξικό», το «Λεξικό του πολιτικού λόγου», το «Ονοματολεξικό» και τα «Φλοράδικα» περιμένουν τη μεταθανάτια επιμέλεια και δημοσίευσή τους.

************

Το 2005 κυκλοφόρησε το ντοκυμαντέρ "Ηλίας Πετρόπουλος - Ένας κόσμος υπόγειος" [2], διάρκειας 61', σκηνοθεσίας Καλλιόπης Λεγάκη, στο οποίο συντελεστές ήταν και ο ίδιος ο Πετρόπουλος λίγο πριν το θάνατό του:

 

Χρονολόγιο

  • 1928: Γέννηση στις 26 Ιουνίου στην Αθήνα
  • 1934: Η οικογένεια Πετρόπουλου εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη λόγω μετάθεσης του πατέρα, υπαλλήλου στο Δημόσιο.
  • 1938: Μαθητής στο Γ' οκτατάξιο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης
  • 1940: Αρχίζουν οι βομβαρδισμοί της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του φεύγει για το μέτωπο.
  • 1943: Ο Ηλίας Πετρόπουλος οργανώνεται στην Ε.Π.Ο.Ν. Θεσσαλονίκης.
  • 1944: Πεθαίνει ο πατέρας του. Δε βρέθηκε ποτέ το πτώμα του, γεγονός που τον σημάδεψε βαθιά.
  • 1947: Ο Ηλίας Πετρόπουλος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για παράνομη εμφυλιακή δράση.
  • 1947-1948: Τελειώνει το νυχτερινό γυμνάσιο της ΧΑΝΘ. Παράλληλα δουλεύει ως υπάλληλος του Δήμου Θεσσαλονίκης.
  • 1949: Δίνει εξετάσεις στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκείνη την εποχή απολύεται από το Δήμο Θεσσαλονίκης ως κομμουνιστής βάσει του διαβόητου Νόμου 509 για αντεθνική δράση.
  • 1949-1957: Δύσκολα χρόνια. Άνεργος ως χαρακτηρισμένος.
  • 1958: Μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού "Διαγώνιος" από τα πρώτα τεύχη, υπεύθυνος για τις εικαστικές τέχνες και τα οικονομικά. Κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο "Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης".
  • 1963: Δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Ο Πετρόπουλος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Θεσσαλονίκη", δημοσιεύει -ανυπόγραφα για ευνόητους λόγους- μια σειρά τεράστιων άρθρων σχετικών με τη δολοφονία. Καλείται στην Εισαγγελία για ανάκριση.
  • 1965: Δημοσιεύονται στον "Ζυγό" εκτενή αποσπάσματα από τη μελέτη του "Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης". Εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, όπου από την πρώτη στιγμή εργάζεται ως δημοσιογράφος στη "Μεσημβρινή" και το περιοδικό "Εικόνες". Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς παραμονής του στην Αθήνα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για τα βιβλία του ("Ρεμπέτικα Τραγούδια", "Καλιαρντά" και το ποίημα "Σώμα").
  • 1966: Αυτοέκδοση σε βιβλίο της μελέτης του "Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης".
  • 1975: Εγκαθίσταται στο Παρίσι. Σπουδάζει επί τρία χρόνια τουρκολογία στην Ecole Pratique.
  • 1981-1985: Διαλέξεις στο ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
  • 1985: Επιστρέφει στο Παρίσι, όπου μένει και εργάζεται ως το θάνατό του χωρίς να γυρίσει ποτέ στην Ελλάδα.
  • 2003: "Οι αναίσθητοι με ρωτούν:
(-γιατί δεν γυρίζετε στην Ελλάδα; Βεβαίως τυγχάνω υποχρεωτικώς Έλλην, αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει. Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: -όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι, να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου.")


-ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Πεζά

"Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη" (εκδ.Νεφέλη-1979)
"Πτώματα,πτώματα,πτώματα..." (εκδ. Νεφέλη-1989)
"Η μυθολογία του Βερολίνου" (εκδ. Νεφέλη-1982)
Υπόκοσμος
"Ρεμπέτικα Τραγούδια" (εκδ. Κέδρος-1979)
"Ρεμπετολογία" (εκδ. Κέδρος-1968)
"Τα Μικρά Ρεμπέτικα" (εκδ. Νεφέλη-1968)
"Το Άγιο Χασισάκι" (εκδ. Νεφέλη-1987)
"Της Φυλακής" (εκδ. Νεφέλη-1975)
"Το Μπουρδέλο" (εκδ. Νεφέλη-1980)
"Υπόκοσμος και Καραγκιόζης" (εκδ. Γράμματα-1978)
"Καπανταήδες και Μαχαιροβγάλτες" (εκδ. Νεφέλη-2001)
"Παροιμίες του Υποκόσμου" (εκδ. Νεφέλη-2002)

Λεξικά

"Γλωσσάριο των Ρεμπέτηδων" (εκδ. Κέδρος-1968)
"Καλιαρντά" (εκδ. Νεφέλη-1971)
Ενδυματολογία
"Η φουστανέλα" (εκδ. Νεφέλη-1987)
"Η Τραγιάσκα" (εκδ. Πατάκη-2000)

Λαογραφία

"Ο Τούρκικος Καφές εν Ελλάδι" (εκδ. Νεφέλη-1979)
"Ο Μύσταξ" (εκδ. Νεφέλη-1989)
"Ψειρολογία" (εκδ. Νεφέλη-1979)
"Η Ονοματοθεσία Οδών και Πλατειών" (εκδ. Πατάκη-1995)
"Το Ταντούρι και το Μαγκάλι" (εκδ. Νεφέλη-1994)
"Καρέκλες και Σκαμνιά" (εκδ. Νεφέλη-1988)
"Η Εθνική Φασουλάδα" (εκδ. Νεφέλη-1993)
"Τα Σίδερα. Η Λάσπη. Τα Μπαστούνια" (εκδ. Νεφέλη-1984)
"Ιστορία της Καπότας" (εκδ. Νεφέλη-1984)
"La voiture grecque" (Παρίσι-1976)
"La kiosque grec" (Παρίσι-1976)
"Cages a oiseaux en Grece" (Παρίσι-1976)
"Album turc" (Παρίσι-1976)

Αρχιτεκτονική

"Το μπαλκόνι στην Ελλάδα" (εκδ. Νεφέλη-1981)
"Η αυλή" (εκδ. Χατζηνικολή-1981)
"Το παράθυρο στην Ελλάδα" (εκδ. Νεφέλη-1981)
"Ελληνικές Σιδεριές" (εκδ. Νεφέλη-1981)
"Ξυλόπορτες - Σιδερόπορτες" (εκδ. Νεφέλη-1981)
"Το Μάτι του Βοδιού" (εκδ. Νεφέλη-1980)

Άρθρα

"Μικρά Κείμενα" (εκδ. Γράμματα-1980)
"Άρθρα στην Ελευθεροτυπία" (εκδ. Πατάκη-1992)
"Ο κουραδοκόφτης" (εκδ. Νεφέλη-2002)

Μεταφράσεις

"Δώδεκα Τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία" (εκδ. Νεφέλη-1980)
"Αρετίνου Ακόλαστα Σονέτα" (εκδ. Νεφέλη-1992)
"Ιωάννου Αποκάλυψις" (εκδ. Νεφέλη-1975)

Ποίηση

"Ποιήματα (1968-1991)" (εκδ. Νεφέλη-1991)
"Ποτέ και Τίποτα" (εκδ. Νεφέλη-1993)
"Topor: Τέσσερεις Εποχές" (εκδ. Νεφέλη-1991)

Ιστορία

"Les Juifs de Salonique/In Memoriam" (Παρίσι-1983)

Βιογραφίες

"Παύλος Μοσχίδης" (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Γιώργος Παραλής" (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Χαρακτική: Π. Τέτσης" (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Γιώργος Δέρπαπας" (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Μποστ" (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Σταμ.Σταμ." (άρθρα στο περιοδικό Διαγώνιος, 1958-1963)
"Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης" (εκδ. Πατάκη 1998-α΄δημοσ. 1965)
"Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης" (εκδ. Πατάκη 1998- α΄δημοσ. 1958)
"Τέσσερεις Ζωγράφοι: Αντώνης (Anton)/ Βιτάσταλη/ Δουραλή/ Σουλιώτης" (εκδ. Νεφέλη-1999)

Σχέδια-Κολλάζ

"Κυρίως αυτό" (εκδ. Νεφέλη-1993)
Με τον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο
"Μνήμη Νίκου Καχτίτση" (αυτοέκδοση-1972)
"Επιστολαί προς Μνηστήν" (εκδ. Νεφέλη-1998)

-------------------
[ΠΗΓΗ1  ΠΗΓΗ2]

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

«Ο καιόμενος» Ποίημα του Τάκη Σινόπουλου

Πέμπτη, Νοεμβρίου 06, 2014

«Ο καιόμενος»

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

++++++++++++

Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση όσο και γιατί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις, άλλωστε, εις βάρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.

Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότητα ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύναμη ενός τέτοιου περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου.

«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.

Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»

Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.

Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.

Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιητής, είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού. Η απροθυμία του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνησή του απέναντι στο αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στη θέληση των κυβερνόντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιλέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.

Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δικαιότερη κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε, συνάμα, να είναι το σύμβολο όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.

«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»

Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.

Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι. Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.

Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτηρία του ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτάσει μέχρι το τέλος, χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και θα απέτρεπε το πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυτού. 

«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;»

Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασανιστικό πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και  στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφάνεια ενός σύγχρονου μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρετική εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.

Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.

