Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Πώς η ανταγωνιστικότητα έγινε, χωρίς να αμφισβητηθεί, μία από τις μεγάλες αρετές της σύγχρονης κουλτούρας

Κυριακή, Αυγούστου 21, 2016

Η διευρυνόμενη οικονομική ανισότητα είναι το ακαδημαϊκό θέμα της μόδας, όμως η τάση της αυξανόμενης απόκλισης πλούτου και εισοδήματος υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες. Πώς η κλιμακούμενη ανισότητα πετυχαίνει να είναι ελκυστική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;
Τα χρόνια μετά την τραπεζική κατάρρευση του 2008 άρχισε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το μοντέλο του καπιταλισμού μας δεν δημιουργεί απλώς όλο και μεγαλύτερη ανισότητα, αλλά εξουσιάζεται από τα συμφέροντα μιας μικρής μειοψηφίας του πληθυσμού. Η περίοδος μετά την κρίση γέννησε τη δική της κοινωνιολογική κατηγορία -το 1%- και πρόσφατα απέδωσε το πρώτο, σχετιζόμενο με αυτή, μεγάλο έργο οικονομικής θεωρίας, το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα του Τομά Πικετί, ένα βιβλίο αφιερωμένο στην κατανόηση του γιατί η ανισότητα συνεχίζει να μεγαλώνει.
Αυτό που προκαλεί περισσότερο θυμό αυτήν τη στιγμή δεν είναι η ανισότητα, που στο κάτω κάτω μεγαλώνει στη Βρετανία από το 1979, αλλά η αίσθηση ότι το οικονομικό παιχνίδι είναι στημένο. Αν αφήσουμε το θυμό κατά μέρος για λίγο, τίθενται δύο ερωτήματα για όσους ενδιαφέρονται για την κοινωνιολογική ερμηνεία της νομιμοποίησης. Πρώτον, πώς η αυξανόμενη ανισότητα κατάφερε να διατηρείται ελκυστική πολιτισμικά και πολιτικά για τόσο πολύ καιρό; Και δεύτερον, πώς σταμάτησε πλέον να λειτουργεί αυτό το μοντέλο νομιμοποίησης;
Από κάποιες απόψεις, η έννοια της ανισότητας δεν βοηθά εδώ. Σπάνια υπήρξε ηγέτης της πολιτικής ή των επιχειρήσεων που είπε «η κοινωνία χρειάζεται περισσότερη ανισότητα». Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες από τις πολιτικές που αύξησαν την ανισότητα από τη δεκαετία του ’70 ήταν γνωστές. Αν και είναι δελεαστικό να κοιτάξει κανείς στο παρελθόν και να νιώσει παραπλανημένος από την εποχή πριν από 2008, ήταν σχετικά σαφές τι συνέβαινε και πώς δικαιολογούνταν. Αντί να μιλούν όμως με όρους δημιουργίας περισσότερης ανισότητας, οι διαμορφωτές πολιτικής πάντα προτιμούσαν έναν άλλο όρο που στην πραγματικότητα οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: την ανταγωνιστικότητα.
Η ανταγωνιστικότητα είναι μια ενδιαφέρουσα έννοια και μια ενδιαφέρουσα αρχή πάνω στην οποία μπορεί να στηρίξει κανείς κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Όταν βλέπουμε τις καταστάσεις ως «ανταγωνισμούς» υποθέτουμε ότι οι μετέχοντες έχουν ίσες ευκαιρίες στην αρχή. Υποθέτουμε επίσης ότι προσπαθούν για τη μέγιστη ανισότητα στο τέλος. Το να απαιτούμε την «ανταγωνιστικότητα» σημαίνει να απαιτούμε οι άνθρωποι να αποδεικνύουν την αξία τους ο ένας σε σχέση με τον άλλο.
Η ανταγωνιστικότητα έχει γίνει, χωρίς να αμφισβητηθεί, μία από τις μεγάλες αρετές της σύγχρονης κουλτούρας. Θαυμάζουμε τις ανταγωνιστικές πόλεις του κόσμου, λατρεύουμε τους αθλητές επειδή νίκησαν, ανοίγουμε την τηλεόραση και παρακολουθούμε διαγωνιζόμενους να μαγειρεύουν ο ένας εναντίον του άλλου. Στην τηλεόραση, σε ριάλιτι εκπομπές ανταγωνισμού ή σε αθλητικές διοργανώσεις, η διάκριση ανάμεσα στην ανταγωνιστική ψυχαγωγία και στον καπιταλισμό διαλύεται κι αυτά ενώνονται. Γιατί να μας φανεί περίεργο στο ελάχιστο που ανακαλύπτουμε ότι σε μια κοινωνία όπου η ανταγωνιστικότητα έχει αναχθεί σε υπέρτατη ηθική και πολιτισμική αρετή δημιουργούνται αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας;