«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»

Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καίγεται ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχουμε εκείνον που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότητας των πολιτών εκείνης της περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον καιόμενο.

Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύω τους, αλλά ακόμη και να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερνητικούς και την αστυνομία.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στάση που προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκδίκηση και υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επιλέγει να αδιαφορήσει για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν να θυσιάσουν την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξουσία.

Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να διασφαλίσουν την ησυχία τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κατορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν απολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία της εξουσίας.

«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.»

Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.

Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην ανελευθερία. Ο άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδράνεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφασιστικότητα.

Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισσότερο γίνεται ένα σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκείνους που θέλουν να αντισταθούν στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της- διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που αρνούνται να υποταχθούν στο συστηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της ελευθερίας.

«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»

Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε θυσίες και σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκ του ασφαλούς, περιμένοντας από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερδίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.

Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζεται για εκείνους, που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιόλας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν τη σιγουριά της απάθειάς τους.

Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί πια σε φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία, κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμενους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες.

Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου ανδρός, αλλά και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους.

Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνεται κι ο ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Καιόμενος είναι κάθε πολίτης που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστόσο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και καταγγέλλει την απραξία των πολλών.

Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρακτηρίζει τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να παραδειγματίζονταν απ’ τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτερη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.

Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπότε, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυσιάζονται για τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτοχοι παρατηρητές.

*****

Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τον Eliot, τον Ezra Pound και το Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, καταφεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).

[Πηγή]

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Τα ΟΧΙ του Αργύρη Χιόνη

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014
Τα ΟΧΙ του Αργύρη Χιόνη
Στις 28 Οκτωβρίου 2011 βραβεύτηκαν οι επιτυχόντες μαθητές του δήμου Ξυλοκάστρου Ευρωστίνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Αργύρης Χιόνης ήταν ο κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης και σε όλα τα παιδιά έδωσαν ένα βιβλίο του. Ανέβηκα λοιπόν στο Θροφαρί για να τον πάρω, και μετά την απαραίτητη στάση στο Intro Art Cafe, φτάσαμε στο θέατρο Άγγελος Σικελιανός. Καθίσαμε και περιμέναμε να τον καλέσουν στο βήμα.

Κάποια στιγμή βγάζει τα χαρτιά που είχε γράψει κι ενώ τους ρίχνει μια τελευταία ματιά με ρωτάει: «Το κωλογλείψιμο είναι κακιά λέξη;». «Όχι», απαντάω αμέσως και χαμογελάω πονηρά. «Α, εντάξει» είπε και μετά από λίγο ανέβηκε στο βήμα.

Στην αρχή -τα παιδιά κυρίως- δεν μπορώ να πω ότι πρόσεχαν τον ομιλητή. Λίγο μετά, όλο το θέατρο είχε βουβαθεί και άκουγε ευλαβικά. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος λόγος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι; Ίσως αυτοί που δεν τον ήξεραν να περίμεναν ν’ ακούσουν τετριμμένες νουθεσίες ενός «σοφού» μεγάλου προς τους νέους. Όμως, ήταν διαφορετικά. Ευτυχώς μου έκοψε και πάτησα την ηχογράφηση στο κινητό, τη μαγνητοφώνησα κι έτσι την έχουμε σχεδόν όλη. Πέρα από την εισαγωγή (όπου ευχαριστούσε για την πρόσκληση) και μια δυο λέξεις που δεν ακούγονται, όλη η άλλη είναι αυτούσια:

 «…μου ζήτησαν να κάνω μια ομιλία. Όταν το άκουσα αυτό ομολογώ ότι ζορίστηκα κάπως. 1ον: γιατί δε φημίζομαι για τις ρητορικές μου ικανότητες και 2ον: γιατί τι θα μπορούσε κανείς να πει, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, στα νέα παιδιά που ξεκινούν ανώτερες κι ανώτατες σπουδές, χωρίς να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι γνώσεις που θα αποκτήσουν θα αξιοποιηθούν από την κοινωνία. Τι να πεις σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία τους όταν συνέχεια ακούν από τους εντός εισαγωγικών «σοφούς» μεγαλύτερούς τους ότι το βαρέλι της κρίσης δεν έχει πάτο κι ότι δεν υπάρχει φως στο τέρμα του τούνελ;
Εγώ ωστόσο που ούτε σοφός είμαι ούτε φύσει αισιόδοξος, άλλωστε είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι ποιητές και συγγραφείς είναι από λίγο έως πολύ καταθλιπτικοί, κατέληξα κατόπιν ωρίμου σκέψεως στο συμπέρασμα ότι υπάρχει φως. Όχι όμως στο βάθος οποιουδήποτε τούνελ, αλλά μέσα μας, στο βάθος του εαυτού μας. Και είναι αυτό το φως που πρέπει να αναζητούμε, ενθυμούμενοι πάντα ότι κάθε φορά που οι Έλληνες μεγαλούργησαν και ξεπέρασαν τις όποιες αντιξοότητες ήταν επειδή έσκυψαν μέσα τους και αναζήτησαν αυτό το εσωτερικό φως.

Έχοντας λοιπόν τα μάτια σας στραμμένα πάντα προς αυτό το φως, αφοσιωθείτε στις σπουδές σας χωρίς να σκέφτεστε το υλικό από αυτές όφελος, γιατί η παιδεία δεν έχει ως στόχο τη δημιουργία πλούτου, αλλά τη διαμόρφωση χαρακτήρα, ήθους και πνεύματος. Όταν αυτό επιτευχθεί τα άλλα, δηλαδή η σταδιοδρομία και οι συνακόλουθες υλικές απολαβές, θα έρθουν από μόνες τους ως φυσική συνέπεια. Η δική μου γενιά, που σαφώς είναι πολύ παλιότερη απ’ τη δική σας και παλιότερη ακόμα κι απ’ αυτή των γονιών σας, έζησε τα παιδικά της χρόνια την εποχή που ακολούθησε τον πόλεμο και τον εμφύλιο, μέσα στην ανέχεια και την εξαθλίωση και τα εφηβικά και ανδρικά μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και τις διώξεις της πολιτείας. Και όμως, αυτή η γενιά διέπρεψε στα γράμματα και τις τέχνες. Πρωτοστάτησε στην ανατροπή της χούντας και ανέδειξε σημαντικές προσωπικότητες που ακόμα σημαδεύουν την κοινωνία μας. Ανέδειξε βέβαια και πλήθος καιροσκόπων, ωφελιμιστών, χαρτογιακάδων, πολιτικάντηδων και golden boys. Αυτούς δηλαδή που έχασαν την επαφή με το εσωτερικό τους φως, υποταγμένοι στις προσωπικές φιλοδοξίες τους, στο προσωπικό τους συμφέρον και τα συμφέροντα ξένων σκοτεινών δυνάμεων και μας οδήγησαν σ’ αυτό το χάλι και σ’ αυτή την ντροπή που ζούμε σήμερα. Γι’ αυτό το χάλι όμως ευθυνόμαστε κι εμείς οι ίδιοι που εμπιστευτήκαμε τη μοίρα μας στ’ ανάξια χέρια τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε τώρα κι εμείς να χάσουμε το εσωτερικό μας φως.

Αγαπητοί μου φίλοι, σήμερα γιορτάζουμε το μεγάλο ΟΧΙ που είπε ο ελληνικός λαός στον ντόπιο και ξένο φασισμό. Έχουν από τότε περάσει 71 χρόνια, κι ενώ είχαμε πιστέψει ότι το τέρας είχε σκοτωθεί μια για πάντα, το βλέπουμε τώρα να αναγεννιέται με νέα μορφή και νέο όνομα. Το εντός εισαγωγικών «ιδανικό» όνομα της παγκοσμιοποίησης, πίσω από το οποίο κρύβεται μια δράκα μεγαλοτραπεζιτών και κερδοσκόπων που στόχο έχουν την καθυπόταξη όλων των λαών του πλανήτη στην άμετρη λαιμαργία τους για πλούτο και εξουσία.

Φίλοι μου, έχω την αίσθηση ότι ζούμε ήδη έναν τρίτο ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, μια νέα κατοχή. Ήδη στον ανεπτυγμένο κόσμο μας στρατιές ανέργων …σκαλίζουν τα σκουπίδια αναζητώντας αποφάγια και αποφόρια για να κατευνάσουν την πείνα τους και να καλύψουν τη γύμνια τους. Όσο για τον υποανάπτυκτο κόσμο, τον τρίτο κόσμο, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την Αφρική που έχει καταντήσει ένα τεράστιο νεκροταφείο. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να ξαναστραφούμε προς το ξεχασμένο μέσα μας φως και να αντιτάξουμε σε αυτή τη νέα βαρβαρότητα μια σειρά από νέα ΟΧΙ, κάποια από τα οποία θα απευθύνονται και σε μας τους ίδιους, δηλαδή στο χαλασμένο, στο διαβρωμένο από το σύστημα κομμάτι του εαυτού μας;

Ενδεικτικά μόνο παραθέτω εδώ έναν κατάλογο με ΟΧΙ άμεσης εφαρμογής, τον οποίο είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να συμπληρώσετε μόνοι σας με πολύ περισσότερα, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην έχετε συνειδητοποιήσει ότι «πήραμε τη ζωή μας λάθος και πρέπει ν’ αλλάξουμε ζωή», όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης:

ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από ’κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ’ αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της  glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη…».

Δύο μήνες μετά ο Αργύρης μάς την «έκανε» ξαφνικά. Τα Χριστούγεννα του 2011, πέθανε από οξύ έμφραγμα. Αλλά τι λέω; Πεθαίνουν ποτέ οι σπορείς;

Γράφει ο Ανδρέας Ζάρρος

Ο Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943 - 25 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής και συγγραφέας.