Αν δεν θέλει κανείς να πέσει σε βιολογικό απλουστευτισμό, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι πώς φτάσαμε εδώ. Για να το απαντήσουμε θα πρέπει να στραφούμε πρώτα στις ρίζες της νεοφιλελεύθερης σκέψης στη δεκαετία του 1930. Για τον Φρίντριχ Χάγιεκ στο Λονδίνο, τους ορντοφιλελεύθερους στο Φράιμπουργκ και τον Χένρι Σίμονς στο Σικάγο, ο ανταγωνισμός δεν ήταν μόνο ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά της αγοράς. Ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι αγορές ήταν πολιτικά επιθυμητές, επειδή διατηρούσαν την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των μορφών ολοκληρωτισμού και κρατικού κεντρικού σχεδιασμού, σύμφωνα με τον Χάγιεκ, ήταν το ότι αρνούνταν να ανεχθούν τον ανταγωνισμό. Έτσι, το νεοφιλελεύθερο κράτος θα οριζόταν πρώτα απ’ όλα από τη χρησιμοποίηση της κρατικής εξουσίας για την υπεράσπιση των διαδικασιών ανταγωνισμού, χρησιμοποιώντας αντιμονοπωλιακούς νόμους και άλλα εργαλεία.
Ένας τρόπος να καταλάβουμε το νεοφιλελευθερισμό, όπως κατέδειξε καλύτερα ο Φουκό, είναι ως προέκταση των αρχών του ανταγωνισμού σε όλες τις πλευρές της ζωής, με την ισχύ του κράτους να τις στηρίζουν. Η κυριαρχία του κράτους δεν υποχωρεί και δεν αντικαθίσταται από τη διακυβέρνηση, αναπροσαρμόζεται έτσι ώστε η κοινωνία να γίνεται ένα είδος «παιχνιδιού» που δημιουργεί νικητές και ηττημένους.
Η επικράτηση των θέσεων του Νόμου και των Οικονομικών της Σχολής του Σικάγου είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική συρρίκνωση του ρόλου του κράτους ως ρυθμιστής της αγοράς. Η δε θεωρία της «εθνικής ανταγωνιστικότητας» του Μάικλ Πόρτερ οδήγησε σε έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό, προς την αναζήτηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Οι δύο διαδικασίες έχουν τις διανοητικές τους ρίζες στη μεταπολεμική περίοδο, πέτυχαν όμως σημαντική πολιτική επιρροή από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά. Είναι σημαντικά συστατικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού.
Η μελέτη αυτών των φιλοσοφικών παραδόσεων καθιστά δυνατό το να δει κανείς πώς αναπτύχθηκε μια ολόκληρη ηθική και φιλοσοφική κοσμοθεωρία που δέχεται ότι οι ανισότητες είναι ένα δίκαιο και συναρπαστικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής διαδικασίας την οποία επιβλέπουν οι πολιτικές αρχές. Από αυτή την άποψη το κράτος είναι ένας μόνιμος συνεργός στην αύξηση της ανισότητας, αν και οι εταιρείες, τα διευθυντικά στελέχη και οι μέτοχοι είναι οι προφανείς ωφελούμενοι.
Αντίθετα, με βάση το έργο του Λικ Μπολτανσκί,(On Justification, The New Spirit of Capitalism, The Enrichment Economy), μπορούμε να καταλάβουμε πώς ο ανταγωνισμός, η ανταγωνιστικότητα και τελικά η ανισότητα καθίστανται δικαιολογήσιμες και αποδεκτές, διαφορετικά η παρατεινόμενη παρουσία τους στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή φαίνεται απλώς ακατανόητη.
Αυτή η προσέγγιση μας βοηθά επίσης να καταλάβουμε τι δυσλειτουργεί τα τελευταία χρόνια το οποίο θα έλεγα ότι είναι το εξής: Σε κάποια στιγμή στην ιστορία της νεοφιλελεύθερης σκέψης οι υποστηρικτές της πέρασαν από τη στήριξη των αγορών ως πεδίων ανταγωνισμού στο να αντιμετωπίζουν όλη την κοινωνία ως μια μεγάλη αρένα ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το δεύτερο μοντέλο δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στα πεδία της πολιτικής και της κοινωνίας. Η μετατροπή των χρημάτων σε πολιτική ισχύ, σε νομική δύναμη, σε μιντιακή επιρροή ή σε εκπαιδευτικό πλεονέκτημα, είναι δικαιολογήσιμη στο πλαίσιο αυτού του πιο σκληρού καπιταλιστικού μοντέλου του νεοφιλελευθερισμού. Το πρόβλημα της συγκέντρωσης μεγάλου πλούτου στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι τελικά, όπως έχει συζητηθεί τον τελευταίο καιρό, πρόβλημα ολιγαρχίας.
Επιπροσθέτως, δεν υπάρχουν πια εξωτερικές, ανεξάρτητες ή ανώτερες αρχές για να απευθυνθεί κανείς, μέσα από τις οποίες οι ολιγάρχες μπορούν να ελεγχθούν. Οι «νόμιμες δραστηριότητες» χρειάζονται άλλες εξουσίες οι οποίες να ελέγχουν τη νομιμότητά τους. Αυτή είναι η βασική αρχή πάνω στην οποία βασίζεται ο διαχωρισμός νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο ισχύει σε σχέση με την οικονομική ισχύ, αλλά αυτό είναι που έχει χαθεί.
Οι ελεγκτές, οι λογιστές, οι εφοριακοί, οι δικηγόροι, οι δημόσιοι θεσμοί, έχουν γίνει μέρος του οικονομικού ανταγωνισμού και μπορούν να αγοραστούν. Για να χρησιμοποιήσω μια αθλητική μεταφορά που αρέσει στους μεγαλοεπιχειρηματίες, είναι σαν η καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα να μην έχει αγοράσει μόνο τους καλύτερους προπονητές, γυμναστές και εγκαταστάσεις, αλλά και τους διαιτητές, και τους δημοσιογράφους. Οι θεσμοί που είναι υπεύθυνοι να κρίνουν τον οικονομικό ανταγωνισμό έχουν χάσει κάθε αυθεντία, πράγμα που μετατρέπει το όνειρο της «αξιοκρατίας» και των «ίσων ευκαιριών» (κρίσιμων ιδεών μέσα στο νεοφιλελεύθερο φαντασιακό) σε ερείπια. Μιλώντας πολιτικά αυτό είναι τόσο αποτυχία νομιμοποίησης όσο και πρόβλημα κλιμακούμενης υλικής ανισότητας.
Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση που ονομάζω «κατά το δοκούν νεοφιλελευθερισμό», κατά το δοκούν επειδή δεν λειτουργεί πια με κανενός είδους πνεύμα δικαιοσύνης και πλουραλισμού. Η προτεραιότητα γίνεται αποδεκτή ως τέτοια με κάθε κόστος. Αν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται «παράλογα», τους «ωθούμε». Αν οι τράπεζες δεν δανείζουν, φουσκώνουμε τους ισολογισμούς τεχνητά. Αν ένα νόμισμα σταματάει να χαίρει εμπιστοσύνης, οι πολιτικοί θα πρέπει να το εγγυώνται σαν να είναι απόλυτη προτεραιότητα. Αν ο κόσμος διαμαρτύρεται αγοράζουμε κανόνια νερού. Πρόκειται για ένα σύστημα του οποίου οι συνθήκες καταρρέουν διαρκώς και το οποίο οι κυβερνήσεις πρέπει διαρκώς να επισκευάζουν.
Η οργή με το 1% ( και πιο σωστά με το 0,1%), η αίσθηση ότι ακόμα και οι ευκατάστατοι μετά βίας ωφελούνται, θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτη. Έχει καθυστερήσει κιόλας. Για πολλά χρόνια έχουμε λειτουργήσει με μια πολιτισμική και ηθική κοσμοθεωρία που βρίσκει αξία μόνο στους «νικητές». Οι πόλεις μας πρέπει να είναι κορυφαίες στον κόσμο για να έχουν σημασία. Τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι «εξαιρετικά» αλλιώς φθίνουν. Είναι μια φιλοσοφία που καταδικάζει την πλειοψηφία των χωρών, των ανθρώπων και των οργανισμών στην κατηγορία των «ηττημένων». Δείχνει επίσης εντελώς ανίκανη να υποστηρίξει το αξιοκρατικό της ιδεώδες. Η ανακάλυψη ότι αν δώσεις αρκετή ελευθερία στο νικητή, τελικά θα προσπαθήσει να κλείσει το παιχνίδι υπέρ του για πάντα, θα πρέπει να θέσει εν αμφιβόλω την εμμονή μας με την ανταγωνιστικότητα. Τότε θα μπορούμε να βρίσκουμε αξία στα πράγματα άλλη από το να είναι καλύτερα από κάποια άλλα.
William Davies διδάσκει στο κολέγιο Goldsmiths του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Limits of Neoliberalism: Sovereignty, Authority & The Logic of Competition που εκδόθηκε πρόσφατα.
-------------------------------
[Πηγή]
[Τώρα που τελειώνουν οι 31οι Ολυμπιακοί αγώνες του Ριο, κι αφού πήραμε αρκετή δόση εθνικής υπερηφάνειας (που είμαστε Έλληνες κλπ.) που (πάλι) παρά την κρίση τα καταφέραμε και πήραμε 6 μετάλλια, και αφού σηκώσαμε τους «νικητές» στον ουρανό, ήρθε η ώρα να σκεφτούμε και τους «ηττημένους» και τους παρακατιανούς, διότι η ζωή συνεχίζεται αδυσώπητη...
Σπάνια βρίσκεις ένα άρθρο που ενώ μιλάει για πράγματα που νομίζεις ότι σου είναι γνωστά και λελυμένα, σε συγκλονίζει τόσο, που το τυπώνεις κιόλας, μπας και το χάσεις... και το ξαναδιαβάζεις, μια δυο και τρεις και τέσσερις φορές, το αφήνεις μερικές μέρες στην άκρη για ξεκόλλημα και μετά το ξαναδιαβάζεις και ενθουσιάζεσαι περισσότερο!
Σπάνια βρίσκεις ένα άρθρο τόσο μικρό μα συνάμα εκπληκτικά σημαντικό, που ενώ μιλάει για πράγματα που χρόνια τώρα η αριστερή σκέψη υποσυνείδητα υποψιάζεται και κάνει συνήθως λαϊκίστικες προσπάθειες να τα καταδείξει -μιλάμε για την 
«ανταγωνιστικότητα» την «αριστεία» κλπ.-, ο συντάκτης του άρθρου αυτού καταφέρνει με λίγα λόγια να αποδείξει ότι όλ' αυτά αποτελούν φενάκη και αυταπόδεικτο ψέμα στα πλαίσια του νεοφιλελευθερισμού που κυριαρχεί σήμερα!...]