***********

Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη, του Αργύρη Χιόνη

"Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2011) -  IA', Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη (1986)
Ο Αργύρης Χιόνης αυτοβιογραφούμενος
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν από την Ίο και η μητέρα του από τις Βούβες, ένα μικρό χωριό στην ενδοχώρα του νομού Χανίων. Επειδή μπήκε πολύ νωρίς  στη βιοπάλη, τέλειωσε το νυχτερινό γυμνάσιο, χωρίς καμιά ελπίδα για συνέχιση των σπουδών του.
Στα δεκατέσσερά του, άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, μιμούμενος τις μαντινάδες και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, που η Κρητικιά μητέρα του σιγοτραγουδούσε, ενώ έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Την ίδια περίπου εποχή, μπήκε στη ζωή του το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο, η ποιητική ανθολογία των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Έκτοτε, η ασθένεια της ποίησης εγκαταστάθηκε για τα καλά στον οργανισμό του και έγινε χρόνια.
Στα δεκαεφτά του υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και το 1966 εκδίδεται η πρώτη ποιητική του συλλογή, οι Απόπειρες φωτός.

Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, φεύγει στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός το Παρίσι όπου, εργαζόμενος πάντα (λαντζιέρης, φορτοεκφορτωτής, υπηρέτης), παρακολουθεί, τα βράδια, μαθήματα γαλλικών.

Στις αρχές του 1968, ποιήματά του μεταφράζονται και δημοσιεύονται σε έγκυρα ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λίγο μετά τα γεγονότα του Μάη, που τα ζει από πολύ κοντά, η μεταφράστριά του, Maria Blijstra,  και ο σύζυγός της, ο συγγραφέας Rein Blijstra (παλιοί φίλοι του Καζαντζάκη και λάτρεις της Ελλάδας), επισκέπτονται το Παρίσι, για ένα λογοτεχνικό συνέδριο, συναντιούνται για πρώτη φορά μαζί του και τον προσκαλούν στο Άμστερνταμ.

Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες, και ενώ συνεχίζεται ακόμη η απεργία των σιδηροδρομικών, επιχειρεί το ταξίδι με τα πόδια και με ωτοστόπ.

Στο σπίτι των Blijstra, γνωρίζεται με τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Arnold van Gemert και την ελληνίδα γυναίκα του Τοτούλα, που του προτείνουν να εγκατασταθεί στον Ολλανδία, υποσχόμενοι να του βρουν εκεί δουλειά.

Επιστρέφει στο Παρίσι και, τον Αύγουστο, όταν παίρνει μήνυμα ότι βρέθηκε δουλειά σ' έναν εκδότη κλασικών κειμένων, εγκαταλείπει οριστικά (έτσι νομίζει) τη Γαλλία. Φρούδες ελπίδες. Την επομένη κιόλας της άφιξής του, όταν παρουσιάζεται στην αστυνομία του Άμστερνταμ, με το διαβατήριό του και την επιστολή προσλήψεώς του από τον εκδότη, απελαύνεται αμέσως, γιατί έπρεπε να είχε υποβάλει την αίτηση παραμονής και εργασίας όσο βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό, δηλαδή σε κάποια ολλανδική πρεσβεία. Επιστροφή λοιπόν στο Παρίσι, με κομμένα φτερά. Υποβάλλει ωστόσο την αίτησή του στην ολλανδική πρεσβεία του Παρισιού και, μετά από τέσσερις μήνες αγωνίας, ανεργίας και πείνας, έρχεται η πολυπόθητη θετική απάντηση.

Στη μαγευτική πόλη του Άμστερνταμ, θα ζήσει τα επόμενα οκτώμισι χρόνια. Στην αρχή, θα δουλέψει σκληρά, τόσο για τον βιοπορισμό όσο και για την εκμάθηση της γλώσσας, αλλά, σύντομα, θα δει τους κόπους του να αυγατίζουν. Του χορηγείται, από την Εταιρεία Συγγραφέων, υποτροφία για γράψιμο, γίνεται δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και αποκτά πρόσβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά, εκδίδονται δύο βιβλία του, βραβεύονται δύο θεατρικά έργα του, διορίζεται δάσκαλος ελληνικών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και, τέλος, βλέπει να υλοποιείται το όνειρό του για πανεπιστημιακές σπουδές. Με κρατική υποτροφία, εγγράφεται στη σχολή ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Επέλεξε αυτή τη σχολή, γιατί τον διακατείχε η σφοδρή επιθυμία να διαβάσει Δάντη από το πρωτότυπο.

Το 1977, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου, την επόμενη πενταετία θα δουλέψει ως μεταφραστής, θα συγγράψει μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο και θα κάνει ένα υπέροχο μακρύ ταξίδι στις ΗΠΑ, εκπροσωπώντας τη χώρα μας στο ετήσιο Διεθνές Συγγραφικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Iowa.
Το 1982, προσλαμβάνεται, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Το 1992, παραιτείται από τη θέση αυτή και αποσύρεται στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολείται, πλέον, μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης.

Το μέχρι στιγμής έργο του Αργύρη Χιόνη απαρτίζεται από:

- ένδεκα ποιητικές συλλογές, οι δέκα από τις οποίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, σ' ένα συγκεντρωτικό τόμο που φέρει τον τίτλο Η φωνή της σιωπής. Η ενδέκατη, με τον τίτλο Στο υπόγειο, έχει επίσης εκδοθεί από τη ΝΕΦΕΛΗ.
- πέντε συλλογές αφηγημάτων, δύο εκ των οποίων, Όντα και μη όντα (βραβείο ΔΙΑΒΑΖΩ 2007) και Περί αγγέλων και δαιμόνων, διατίθενται στο εμπόριο από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ.  Εντός του 2008, πρόκειται να κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, το βιβλίο του Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες.
- πλήθος μεταφράσεων, πεζών και ποιημάτων, από τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και ολλανδικά.

Ποιήματα και πεζογραφήματα του ίδιου έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροάτικα και ρουμάνικα.-
Θροφαρί, Οκτώβριος 2008

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων Του Mario de Andrade (1893 – 1945)

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2014
Mario de Andrade (1893 – 1945).
Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…

Ένα απόσπασμα από έργο του Βραζιλιάνου Ποιητή, Συγγραφέα, δοκιμιογράφου, φωτογράφου και μουσικολόγου, του Mario de Andrade (1893 – 1945).

«Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.

Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.

Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.

Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.

Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.

Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.

Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.

Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.

Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

----------------------
Πηγή: εδώ

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)

Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014
Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων Του Τίτου Πατρίκιου(*)
Με το θέμα που «έμπλεξα» υπήρχαν δύο τρόποι να το αντιμετωπίσω: ένας εύκολος και ένας δύσκολος. Ο εύκολος θα ήταν να κλειστώ επί τέσσερα-πέντε χρόνια, να τα μελετήσω όλα από την αρχή, να κάνω μια διατριβή οκτακοσίων σελίδων και, ύστερα από τα πέντε αυτά χρόνια, να έλθω να τα παρουσιάσω. Ο δύσκολος τρόπος ήταν με αυτά που ξέρω να αυτοσχεδιάσω, μήπως και βρω κάτι καινούργιο. Και εγώ διάλεξα τον δύσκολο δρόμο. Αλλά ο δύσκολος δρόμος σε οδηγεί από το ένα στο άλλο. Έτσι, από τα μη λεχθέντα ή κυρίως από τα λεχθέντα, μοιραία πας στην πηγή τους που, όπως όλα, είναι και αυτή διπλή: είναι η ομιλία, είναι η σκέψη.

Η σκέψη σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι η νόηση, η νόηση σε κάνει να σκέφτεσαι τι είναι ο νους, και όλα αυτά σε φέρνουν στο πρόβλημα της συνείδησης: τι είναι η συνείδηση, πώς λειτουργεί, και αν ο νους είναι η λειτουργία των διαδικασιών εκείνων που σου επιτρέπουν να συλλαμβάνεις τα πράγματα, να τα καταλαβαίνεις. Αλλά και η συνείδηση είναι και αυτή διπλή. Είναι είτε η ηθική συνείδηση που σε οδηγεί σε κρίσεις σχετικά με την αξία των πράξεών σου, σύμφωνα με κάποιους ηθικούς κανόνες που έχεις αποδεχθεί, είτε η γνωσιολογική της λειτουργία, δηλαδή η συνείδηση που σου επιτρέπει να εποπτεύσεις και να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση στην οποία ζεις αλλά και τις πράξεις τις οποίες κάνεις.

Βλέπουμε όλοι –και όλοι έχουμε είτε ασχοληθεί είτε επηρεαστεί από αυτά– ότι δύο είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα στον χώρο του πνεύματος αλλά και της καθημερινής κοινωνικής ζωής, από τον 19ο αιώνα και πέρα, σχετικά με τη συνείδηση. Το ένα ήταν με τον Marx, που έφερε μια τροποποίηση στον τρόπο που βλέπουμε τη συνείδηση, και το άλλο ήταν με τον Freud.

Ο Marx είδε τη συνείδηση ως μια διπλή λειτουργία: είτε ως σύλληψη της φαινομενικότητας των πραγμάτων, η οποία οδηγεί σε αυτό που ο νέος Marx έλεγε ιδεολογία, δηλαδή την ψευδή συνείδηση (αυτόν τον όρο, νομίζω, τον διατύπωσε αργότερα ο Georg Luka΄cs, αλλά και ο Marx αυτό εννοούσε, διότι ο μαρξικός όρος ιδεολογία έχει αρνητική σημασία), είτε ως ορθή συνείδηση, η οποία είναι η γνώση τού πώς κινείται η κοινωνία αλλά και του ρόλου που έχουν να παίξουν μέσα σε αυτήν τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις.

Ο νέος Marx έδινε μεγάλη σημασία στον ρόλο της συνείδησης. Υπάρχει μια –όχι πολύ γνωστή– επιστολή του προς τον Arnold Ruge, έναν Γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο της εποχής, του 1843, στην οποία μιλάει για την καταπιεσμένη ανθρωπότητα –δεν μιλάει ακόμη για κοινωνικές τάξεις· το Κομμουνιστικό μανιφέστο είναι του 1848– και λέει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, συνείδηση της υπόστασής της, για να αποτινάξει την καταπίεση, και ότι «αυτή τη συνείδηση θα της την εισαγάγουμε, είτε το θέλει είτε όχι». Το 1843, δηλαδή, ο Marx βλέπει τον διανοούμενο, που έχει συλλάβει την ορθή συνείδηση, ως κάποιον που θα «μπάσει» τη συνείδηση αυτή στην καταπιεζόμενη ανθρωπότητα, έστω και διά της βίας. Ίσως εδώ να βρίσκεται η απαρχή αυτού που είπε αργότερα ο Μαρξ, δηλαδή πως «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».

Τα λέω όλα αυτά, διότι, κάθε τόσο που τα σκέφτομαι, βλέπω πόσο τα πράγματα είναι διπλά. Το 1845 ο Marx, στο περίφημο έργο του Αγία Οικογένεια, υποστηρίζει σχεδόν το αντίθετο. Μιλάει, πλέον, για το προλεταριάτο και λέει ότι αυτό από μόνο του θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο του. Και βλέπετε ότι, από τότε, στην ιστορία των ιδεών και στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων λειτουργούν και οι δύο απόψεις: είτε μία ομάδα ή ένας συγκεκριμένος διανοητής θα εισαγάγει σε μια κοινωνική τάξη αυτό που θεωρεί ότι είναι η συνείδησή της, την οποία, όμως, η ίδια δεν έχει συλλάβει, είτε το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, η συγκεκριμένη κοινωνική τάξη από μόνη της θα συλλάβει τον ιστορικό ρόλο της. Και αυτό το διπλό πράγμα πάντα συνεχίζεται.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, έχουμε τον Marx, ο οποίος μίλησε για την ιδεολογία ή την ψευδή συνείδηση και αντιθετικά για την ορθή συνείδηση, και από την άλλη έχουμε τον Freud, ο οποίος βλέπει τη συνείδηση σαν να έχει δύο τουλάχιστον επίπεδα, και το συνειδητό και το υποσυνείδητο. Κατά τον Freud, δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η εν επιγνώσει συνείδηση. Είναι και τα πράγματα τα οποία ο ίδιος ο άνθρωπος κρατά σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά για τα οποία δεν έχει ή δεν θέλει να έχει άμεση επίγνωση. Και εδώ, δηλαδή, έχουμε κάτι το διπλό. Αλλά εδώ πρόκειται για έναν άλλο διπλασιασμό. Έναν διπλασιασμό, θα έλεγα, εσωτερικό της συνείδησης. Στον Marx, αντίθετα, είναι ένας διπλασιασμός εξωτερικός –κοινωνικός– της συνείδησης. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διπλασιασμούς μιας έννοιας, ίσως και μιας κατάστασης, που, μέχρι τότε, οι στοχαστές την αντιμετώπιζαν ως κάτι το ενιαίο.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι, όταν ανακαλύπτεται κάτι, τότε και υπάρχει αυτό το κάτι. Το διπλό υπήρχε πάντα. Απλώς, η ανακάλυψη του διπλού είναι καινούργια. Η καινοτομία, επομένως, είναι η εξής: μέχρι τότε, ως συνείδηση εθεωρείτο η επίγνωση, η σαφής επίγνωση του πώς ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση και του πώς ενεργεί μέσα στην κατάσταση αυτή. Ο Marx, όμως, είπε ότι η επίγνωση αυτή, ενώ εμφανίζεται ως συνείδηση, πολλές φορές στέκεται στην επιφάνεια των φαινομενικοτήτων και δεν συλλαμβάνει την ουσία. Έτσι, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην ψευδή και την ουσιαστική συνείδηση, την αναλυτική συνείδηση, για να έλθει μετά ο Freud και να πει ότι υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο, το υποσυνείδητο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, βοηθά, κυρίως, στο να συλλαμβάνονται όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πράγματα, διότι σε αυτό δεν λειτουργεί το ελεγκτικό φίλτρο της γνώσης και των συνεπειών των πράξεων ή των λόγων μας.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ο Marx είχε πει μια καταπληκτική κουβέντα. Την πρωτοείπε, αν θυμάμαι καλά, γύρω στο 1843, αλλά την επανέλαβε και τη διατύπωσε επιγραμματικά, θα λέγαμε, στον πρόλογο του έργου του Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: «Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ανθρώπου αλλά το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση». Αυτή τη σκέψη, προσωπικά, την είχα αποδεχθεί ως την απόλυτη αλήθεια. Αλλά εδώ και αρκετά χρόνια έχω αρχίσει να σκέπτομαι ότι η συνείδηση παίζει κάποιο κοινωνικό ρόλο, ότι μπορεί κάποτε να επηρεάζει το κοινωνικό είναι, να μην είναι απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική μας κατάσταση. Μήπως ο ίδιος ο Marx δεν άλλαξε την κοινωνική του κατάσταση, λόγω της συνείδησης που ανέπτυξε για τα κοινωνικά πράγματα; Διότι ο Marx δεν ήταν προλετάριος. Ανήκε στη μικροευγενή αστική τάξη της Γερμανίας και συντηρήθηκε όχι ως μισθωτός αλλά χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Friedrich Engels, ο οποίος ήταν βιομήχανος, αλλά που διέθετε, εντούτοις, επαναστατική συνείδηση.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι αν η συνείδηση τροποποιεί ώς έναν βαθμό την κοινωνική μας κατάσταση και, από εκεί και πέρα, αν το ίδιο το υποσυνείδητο τροποποιεί ώς έναν βαθμό τη συνείδηση, άρα τη συμπεριφορά μας, άρα την κοινωνική μας κατάσταση, και αν, τελικά, όλα αυτά αλληλοδιαπλέκονται και δεν είναι τόσο απλά, όσο εγώ τουλάχιστον νόμιζα για χρόνια.

Μια άλλη σκέψη είναι μήπως εδώ υπάρχει η παλαιότερη σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται με διάφορες μορφές, ανάμεσα στο βιολογικό και το κοινωνικό. Στον χώρο του στοχασμού υπήρχε μια τάση να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με βάση τους βιολογικούς παράγοντες. Πράγμα που οδήγησε στον ρατσισμό με όλες τις καταστροφικές του συνέπειες, αυτόν τον ρατσισμό που τον βλέπουμε να επανεμφανίζεται στις μέρες μας. Και από την άλλη μεριά υπήρχε η τάση να εξηγηθούν τα βιολογικά φαινόμενα με βάση τις κοινωνικές αντιλήψεις. Εδώ ίσως κάποιοι να θυμούνται τις θεωρίες και την πρακτική του Trofim Lysenko, του σοβιετικού βιολόγου, ο οποίος θέλησε να επιβάλει στη βιολογία κοινωνικές αντιλήψεις και νόρμες, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλο πλήγμα η σοβιετική –τότε– γεωργία.

Ανέφερα όλα τα παραπάνω για να καταλήξω στα λεχθέντα και μη λεχθέντα. Διότι και εδώ έχουμε μια έκφραση του διπλού ή μάλλον του πολλαπλού της συνείδησης. Τα λεχθέντα απορρέουν από τη συνείδηση, είτε την ορθή, είτε την ελλιπή, είτε και την ψευδή. Τα μη λεχθέντα οφείλονται είτε στον κοινωνικό έλεγχο που επηρεάζει τη συνείδηση, είτε στον αυτοέλεγχο που πηγάζει από τη συνείδηση, είτε στη μη ανάδυσή τους στο συνειδητό από το υποσυνείδητο.

Η πολλαπλότητα της λογοκρισίας στα λεχθέντα
και η αναγκαιότητα των μη λεχθέντων

Νομίζω λοιπόν ότι το κατά πόσον τα μη λεχθέντα γίνονται λεχθέντα εξαρτάται από τη σχέση του υποκειμένου τους με τρεις παράγοντες: με τον κοινωνικοπολιτικό έλεγχο, με τον αυτοέλεγχο και τις εσωτερικές αναστολές, κάποτε με βιολογικούς ή παθολογικούς παράγοντες που όμως δεν μας ενδιαφέρουν εδώ. Πάντως το μη λεχθέν πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί εσωτερικά σ’ ένα από τα επίπεδα της συνείδησης. Με τη συνειδητοποίηση του κοινωνικοπολιτικού ελέγχου ή του εσωτερικού αυτοελέγχου είτε υποκύπτει σ’ αυτόν και παραμένει μη λεχθέν, είτε τον υπερβαίνει, αποκτά εξωτερική υπόσταση, προφορική ή γραπτή, και γίνεται λεχθέν.