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Θέλω να γράψω για δυο άλλους ανθρώπους, τον Φώτη και τον Ιγνάτη απ'το κέντρο επίπλου απέναντι απ'την ''Αγκαλιά'' - Του Γιώργου Τυρίκου-Εργά

Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2016
Θέλω να γράψω και για δυο άλλους ανθρώπους, για να μαθευτεί η ιστορία τους λίγο παραέξω έστω ένα χρόνο μετά. Θα ήταν αδικία να τη θυμούμαστε μόνο εμείς - γιατί ειλικρινά η ιστορία τους είναι ένα μικρό θαύμα καθημερινής, στεντόρειας ανθρωπιάς που όμως περνάει σιωπηλή μπροστά στη ροή των πολλών άσχημων γεγονότων και έτσι χάνεται. 

Όταν πέρυσι είχαμε την "Αγκαλιά" κοντά στο Αστυνομικό Τμήμα Καλλονής, είχαμε "γείτονες" βέβαια. 

Μερικοί από αυτούς έκλεισαν με φράχτες τα οικόπεδά τους για να μην μπαίνουν πρόσφυγες, άλλοι απλά δεν είπαν τίποτα, μερικοί μας πήραν τηλέφωνο να μας ψάλλουν πως "πρέπει να διαφυλάξουν τη περιουσία τους" - η αλήθεια είναι πως θεωρούσαν όλους αυτούς τους πρόσφυγες κάτι λίγο παραπάνω από το μέσο αρουραίο. 

Η αλήθεια, επίσης, είναι πως οι περισσότεροι "γείτονές" μας έκαναν κατά βάση υπομονή γιατί έβλεπαν τόσο τον κατατρεγμό των προσφύγων όσο και το δικό μας κόπο. Έτσι θαρρώ, έστω και με αυτόν τον έμμεσο τρόπο η γύρω κοινότητα έδειξε μια κάποιαν ανθρωπιά.

Είχε όμως δυο διαφορετικούς "γείτονες" και για αυτούς γράφω σήμερα. 

Έχουν το μαγαζί τους, ένα κέντρο επίπλου ακριβώς απέναντι από εκεί που ήταν το κατάλυμα της "Αγκαλιάς". Μπροστά από το μαγαζί έχει μια μεγάλη αλάνα, δική τους.

Από τότε που η Αγκαλιά ήταν αποθήκη ρούχων και τροφίμων ο Φώτης πάντα πεταγόταν να δει τι σκαρώνουμε, πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει. Όταν όμως η αποθήκη έγινε κατάλυμα, τα πράγματα φάνηκε πως θα δυσκόλευαν στις σχέσεις μας. Εκατοντάδες άνθρωποι σε φουρνιές ερχότανε και γέμιζαν την Αγκαλιά αλλά και την αλάνα μπροστά από το μαγαζί του. Έμεναν εκεί και κοιμόντουσαν, έστρωναν σακατεμένοι να πάρουν μια ανάσα και όσο και να καθαρίζαμε εμείς - λέρωναν. 

Ο Φώτης δε μιλούσε και λέγαμε πως σε κάποια στιγμή θα αντιδράσει - είχε φορές που δεν μπορούσε καν να ξεφορτώσει φορτηγά με εμπόρευμα από Αθήνα με μπλόκαρισμένο ο,τι χώρο είχε μπροστά το μαγαζί του σχεδόν όλη μέρα - πόσο ακόμα για πάρκινγκ για τους πελάτες τους. 

Και ποιός να ένιωθε άνετα να έρθει να ψωνίσει με τόσο ταλαίπωρο κόσμο παντού (μα παντού!). 

Μα ο Φώτης και ο αδερφός του Ιγνάτης δεν μίλησαν ποτέ άσχημα. Αντίθετα θα σας πω ακριβώς τι έκαναν. 
Κάθε πρωί, μπροστά από το μαγαζί τους μέχρι περίπου τις έντεκα είχε σκιά. Εκεί φώναζαν τα γυναικόπαιδα να στρώσουν και να καθίσουν. Καθάριζαν τον χώρο τους και τα γύρω χωράφια μόνοι. Βοηθούσαν να μοιράζουμε το φαγητό. Μας έπαιρναν τηλέφωνο όποτε γινόταν κάτι παράξενο, κάποιος καυγάς ή όταν ερχόταν άνθρωποι πολλοί και ταλαιπωρημένοι και εμείς δεν ήμασταν εκεί. 

Σε κάποια στιγμή νιώθαμε πως έχουμε δυο πλήρη μέλη της "Αγκαλιάς" άνα πάσα στιγμή στο χώρο. Μια μέρα η Κατερίνα είδε ορισμένες γυναίκες να έχουν απλώσει ρούχα πάνω στα έπιπλα-δείγματα που είχε ο Φώτης έξω στην αλάνα. Με επίφαση είπε να μην το κάνουν αυτό γιατί αυτή τελικά είναι μια επιχείρηση που πρέπει να σεβόμαστε. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν βγήκε έξω ο Φώτης και είπε στην Κατερίνα πως ο ίδιος άφησε τις γυναίκες να απλώσουν εκεί ρούχα "που να τα απλώσουν, καλοκαίρι, είναι θα στεγνώσουν γρήγορα". 

Οι χιλιάδες που πέρασαν έκαναν και ζημιές, στο σύστημα πυρόσβεσης αλλά και σε κάτι καλώδια. Και τα δυο αδέρφια ήταν ανένδοτα να μην πληρώσουμε από την Αγκαλιά τις ζημιές : "μικροπράγματα" έλεγαν. 

Δεν θα ξεχάσω όσο ζω, που δεν είχαν τον μπελά πάνω από το κεφάλι τους αλλά όταν έρχονταν ξένοι δημοσιογράφοι, εθελοντές, ακαδημαϊκοι να μας μιλήσουν, μας έβαζαν να καθήσουμε έξω από το μαγαζί τους στη σκιά και μας έφερναν κάτι να πιούμε. 

Να καθίσω να γράψω πόσες φορές έχω δει το Φώτη ή τον Ιγνάτη να δίνουν κουράγιο, να προσανατολίζουν τους πρόσφυγες. Αγόραζαν και πραγματάκια χρήσιμα, λάστιχο πλυσίματος, λεκάνες, μικροπράγματα που έπεφτε στην αντίληψή τους ότι ήταν αναγκαία. Οταν βλέπαμε κατι που δεν είχαμε αγοράσει εμείς, ξέραμε από που μάλλον προήλθε. 

"Το μόνο που με δυσκολεύει είναι η γλώσσα" έλεγε ο Ιγνάτης. Ερχόταν ο κάθε προσφυγας να πει το πρόβλημά του λες και οι δυο τους ήταν κάποιου είδους υπεύθυνοι! Περνούσα με το αυτοκίνητο και τους έβλεπα καθισμένους στα σκαλιά της επιχείρισης - ο Φώτης με το μαύρο γυαλί- και στα πόδια τους γυναικόπαιδα μια αλάνα ολόκληρη σε στρωσίδια, να τρώνε, να κοιμούνται, να περιμένουν το επόμενο λεωφορείο. Τότε τους φώναζα "Ε, αρχηγοί της φυλής!" και καμάρωναν. 

Γιατί το έκαναν αυτό; 

Τι τους έσπρωχνε να βοηθήσουν τόσο κόσμο, να ανεχτούν μια ανοιχτή και βέβαιη εισβολή στο χώρο τους, στην επιχείρησή τους. 

Μια εισβολή, ας την πούμε έτσι αν και ποτέ δεν την εξέφρασαν με αυτή τη λέξη, η οποία τελικά κανείς δεν ήξερε πότε θα τέλειωνε; 

Τους έκανε καλό οικονομικά; Κολοκύθια. 

Όλοι ξέραμε πως για έξη μήνες (για να τα πούμε χοντρά) είχαν πρόβλημα δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους ενώ οι πωλήσεις τους είχαν πέσει. Ο Φώτης καμιά φορά αστειευόμενος έλεγε "Να μωρέ έχουμε παρέα". 