Αν σε αυτό το σημείο μπούμε στον χώρο της λογοτεχνίας, θα δούμε ότι εκεί τα μη λεχθέντα εξαρτώνται και από έναν άλλο παράγοντα, ο οποίος, συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον κοινωνικό έλεγχο: πρόκειται για την αντίληψη που επικρατεί σε κάθε λογοτεχνική σχολή. Για παράδειγμα, το ρομαντικό και το σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα, που και τα δύο εξιδανικεύουν κάτι. Ο μεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξιδανίκευε τον θετικό ήρωα, ο οποίος, υποχρεωτικά, έπρεπε να είναι ο τελειότερος των ανθρώπων, και η αισιοδοξία έπρεπε να είναι κάτι το επιβεβλημένο, το δε ρομαντικό μυθιστόρημα εξιδανίκευε τον παθολογικό, τον άρρωστο ψυχολογικά ήρωα, και η απαισιοδοξία έπρεπε εξίσου να είναι επιβεβλημένη.

Κατά την άποψή μου, πάντως, τα μεγάλα μυθιστορήματα, ανεξαρτήτως εποχής και σχολής, είναι στο βάθος όλα ρεαλιστικά. Μόνο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα φτιάχνει ήρωες που εκφράζουν τις αντιφατικότητες της ζωής, τις οποίες ούτε ο ακραιφνής ρομαντισμός ούτε και ο δογματικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός τις ήθελαν. Και ο ένας και ο άλλος ήθελαν τα πράγματα να είναι ενιαία, σύμφωνα με την αντίληψή του ο καθένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν διαβάζει πια αυτά τα μυθιστορήματα. Στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αντιθέτως, θα δείτε ότι οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ισοδύναμοι. Δεν είναι μόνο ο καλός και ο κακός. Όλοι έχουν την υπόστασή τους, γι’ αυτό και οι συγκρούσεις τους έχουν σημασία.

Ας δούμε ως παράδειγμα ένα μυθιστόρημα που το ξέρουν όλοι, τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Εδώ ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Ραγκόζιν δεν είναι ούτε ο απόλυτος καλός ο ένας ούτε ο απόλυτος κακός ο άλλος. Η σύγκρουσή τους είναι η σύγκρουση δύο πολύπλευρων υποστάσεων και όχι δύο μονόπλευρων, όπως είναι σε ένα σοσιαλ-ρεαλιστικό μυθιστόρημα που θυμάμαι, όπου οι φοιτητές οι οποίοι παρελαύνουν στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στον Στάλιν και κλαίνε, επειδή έχουν αυτή την τιμή, είναι οι απόλυτα καλοί.
Στη λογοτεχνία, δηλαδή, αυτά που δεν λες δεν τα λες, είτε για να έχεις ηρεμία με τον εαυτό σου είτε για να έχεις ηρεμία με τους άλλους. Για το θέμα αυτό, όμως, θα μιλήσω και στη συνέχεια. Εδώ, απλώς, θα ήθελα να παραθέσω μια εμβόλιμη ιστορία, η οποία, σε ό,τι με αφορά, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ και –αργότερα, όταν το ξανασκέφτηκα– να καταλάβω ποια σημασία έχουν τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα και πόσο τα μη λεχθέντα, κάποιες φορές, σώζουν, ενώ τα λεχθέντα καταστρέφουν. Ή το αντίθετο. Αλλά, κυρίως, το πρώτο.

Όταν ήμουν μικρός, είχα τη μανία να διαβάζω τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παίρναμε στο σπίτι. Πρέπει να σας πω, επειδή στην αίθουσα αυτή είμαι ο πρεσβύτερος, ότι αναφέρομαι σε ιστορίες προ, αρκετά προ του Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια μέρα, λοιπόν, διαβάζω στην εφημερίδα –τότε οι εφημερίδες έβαζαν και διηγηματάκια∙δεν ήταν τόσο «σοβαρές», ώστε να μη διαβάζονται– την εξής ιστορία: Ο μικρός, ταπεινός και φοβισμένος υπάλληλος μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και του λέει, «Είσαι ένας παλιάνθρωπος, ένα κάθαρμα, ένας ελεεινός». Παίρνει το ψαλίδι και του κόβει τη γραβάτα. Παίρνει τον κάλαθο των αχρήστων και του τον φορά καπέλο. Και φεύγει. Ύστερα από λίγο, ο σεμνός και ταπεινός υπάλληλος χτυπά την πόρτα του διευθυντή, μπαίνει μέσα δειλά δειλά και λέει, «Κύριε Διευθυντά, με συγχωρείτε. Το ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου ήταν φάρσα των συναδέλφων μου!»

Αυτό το θυμάμαι από τότε. Και όσο το έφερνα στο μυαλό μου τόσο έβλεπα τι επικίνδυνο πράγμα είναι τα λεχθέντα, αυτά τα οποία υπάρχουν μέσα μας και τα λέμε, και τι σωτηρία μπορεί να είναι τα μη λεχθέντα. Από την άλλη μεριά –εδώ δεν έχω να σας πω ένα αφηγηματικό παράδειγμα, αλλά όλοι το ξέρουμε–, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μπορούν να μας οδηγήσουν σε αντίστοιχες καταστροφές. Το να μην εκφράσεις, κάποτε, για χίλιους δυο αυτολογοκριτικούς ή έξω από εσένα λογοκριτικούς λόγους, τα αισθήματα ή τις σκέψεις σου μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφές και στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνικές καταστάσεις.

Το πρόβλημα των λεχθέντων και μη λεχθέντων, όμως, οδηγεί και κάπου αλλού. Γιατί και τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα, και τα γραφέντα και τα μη γραφέντα, έχουν έναν κοινό χαρακτήρα, έναν διπλό –και εδώ είναι δύο πράγματα– χαρακτήρα. Το ένα είναι η έκφραση του ψυχοπνευματικού κόσμου του υποκειμένου. Το άλλο δεν είναι απλώς η έκφραση του εσωτερικού κόσμου του υποκειμένου αλλά είναι και η αναζήτηση της αλήθειας, την οποία εκφράζεις είτε λέγοντάς την είτε μη λέγοντάς την. Αλλά και όταν λέμε αναζήτηση της αλήθειας, είναι και αυτό διπλό. Και όσο σκαλίζει κάποιος τα πράγματα τόσο βλέπει ότι όλα είναι διπλά.

Αυτό που λέμε αλήθεια είναι δύο πράγματα και πάλι. Από τη μια πλευρά είναι η πιστή αναπαράσταση των γεγονότων. Έχουν συμβεί, δηλαδή, κάποια πράγματα, εσωτερικά ή εξωτερικά, και τα αναπαράγεις «αληθώς», δηλαδή πιστά, οπότε λες την αλήθεια, ή τα αναπαράγεις «ψευδώς», οπότε λες ψέματα. Από την άλλη πλευρά, η αναζήτηση της αλήθειας είναι η αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, η αναζήτηση, τελικά, μιας άγνωστης και κρυμμένης έως εκείνη τη στιγμή αιτίας των πραγμάτων, όπως είναι η αναζήτηση της αλήθειας στην επιστήμη, τη φυσική, την αστροφυσική, η αναζήτηση της αλήθειας περί σύμπαντος, περί κοσμογονίας, η αναζήτηση της αλήθειας περί των ψυχικών λειτουργιών, της αλήθειας περί του πού εδρεύει η ψυχή, στην καρδιά ή τον εγκέφαλο, ή περί του αν υπάρχει ψυχή. Όλα αυτά είναι η αναζήτηση κάποιας αλήθειας και δεν έχουν σχέση με τη «φιλαλήθεια» της καθημερινής ή της κοινωνικής ζωής.

Με όλα αυτά θέλω να καταλήξω στο εξής: η διπλή συνείδηση και η διαπλοκή λεχθέντων και μη λεχθέντων, ενώ από τη μια μεριά είναι ηθικά καταδικαστέα, από την άλλη μεριά, πολλές φορές, σώζει. Πιστεύω ότι, χωρίς μια επικουρική, δεύτερη, ψευδή –έστω– συνείδηση, θα είχαμε όλοι παραφρονήσει. Χρειαζόμαστε όλοι μια επικουρική ψευδή συνείδηση των πραγμάτων, ει δυνατόν περιορισμένη και προσωρινή. Και θα ήταν ακόμη καλύτερα, ίσως και ακόμη χειρότερα, αν είχαμε επίγνωση ότι αυτή η συνείδηση περί των πραγμάτων και περί του εαυτού μας είναι ψευδής.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα μάς είναι αναγκαία, όπως αναγκαίο θα ήταν για τον σεμνό και ταπεινό υπάλληλο τα λεχθέντα που είπε να είχαν μείνει μη λεχθέντα. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, στην πολιτική ζωή και, βεβαίως, στις ατομικές μας σχέσεις. Η ειλικρίνεια, δηλαδή η πιστή και πλήρης έκφραση όσων κανείς σκέπτεται ή αισθάνεται, θεωρείται πως αποτελεί μια πράξη ηθικής συνέπειας ή ακόμα κι έναν τρόπο εσωτερικής απελευθέρωσης. Όταν όμως λειτουργεί σε βάρος της ελευθερίας και της ισορροπίας του άλλου γίνεται μια μορφή καταπίεσής του, και μαζί ακυρώνει την εσωτερική απελευθέρωση του υποκειμένου της. Τα πράγματα είναι και εδώ διπλά.

Η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων στη λογοτεχνία

Επανερχόμενος στη λογοτεχνία, θα ήθελα να προσθέσω λίγα λόγια για το πώς, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί στο πεδίο αυτό η διαπλοκή των λεχθέντων και μη λεχθέντων.