Τους έκανε καλό η προβολή της φιλανθρωπίας τους;

 Δεν έδωσαν καμιά συνέντευξη, δεν εμφανίστηκαν σε κανένα κανάλι, δεν έγραψαν σε κανένα facebook. 

Τι τους έκανε να μην πουν λέξη και αντίθετα να είναι εκεί, ανθρώπινα παρόντες; 

Τους έχω ρωτήσει πολλές φορές. Ούτε ο Φώτης ούτε και ο Ιγνάτης είναι ρήτορες. Απλά απαντούν, "Ε, και τι να κάναμε...να οι άνθρωποι, τα μωρέλλια...". Αυτό είναι όλο. 

Όποιος δεν με πιστεύει ας ρωτήσει όποιον αστυνομικό θέλει από το Α.Τ. Καλλονής. Ποσώς με ενδιαφέρει αν θεωρήσουν μερικοί πως κάνω έμμεση διαφήμιση. Ένα χρόνο μετά νιώθουμε πολύ συγκινημένοι όταν σκεφτόμαστε στην ανθρωπιά του Φώτη και του Ιγνάτη. 

Το περασμένο Πάσχα κάναμε και στους δυο ένα μικρό συμβολικό δώρο από την Αγκαλιά. Το δέχτηκαν με απλότητα. Ο Ιγνάτης στάθηκε και μου είπε πριν φύγω : "Ρε Γιώργο κάθομαι και σκέφτομαι ώρες ώρες τι να γίνονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πέρασαν από εδώ". Τους έχει έγνοια, μου είπε πως κάθεται και κοιτάει απέναντι την πλέον άδεια αποθήκη και αναρωτιέται αν όλο αυτό που έγινε, έγινε στ'αλήθεια. Έγινε παιδιά. 

Και ο Φώτης και ο Ιγνάτης στάθηκαν πολύ όμορφα, υπάρχουν, είναι συντοπίτες μας με σάρκα και οστά και ίσως λίγη ψυχή παραπάνω. 

Τι κουράγιο μας δίνει αυτό, δε λέγεται.

Γιώργος Τυρίκος-Εργάς, 

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Για τον πατέρα μου, τον μπακάλη τον κυρ Κώστα

Κυριακή, Ιουνίου 19, 2016
►Στην ***φωτογραφία, δίπλα στον πατέρα μου είναι η μητέρα μου, η Τασία, και μετά (4τη απ'τα δεξιά) η γιαγιά μου με τις άλλες 3 αδελφές της - ο μικρός μπροστά στη Βικτώρια (γιαγιά μου), πρέπει να είμαι εγώ 4-5 χρονών υπολογίζω...

Τον πατέρα μου, τον  μπακάλη τον κυρ Κώστα, τον θυμάμαι πολύ συχνά παρόλο που έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια απ'τον θάνατό του: ήταν το 1967, μόλις 57 χρόνων κι εγώ μόλις στα 15 μου.

Εκτός απ'το ότι του μοιάζω εμφανισιακά, νομίζω ότι κι από πλευράς χαρακτήρα τα πάντα τα οφείλω σ'αυτά που έμαθα και βίωσα κοντά του, παρά τα λίγα χρόνια που ήμασταν μαζί. Από 7-8 χρονών με καλούσε στο μπακάλικο, να τον βοηθάω λιγάκι, μιας και παρότι ηλικιακά μικρός, είχα μπόι μεγαλύτερου -και παραπάνω κιλά- και ήμουνα καλός και στην αριθμητική. Το μόνο που ήθελε από εμένα ήτανε να μ΄αφήσει στο μαγαζί να πάει στο καφενείο να παίξει καμιά κολτσίνα, έτσι για ένα λουκούμι, να ξεσκάσει. Μου έλεγε θα παίξεις μια ώρα μπάλα και μετά θ έρθεις στο μαγαζί. Πολλές φορές αργούσα να πάω και τότε μου τις ...έβρεχε με χτύπαγε πολύ. Όταν γίνονταν αυτό, πονούσα βέβαια σωματικά λιγάκι, αλλά ήξερα ότι σε λίγο θα μου αγόραζε μπουγάτσα ή ντόνατς... Τελικά όταν συνέβαινε αυτό, πιο πολύ στεναχωριόμουν που έβλεπα τον πατέρα μου να έχει τύψεις και λιγότερο με τον δικό μου πόνο.

Η τιμιότητά του και η συμπόνοια του προς τους κακοπληρωτές πελάτες - υπήρχε τότε μεγάλη φτώχεια ακόμη-  ιδιαίτερα στους λιμενεργάτες του παλιού Λιμεναρχείου τότε, ήταν φοβερή. Μου έλεγε π.χ. όταν θα' ρθει η κυρά Ελένη κι εγώ λείπω, μην την δόσεις τίποτα, μας χρωστάει πολλά. Κάποια φορά να'σου έρχεται η κυρα Ελένη και μου ζητάει εκατό δράμια ζάχαρη και 2 δραχμές καφέ. Παω στον πατέρα μου που ήταν στο γραφείο και του λέω στο αυτί τα καθέκαστα και μου απαντάει: "και βέβαια να της τα δόσεις, ε όχι να της κόψουμε και τον καφέ"!
Πέθανε μόνος του μεσα στο μαγαζί του από έμφραγμα αβοήθητος. Εγώ έδινα εκείνη την ώρα εξετάσεις στα αγγλικά στο φροντιστήριο Μαργαρίτη. Είχε ζάχαρο και προβλήματα με την καρδιά. Η μάνα μου του λεγε πήγαινε να κοιταχτείς στον γιατρό, δεν προσέχεις καθόλου την υγεία σου, μα τότε ο κόσμος δεν προλάβαινε για τέτοια, το κύριο ήταν η δουλειά, το μαγαζί, τα βερεσέδια.... Στην τσέπη του βρήκαμε μόνο ένα 500ρικο μετρητά, δεν μας έφτανε για την κηδεία του, βοήθησε ο θείος Γιώργος. 

Τα βερεσέδια στο μαγαζί ήταν τότε 100.000 δραχμές, απ' τα οποία ζήτημα είναι αν πήραμε το 1/10 -και με φοβέρα δικηγόρου παρακαλώ.
Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πως θα μπορούσα βιβλίο ολόκληρο να γράψω για τον πατέρα μου, γι' αυτό σταματάω εδώ. 

---------------------------------------------------------------

***  Παραθέτω ξανά, μια για μένα προσωπική και συνάμα πολύ αγαπημένη φωτογραφία, από την δεκαετία του 50, γιατί έχω νέα στοιχεία για τις εικονιζόμενες:
Αφού κοίταξαν με προσοχή την φωτογραφία οι δυο θείες μου, οι υπέρ- ενενηντάχρονες Σοφία Χατζοπούλου, μαζί με την αδερφή της Ελισάβετ (και οι 2 κόρες της Φιλίτσας Βλαχάβα, που δεν είναι στην φωτογραφία), ομού κι εν χορώ (si) αποφάνθηκαν για τα εικονιζόμενα πρόσωπα, κοιτάζοντας τη φωτογραφία από αριστερά:
►1η απο αριστερά ειναι η ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΠΛΑΓΕΡΑ (δίπλα της κάποια άγνωστη)
►3η απο αριστερά είναι η ΕΛΕΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ (είχε παιδιά την Αλεξάνδρα, Δημητράκη (δουλευε στον "Ταχυδρόμο"), Σταμάτη).
►4η από αριστερά είναι ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ,
►5η από αριστερά είναι η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΜΩΡΑΪΤΟΠΟΥΛΟΥ, μητέρα του πατέρα μου (και δίπλα της κάποια άγνωστη),
►δεξιά είναι ο πατέρας μου, τότε σε ηλικία 46-47 χρονών,
►2η δίπλα στον πατέρα μου, η μητέρα μου γύρω στα 35 υπολογίζω και τέλος
►αυτός ο μικρός, ο γεματούλης- χοντρούλης, μπροστά στη γιαγιά μου, είμαι εγώ σε ηλικία 4-5 ετών !!!

---------------------------------------------------------
Επομένως η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε το 57, με αφορμή ένα δυσάρεστο γεγονός, την κηδεία του μικρού μου αδερφού Πασχάλη, ο οποίος ήταν δίδυμος με την αδερφή μου Ρούλα, και γεννήθηκε δυστυχώς με μια αρρώστια στο αίμα -μάλλον μιας μορφής λευχαιμία-, και δεν άντεξε παραπάνω από 2 χρόνια αγώνα, μεταξύ ζωής και θανάτου. Τα κάγκελα λοιπόν πίσω είναι έξω απ'το νεκροταφείο στη Νέα Ιωνία, γιαυτό και τα μαύρα όλων και οι άσπρες μπομπονιέρες ήταν ακριβώς γιαυτό δλδ. όταν πεθαίνουν παιδιά σε μικρή ηλικία, στην κηδεία δίνουν άσπρες μπομπονιέρες..(26/9/2016)
☻Ευχαριστώ θερμά τον ξάδερφο Αντώνη και τον γιο του και ανιψιό μου Babis Moraitopoulos που μου την έστειλε.
Revisions:1)(14/7/2016), 2)(26/9/2016)

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Για τέτοιο εκφυλισμό και λίγα παίρνετε! - Του Νίκου Μπογιόπουλου