Στη λογοτεχνία υπάρχει το πρόβλημα του αν μπορείς να τα πεις όλα. Εδώ συμβαίνει το εξής: όσο πιο νέος είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα πει όλα. Θα δείτε ότι τα γραπτά των νέων έχουν τη φιλοδοξία να τα καλύψουν όλα. Να μην τους ξεφύγει τίποτα. Να αποτυπώσουν τα πάντα και να απαντήσουν για τα πάντα. Όμως, όταν κάποιος μεγαλώνει, βεβαίως και χάνει τον αυθορμητισμό του, βεβαίως και χάνει τη δροσιά του και, βεβαίως, φθείρεται, αλλά, από την άλλη μεριά, εξίσου βεβαίως, συσσωρεύει κάποιες εμπειρίες και βλέπει ότι «όλα» δεν μπορούν να ειπωθούν ποτέ. Και όπου ειπώθηκαν, τελικά, το έργο που τα αποτύπωσε αυτά τα «όλα» κάπου πάσχει. Θα μου πείτε ότι σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι, πέντε ή έξι, που το κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο Όμηρος, ο Dante, ο Shakespeare. Αυτές, όμως, είναι οι εξαιρέσεις –έστω– που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Στην αρχή της λογοτεχνικής δημιουργίας σου, λοιπόν, θέλεις να τα πεις όλα. Σιγά σιγά, όμως, βλέπεις την αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Αυτά ακριβώς τα αφαιρεθέντα είναι τα μη λεχθέντα. Πολλές φορές, δηλαδή, τα μη λεχθέντα είναι αναγκαία, ώστε να πάρουν δύναμη τα λεγόμενα μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο. Ταυτόχρονα, όμως, πολλές φορές, τα μη λεχθέντα εκφράζουν –και εδώ πάλι είναι κάτι διπλό– την αυτολογοκρισία που κάνουμε. Αφαιρούμε, δηλαδή, πράγματα, όχι γιατί βαραίνουν το κείμενο και το αδυνατίζουν, αλλά γιατί είναι επικίνδυνα είτε για τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είτε για τη σχέση που έχουμε με τους άλλους είτε, ακόμη χειρότερα, για τη θέση που έχουμε μέσα στην κοινωνία.

Από την αυτολογοκρισία, από αυτή, δηλαδή, τη λειτουργία τού εκουσίως μη λεχθέντος, κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί να απαλλαγεί πλήρως, ποτέ. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη του λόγου και, κυρίως, ανάμεσα στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημα ειδικότερα, και την ποίηση.

Το μυθιστόρημα, σε σχέση με την ποίηση, μου έχει φανεί σαν ένα ανοιχτό ειλητάριο. Το ειλητάριο είναι το «ρολό». Παλιά, έγραφαν τα έργα χειρόγραφα σε τέτοια ειλητάρια, τα οποία στις παλιές βιβλιοθήκες ήταν τυλιγμένα και έμπαιναν στα ράφια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, μου φαίνεται σαν ένα ανοιγμένο ειλητάριο που είναι μπροστά σου, το διαβάζεις, μετά το συμπτύσσεις και, τέλος, κρατάς κάτι ή και πολλά. Η ποίηση, αντιθέτως, μου φαίνεται σαν ένα κλειστό, τυλιγμένο ειλητάριο που σιγά σιγά το ανοίγεις και μπαίνεις σε αυτό.

Στην ποίηση, επομένως, ανακαλύπτεις ότι τα μη λεχθέντα είναι περισσότερα από τα λεχθέντα, ενώ στο μυθιστόρημα βλέπεις ότι τα λεχθέντα, πολλές φορές, είναι περισσότερα και ότι, τελικά, χρειάζονται και κάποια μη λεχθέντα. Για παράδειγμα, ο μαγικός ρεαλισμός, όπως αυτός της Λατινικής Αμερικής, που, αν και απολαυστικός, πολλές φορές είναι επαναληπτικός. Ένα μυθιστόρημα το οποίο αγαπώ και με έχει συνεπάρει, το Εκατό χρόνια μοναξιά του Gabriel Garcίa Ma΄rquez, μου έδωσε την εντύπωση ότι το δεύτερο μισό του είναι επανάληψη του πρώτου μισού.

Ένα ακόμη παράδειγμα: πρόσφατα που ήμουν στη Ρώμη, πήγα με φίλους και είδαμε μια πολύ ωραία παράσταση του Καλιγούλα του Camus. Αν και για το έργο είχα μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό μου, γιατί, όταν ζούσα στο Παρίσι, το είχα μάλλον διαβάσει, η πρώτη πράξη με συγκλόνισε. Είναι από τα πιο διεισδυτικά έργα. Είναι ένα έργο που, χωρίς να κάνει ρητορεία και πολιτική, κάνει καταγγελία τού τι μπορεί να είναι μια απεριόριστη δικτατορία, μια απεριόριστη τυραννία, η οποία, βεβαίως, δεν είναι πλέον του Καλιγούλα μόνο αλλά και όλων των σύγχρονων δικτατόρων. Ύστερα, όμως, ήλθε η δεύτερη πράξη, που την αισθάνθηκα ως επανάληψη της πρώτης. Εκεί ήταν τα υπερβολικώς λεχθέντα. Ο Camus τα είχε ήδη πει όλα σε μία πρώτη πράξη.

Κάποιες φορές, επομένως, χρειάζονται και στο μυθιστόρημα τα μη λεχθέντα, για να γίνει η λογοτεχνική συμπύκνωση του έργου. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτό το σημαντικό που το έχει ήδη πει ο Αριστοτέλης και εμείς το επαναλαμβάνουμε πιο απλά, θεωρώντας το κάτι τετριμμένο, ενώ είναι η υπέρτατη αρχή της τέχνης: ένα έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Διαφορετικά, δεν υπάρχει. Όπως γνωρίζετε, μάλιστα, όσοι γράφετε, το δυσκολότερο πράγμα είναι το τέλος. Το πώς να τελειώσεις κάτι.
Ένα άλλο σημείο για τα μη λεχθέντα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι και το εξής: οι συγγραφείς, ενώ στο έργο τους αφαιρούν αυτά που θα ήθελαν να πουν, αυτά που είπε ο ταπεινός υπάλληλος στον διευθυντή, γιατί το «μπλέξιμο» θα ήταν και με τον εαυτό τους και με τους άλλους, όσο ήταν και εκείνου του φουκαρά του υπάλληλου, αυτά τα αφαιρεθέντα δεν τα απορρίπτουν πλήρως. Τα αποτυπώνουν αλλού. Ο Ρίτσος πάντα μου έλεγε: «Απ’ ό,τι γράφεις πρέπει πάντα να αφαιρείς τα μισά. Αλλά να μην τα πετάς. Να τα κρατάς, γιατί αργότερα μπορεί να αντλήσεις κάτι από εκεί».

Τελικώς, τα μη λεχθέντα μπορούν να γίνουν λεχθέντα, αλλά περιθωριακώς λεχθέντα, στα ιδιωτικά κείμενα. Τέτοια κείμενα είναι οι επιστολές, κυρίως, οι οποίες απευθύνονται σε ένα μόνο πρόσωπο. Είναι άλλο θέμα αν ο παραλήπτης τις κοινοποιεί. Όμως αυτός που γράφει μια επιστολή δεν τη γράφει για να κοινοποιηθεί γι’ αυτό και εκεί βάζει μη λεχθέντα της καθημερινότητάς του. Αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει στα προσωπικά ημερολόγια των ανθρώπων, τα οποία είναι γεμάτα από μια μεγάλη σειρά μη λεχθέντων δημόσια.

Η παρουσία των μη λεχθέντων παίζει μεγάλο ρόλο και σε ένα άλλο λογοτεχνικό είδος –σε μας δεν είναι ανεπτυγμένο, αλλά σε άλλες χώρες είναι–, τις αυτοβιογραφίες. Στις αυτοβιογραφίες εμφανίζεται πληθώρα μη λεχθέντων. Ούτε και εκεί, όμως, μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, διότι τα μη λεχθέντα είναι και αυτά διπλά: είναι τα μη ειπωθέντα και τα μη γραφέντα. Κάποιες φορές, υπάρχουν ειπωθέντα που δεν γράφονται. Αλλά αυτά τα μη γραφέντα είναι ταυτόχρονα και λεχθέντα και μη λεχθέντα. Εδώ, δηλαδή, εμφανίζεται και πάλι το πρόβλημα των πολλαπλών λογοκρισιών. Διότι, όπως είπαμε, είναι πολλές οι λογοκρισίες που υπάρχουν. Είναι η εξωτερική, η εσωτερική, η ψυχολογική, η συνειδητή, η υποσυνείδητη και ούτω καθεξής.

Αλλά και η ελλειπτικότητα στην ποίηση, η οποία, στα έτη του ’30, λόγου χάρη, θεωρήθηκε βασικό στοιχείο του ποιητικού λόγου, πολλές φορές οδηγεί σε μια υπερβολή των μη λεχθέντων, σε μια υπερβολή ανάθεσης της ευθύνης στον αναγνώστη να αναπληρώσει τα μη λεχθέντα. Θα πρέπει να πούμε, όμως, ότι τα μη λεχθέντα ενός υποκειμένου δεν γίνονται εύκολα κατανοητά από τα άλλα υποκείμενα, γι’ αυτό και, πολλές φορές, δημιουργούνται παρερμηνείες και παρανοήσεις. Αυτό οφείλεται στη διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, στη διαφορετική σύλληψη των πραγμάτων από τις διαφορετικές συνειδήσεις των ανθρώπων. Διότι η συνείδηση, όσο και αν οι άνθρωποι συμπίπτουν ιδεολογικά ή πολιτικά, ευτυχώς, δεν γίνεται ποτέ μονολιθική και ενιαία. Έτσι, αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ως Α ο άλλος το αντιλαμβάνεται ως Ω, ως το αντίθετό του.

Κατά την άποψή μου, μια τέχνη που μπορεί να συλλάβει τα μη λεχθέντα είναι η ζωγραφική. Σε ορισμένα πορτρέτα ανακαλύπτεις μη λεχθέντα που δεν τα έχει πει ούτε το ίδιο το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Στις άλλες τέχνες είναι δύσκολο να γίνει, διότι, στον βαθμό που γίνεται, γίνεται για συμβολικά και όχι για πραγματικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, ειδικά στο μυθιστόρημα, βλέπεις ότι κάθε τόσο αποκαλύπτονται από τους ήρωες μη λεχθέντα. Αυτά, όμως, αφορούν τους φανταστικούς ήρωες κάποιου έργου και όχι συγκεκριμένα πρόσωπα.

Στη ζωγραφική, αντιθέτως, βλέπεις πρόσωπα και διαπιστώνεις πόσα φοβερά μη λεχθέντα είχαν. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει στη μεγάλη ζωγραφική και, κυρίως, στη ζωγραφική της Αναγέννησης. Για παράδειγμα, στον Ticiano, τον El Greco ή τον Velazquez. Όλοι αυτοί οι άγιοι ή οι συγκεκριμένοι πρίγκιπες και καρδινάλιοι τους οποίους ζωγραφίζουν έχουν ατέλειωτα μη λεχθέντα. Από τη μοντέρνα ζωγραφική, πάντως, αυτό το έχω δει πολύ χαρακτηριστικά στον Picasso. Αναφέρω ως παράδειγμα τη σειρά των πορτρέτων που έχει κάνει για την Dora Maar –Η γυναίκα που κλαίει, Η γυναίκα που γελάει–, όπου βλέπεις πάρα πολλά μη λεχθέντα.

Επανερχόμενος στον ποίηση, νομίζω ότι, τελικά, η ελλειπτικότητα του ποιητικού λόγου αντί να οδηγεί σε μια συγκινησιακή συμπύκνωση, πολλές φορές, οδηγεί σε μια ακύρωση του αφηγηματικού –δηλαδή του λεχθέντος– στοιχείου που, πάντα κατά τη γνώμη μου, είναι απαραίτητο και στον ποιητικό λόγο. Δεν υπάρχει ποίημα το οποίο μπορεί να επιβιώσει, αν δεν λέει κάτι, και αν αυτό το κάτι δεν γίνει λεχθέν. Αν λόγου χάρη ο Καβάφης επιβιώνει τόσο έντονα, είναι γιατί σε κάθε ποίημά του λέει κάτι.

Η σουρεαλιστική ποίηση, καταργώντας τους φραγμούς και τα φίλτρα, κυρίως διά της αυτόματης γραφής, ήθελε να απελευθερώσει το εγκλεισμένο στο υποσυνείδητο μη λεχθέν, ακόμα και το μη συνειδητοποιηθέν, και να τα κάνει να λεχθούν. Οι σουρεαλιστές διάλεγαν μια τυχαία λέξη από ένα τυχαίο κείμενο –ο όρος ντανταϊσμός από μια τυχαία λέξη φτιάχτηκε– και ξεκινώντας από αυτήν έγραφαν αυτοματικά, χωρίς αυτοέλεγχο και χωρίς να σταματούν σ’ ένα καθορισμένο τέρμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια σειρά από πράγματα, τα οποία λόγω του εγκλεισμού τους στο υποσυνείδητο έμεναν ανείπωτα, γίνονταν –υποτίθεται– ειπωμένα. Εντούτοις ουδείς υπερρεαλιστής ετύπωσε τα ποιήματά του σ’ αυτή την αρχική, ακατέργαστη μορφή. Για να αποκτήσουν ποιητική υπόσταση όλοι τα ξαναδούλευαν. Βεβαίως, μέσα από αυτή τη διαδικασία πολλές φορές έβγαιναν φοβερές επινοήσεις, φοβερά ευρήματα. Αλλά εάν αυτό το εγχείρημα δεν αποκτούσε αρχή, μέση και τέλος, δεν γινόταν ποίηση.

Όπως όλοι οι ποιητές της γενιάς μου, έχω περάσει και εγώ από τη γοητεία του σουρεαλισμού. Αυτή την άσκηση, αυτό το πείραμα το έκανα συστηματικά δύο φορές στη ζωή μου. Τη μία, μαζί με άλλους φίλους στην εξορία, στις αρχές των ετών ’50. Βέβαια δεν λέγαμε παραέξω πως κάναμε μια σουρεαλιστική απόπειρα γιατί εκεί ο σουρεαλισμός ήταν και ως όρος ακόμα καταδικασμένος. Την άλλη ήταν στο Παρίσι, στις αρχές του ’60, όπου νόμιζα ακόμη ότι είχα απαλλαγεί από πνευματικούς –κοινωνικοπολιτικής πηγής– καταναγκασμούς. Όμως όλα εκείνα τα γραφτά έγιναν υλικό για περαιτέρω επεξεργασία και, κυρίως, για μεγαλύτερη μετατροπή των έως τότε μη λεχθέντων σε λεχθέντα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο βλέπω την αναγκαιότητα του πλήρως λεχθέντος. Ταυτόχρονα βλέπω τη λειτουργία τού μη λεχθέντος ως συμπλήρωμα και όχι ως ακύρωση, ως υποβοήθηση και όχι ως μείωση του λεχθέντος.

Η ποίηση, βεβαίως, σε σχέση με το μυθιστόρημα έχει ένα πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές τυραννιών, δικτατοριών, καταπιέσεων και μεγάλων λογοκρισιών: με τον συμβολικό λόγο της και με τα σχήματά της, κυρίως τη μεταφορά και την αλληγορία, μπορεί να πει έμμεσα περισσότερα πράγματα από ό,τι το μυθιστόρημα, το οποίο είναι αναγκασμένο να τα πει ευθέως, οπότε υπόκειται πολύ περισσότερο στη λογοκρισία. Γι’ αυτό και θα δείτε ότι στις δικτατορίες –όχι ότι χρειαζόμαστε δικτατορίες– περισσότερο ανθεί η ποίηση παρά το μυθιστόρημα. Και τούτο, διότι η ποίηση μπορεί να «διαφύγει» περισσότερο. Όταν όμως η λογοκρισία συλλάβει τα μη λεχθέντα που περιέχουν τα λεχθέντα τότε συλλαμβάνονται οι ίδιοι οι ποιητές και κλείνονται σε κάποιο στρατόπεδο για να πεθάνουν, όπως έγινε στην τότε Σοβιετική Ένωση.

Και κάτι ακόμη. Τα μη λεχθέντα της ποίησης πολλές φορές γίνονται λεχθέντα μέσω της χρησιμοποίησης συμβόλων. Από τη στιγμή που στον λόγο υπάρχει σύμβολο, υπάρχει ταυτόχρονα και λεχθέν, το οποίο σε καλεί να ανακαλύψεις τι συμβολίζει, άρα να βρεις το μη λεχθέν. Γι’ αυτό και το σύμβολο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να σε οδηγήσει, όπως είπαμε, σε παρερμηνείες. Αλλά και το σύμβολο είναι κάτι διπλό. Είναι άλλο πράγμα ένα έργο το οποίο καταλήγει να γίνει σύμβολο –ο Οιδίποδας έγινε εκ των υστέρων σύμβολο· δεν τον δημιούργησε ο Σοφοκλής, για να φτιάξει ένα σύμβολο– και άλλο ένα σύμβολο που το παίρνεις εκ των προτέρων, για να το επιβάλεις ως έργο. Και θα δείτε ότι μια πολυάριθμη, αλλά κακή λογοτεχνία του προηγούμενου αιώνα ήταν η λογοτεχνία των συμβόλων και, κυρίως, των πολιτικοκοινωνικών συμβόλων.

Δεν σημαίνει, όμως, ότι στην ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει το αφηγηματικό και το δραματικό στοιχείο. Και στην ποίηση υπάρχει η δυνατότητα να ακούγεται και «άλλη φωνή», μόνο που τότε η ποίηση τείνει να γίνει επική, ενώ, αν θέλετε, ο νόμιμος απόγονος του έπους είναι το μυθιστόρημα. Στον προηγούμενο αιώνα, πάντως, είχαμε εκτεταμένα ποιήματα, του Ρίτσου, του Neruda και του Hikmet, με ήρωες, με διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές φωνές, αλλά παρέμεναν βαθύτατα ποιητικά. Αυτό, όμως, είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς. Στην ποίηση, άλλωστε, όλα είναι δύσκολα.

Κλείνοντας το κομμάτι της ποίησης, θα ήθελα να προσθέσω και το εξής: είναι γεγονός ότι, με βάση όσα είπαμε για τις δυσκολίες που εμπεριέχουν τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα του ποιητικού λόγου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς στην άποψη ότι καλό θα ήταν ο ποιητής να μην απευθύνεται προς κάποιο κοινό αλλά να κρατά τα έργα του «στο συρτάρι». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι. Διότι δεν υπάρχει λογοτεχνικός λόγος, αν ο δημιουργός γράφει μόνο για τον εαυτό του. Για το θέμα αυτό θα σας αναφέρω μια άλλη ιστορία, πραγματική, που παραθέτει ο Claudio Magris στο θαυμάσιο βιβλίο του Δούναβης, όπου αφηγείται την ιστορία των χωρών και των πόλεων που διασχίζει ο Δούναβης, από τη Γερμανία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα όπου καταλήγει.

Σε μια πόλη από όπου περνά ο Δούναβης, λέει ο Magris, μια πόλη της Βαυαρίας, υπήρχε ένα θέατρο ποικιλιών της εποχής. Μιλάμε για το 1700. Κάποια μέρα, παρακολούθησε στο θέατρο αυτό την παράσταση ο βαρόνος Βίλμερ, ο πλουσιότερος τραπεζίτης της Γερμανίας και αυτοκρατορικός σύμβουλος. Εκεί μαγεύτηκε από τη Μαριάννα, ένα κοριτσάκι δεκαπέντε ετών, το οποίο χόρευε, έκανε ακροβατικά, τραγουδούσε, κ.λπ. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσει ο βαρόνος τη Μαριάννα, πληρώνοντας και τον θιασάρχη και τη μητέρα της –έτσι έπρεπε, για να του τη δώσουν– και την πήρε στο μέγαρό του στη Φρανκφούρτη. Εκεί της έφερε τους καλύτερους δασκάλους της Γερμανίας, τη μόρφωσε, και η Μαριάννα, μεγαλώνοντας, έγινε η ωραιότερη, η πιο μορφωμένη και η πιο έξυπνη γυναίκα όλης της Γερμανίας. Ήξερε τα πάντα –μουσική, λογοτεχνία, φιλοσοφία– ενώ ταυτόχρονα ήταν και μια καλλονή.

Όταν η Μαριάννα έγινε είκοσι ενός ετών, ο βαρόνος την παντρεύτηκε, και όλα πήγαιναν καλά, ώσπου ήλθε ο Goethe στη Φρανκφούρτη, τη γενέτειρά του, από τη Βαϊμάρη, όπου έμενε. Ο Goethe, γνωστός γυναικοκατακτητής, όπως ξέρετε, ερωτεύθηκε τη Μαριάννα. Ομοίως, και η Μαριάννα ερωτεύθηκε τον Goethe, και ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας παθιασμένος δεσμός –επειδή η κοινωνία τότε ήταν πιο «φιλελεύθερη» από τη σημερινή, ο βαρόνος δεν στενοχωρήθηκε και πολύ–, μέχρι που ο Goethe –ήταν και αυτός σύμβουλος του ηγεμόνα– επέστρεψε στη Βαϊμάρη. Ο έρωτας, όμως, συνεχίστηκε δι’ αλληλογραφίας. Ύστερα από λίγο, ο Goethe εξέδωσε μια λυρική συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Ανατολικό και δυτικό ντιβάνι –τη λέξη ντιβάνι την πήρε από τα περσικά, και σημαίνει ποιητική ανθολογία, διότι εκεί διάβαζαν τα ποιήματα καθισμένοι σε ντιβάνια. Αμέσως χαλάει ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Όλοι λένε: «Ο νέος Goethe, η νέα φάση του Goethe, μετά τον Φάουστ, ο λυρικός, ο ερωτικός Goethe…».

Περνούν και άλλα χρόνια, και κάποτε πεθαίνει ο Goethe. Αργότερα πεθαίνει και η Μαριάννα Βίλμερ, η οποία, όμως, είχε κρατήσει το αρχείο της. Εκατό χρόνια αργότερα, κάποιος Γερμανός φιλόλογος μελέτησε αυτό το αρχείο και ανακάλυψε ότι τα ωραιότερα ποιήματα στη λυρική συλλογή του Goethe ήταν ποιήματα της Μαριάννας τα οποία του έστελνε με τα γράμματά της, και τα οποία πήρε ο Goethe και τα δημοσίευσε ως δικά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει ο Magris, η Μαριάννα δεν έχει καμία θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Διότι, για να έχεις θέση στη λογοτεχνία, πρέπει να δημοσιεύσεις, να εκτεθείς ώστε να ενταχθείς στη λογοτεχνία.

Το φαινόμενο της Μαριάννας Βίλμερ, δηλαδή το ότι έγραψε μερικά πολύ ωραία ποιήματα, έχει μόνο υπαρξιακή σημασία. Διότι αυτά τα ποιήματα δεν εντάχθηκαν με το όνομά της μέσα στη διαδικασία της λογοτεχνίας. Επομένως, μπορεί κάποιος να γράψει το αριστουργηματικότερο ποίημα, αλλά, αν αυτό μείνει «στο συρτάρι», είναι σαν να μην το έγραψε.

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν και σε μας, περιστατικά που είναι ελάχιστα γνωστά. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Μακρής, που πολύ αμφιβάλλω αν κάποιος από εσάς τον έχει γνωρίσει. Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Εγώ τον είχα δει στο Παρίσι, σε ένα μάθημα του πατέρα, τότε, της κοινωνιολογίας, του Gurvitch, στη Σορβόννη, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή ανέλυε τον Hegel. Κατά τη συζήτηση, πήρε τον λόγο ο Γιώργος Μακρής και είπε: «Κύριε καθηγητά, αυτό που αναφέρατε από τον Hegel δεν είναι στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Είναι στην Εισαγωγή της φιλοσοφίας του δικαίου, στο δεύτερο κεφάλαιο». Και ο Gurvitch έμεινε εμβρόντητος. Ο Γιώργος Μακρής ήταν ένας ωκεανός γνώσεων, σκέψεων, στοχασμών και αδιεξόδων. Αυτός ο άνθρωπος πραγματοποίησε και την πιο «ωραία αυτοκτονία» που έχει γίνει ποτέ. Ένα μεσημέρι γύρισε στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, και ο θυρωρός τον ενημέρωσε ότι έχει κάποια αλληλογραφία. Εκείνος απάντησε ότι ανεβαίνει πρώτα στο σπίτι και ότι θα κατέβει αμέσως να την παραλάβει, αλλά σε λίγο ο θυρωρός άκουσε τον γδούπο από την πτώση του.

Όλα αυτά τα περιστατικά σας τα αναφέρω, διότι φίλοι του Γιώργου Μακρή, χρόνια μετά τον θάνατό του, δημοσίευσαν ποιήματά του της περιόδου 1939-1940, τα οποία εξέφραζαν, πρωτοποριακά θα έλεγα, τη σουρεαλιστική αντίληψη για την ποίηση. Εντούτοις, τα ποιήματα αυτά δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη λογοτεχνία. Εάν είχαν δημοσιευθεί τότε, εάν τότε είχαν γίνει λεχθέντα, θα έπαιζαν ρόλο. Το ότι δημοσιεύθηκαν εξήντα χρόνια αργότερα είναι, απλώς, κάτι το συγκινητικό για όσους είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Μακρή. Εγώ ευχαριστήθηκα που τα είδα, αλλά αυτό αφορούσε εμένα και πέντε ανθρώπους ακόμη που τον θυμούνταν. Για να παίξει ρόλο το παραμικρό, πρέπει να ενταχθεί στις κοινωνικές διαδικασίες και συγκρούσεις. Διαφορετικά, ως μη λεχθέν παραμένει μια εντελώς προσωπική και άνευ γενικότερης σημασίας υπόθεση.

Συγκεφαλαίωση

Κλείνοντας το θέμα των λεχθέντων και μη λεχθέντων στα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και συγκεφαλαιώνοντας τη σύγκριση ανάμεσα στην ποίηση και το μυθιστόρημα, θα επαναλάβω ότι, σε σχέση με το μυθιστόρημα, η ποίηση είναι ένα ειλητάριο που ανοίγει, και εκεί βλέπεις ποια είναι τα λεχθέντα και ποια τα μη λεχθέντα.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης είναι η συγκινησιακή αλλά και η νοηματική της συμπύκνωση, ενώ, αντίθετα, το μυθιστόρημα πρέπει να είναι αναλυτικό και αφηγηματικό.

Μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και την ποίηση είναι ότι το μυθιστόρημα θέτει τα προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγάλο μυθιστόρημα χωρίς να θέτει προβλήματα. Από τον Balzac, τον Stendhal και τον Ντοστογιέφσκι, έως δύο εξαιρετικές μυθιστοριογράφους που έχουμε σήμερα στην αίθουσα, τη Ρέα Γαλανάκη και την Άλκη Ζέη, στα μυθιστορήματά τους τίθενται προβλήματα. Η ποίηση, αντιθέτως, αναζητεί απαντήσεις αλλά για προβλήματα και ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.

Ένας μεγάλος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, ο Georg Lukacs, είχε πει ότι η φιλοσοφία δίνει απαντήσεις, ενώ το δοκίμιο θέτει ερωτήματα. Από αυτή την άποψη, θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο, ενώ η ποίηση είναι πιο κοντά στη φιλοσοφία. Αλλά όχι τόσο κοντά, διότι η φιλοσοφία, αντίθετα με την ποίηση, δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Οπωσδήποτε, όμως, όταν μιλάμε για τα λεχθέντα και τα μη λεχθέντα στην πεζογραφία και την ποίηση, πρέπει πρωτίστως να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση, τη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό και τον λογοτεχνικό λόγο, διότι είναι δύο σφαίρες που, ενώ είναι διαπλεκόμενες, είναι ταυτόχρονα και χωριστές.

Στον καθημερινό λόγο υπάρχει το πρόβλημα της –καμιά φορά και αναγκαίας– υπερβολής λεχθέντων. Στον λογοτεχνικό λόγο, πολλές φορές, είναι αναγκαία η υπερβολή των μη λεχθέντων. Και αυτό όχι με την έννοια της αυτολογοκρισίας αλλά με την έννοια της αφαίρεσης του περιττού στοιχείου, όπως ακριβώς και στη γλυπτική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ουσία του έργου της τέχνης.


(*)
Ομιλία στο Αιγινήτειο, τη χρονιά 2011-2012 στο πλαίσιο ομιλιών με τίτλο «Ιδιότυποι λόγοι». Το κείμενο του Τίτου Πατρίκιου θα εκδοθεί με άλλα κείμενα- ομιλίες προσεχώς από τις εκδόσεις Συνάψεις  και τη Νευρολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών


--------------------------------
Πηγή: oanagnostis

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.