Τρίτη, Μαΐου 31, 2016
.....
    Ο ένας «θρηνεί». Αλλά ψηφίζει. Από αυξήσεις στα καύσιμα μέχρι αυξήσεις στα τηλέφωνα. 
    Ο δεύτερος «πονάει». Αλλά ψηφίζει. Από κατάργηση του ΕΚΑΣ μέχρι κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης.
    Ο τρίτος «θλίβεται». Αλλά ψηφίζει. Από την ιδιωτικοποίηση του νερού μέχρι την προκαταβολική απαλλαγή από νομικές ευθύνες των επιτετραμμένων του ξεπουλήματος. 
    Ο τέταρτος,  την ώρα που «στεναχωριέται» να ψηφίζει «κόφτες», κάνει συστάσεις στους κομμουνιστές στη Βουλή να είναι περισσότερο… μαρξιστές.       
    Ο πέμπτος, ένας από κείνους που πήρανε το 61% όχι του δημοψηφίσματος και το κάνανε 100% προδοσία, για να τιμωρήσει – όπως λέει – τους «Μένουμε Ευρώπη», ψηφίζει ανατιμήσεις στα μακαρόνια και στα εισιτήρια ΜΜΜ την ώρα που απαλλάσσει από ΕΝΦΙΑ τη Fraport.
    Η έκτη όχι μόνο δεν αισχύνεται για την αναδρομική επιστροφή του ΕΚΑΣ από τους συνταξιούχους, αλλά αποκαλεί τους γερόντους και φοροφυγάδες.
    Ο έβδομος και ο όγδοος ό,τι το βράδυ ψηφίζουν σαν «σωτήριο» και «αναγκαίο» το πρωί το καταγγέλλουν ως «αντισυνταγματικό» και «εγκληματικό».
    Η άλλη κάνει «χιούμορ» λέγοντας πως αφού αντέξαμε τα 400 χρόνια της τουρκοκρατίας, ε, θα αντέξουμε και τα 99 χρόνια της εκποίησης, που αυτή ψήφισε.
    Τέτοιο «μπρίο». Τέτοια «αστειάκια». Μόνο να: Εδώ που – ως αναμενόταν – καταντήσανε, το καλαμπούρι έλαβε τέλος.
    Τουτέστιν – κι επειδή σ’ αυτόν τον κατήφορο χωρίς πάτο τα πολλά λόγια είναι περιττά: Εκπροσωπούν ό,τι πιο χαμερπές κυκλοφορεί στο πολιτικό στερέωμα. 
    Όχι μόνο γιατί ισοπεδώνουν ακόμα και τα ερείπια που άφησαν οι προηγούμενοι.
    Όχι μόνο γιατί διογκώνουν τα βάσανα του λαού και με την ξετσιπωσιά τους«ξεπλένουν» και «δικαιώνουν» ό,τι υποτίθεται θα «έσκιζαν».
    Αλλά γιατί όλα αυτά τα προωθούν πιάνοντας στο στόμα τους ξεδιάντροπα την λέξη «Αριστερά».
    Γιατί από τις πιο βρώμικες δουλειές που επιλέχτηκαν είναι αυτή: Επιλέχτηκαν και προσφέρθηκαν για  να διασύρουν την Αριστερά.
    Ας το πάρουν χαμπάρι: Όσο κακό κι αν επιδιώκουν να προκαλέσουν στις έννοιες, στο τέλος αυτό που θα μείνει να μνημονεύεται δεν είναι η λάσπη που ρίχνουν στην Αριστερά, αλλά  ο δικός τους πολιτικός εκφυλισμός.
    Όσο κι αν μαγαρίσουν τη λέξη, όσο κι αν συκοφαντήσουν το νόημά της, η Αριστερά ήταν και θα παραμένει τέτοια επειδή δεν υπέγραψε ποτέ δηλώσεις μετανοίας.
    Η Αριστερά, το πολιτικό και ηθικό της ανάστημα,  ουδεμία σχέση έχει με «αναμορφωμένα» ανθρωπάκια που υπογράφουν μετανοιωμένα δηλώσεις Μνημονίων.
    Η Αριστερά είναι τέτοια επειδή το δικό της περιεχόμενο, της συνέπειας, τηςαπροσκύνητης στάσης, της αταλάντευτης στράτευσης με το δίκιο και την αλήθεια, προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των αγώνων επί τις θυσίες εκατομμυρίων αγωνιστών. Δεν θα τους λερώσουν αυτά τα ανθρωπάκια.
    Όσο για τα ξεπουλημένα ανθρωπάκια, το δικό τους το «βάρος» η Ιστορία θα το μετρήσει  έτσι:
    Ο μισθουλάκος των 7.000 ευρώ που παίρνουν ως αντιμίσθιο για να ψηφίζουν – βολεμένοι πια – μνημόνια,  επί τους μήνες που θα στρογγυλοκάθονται γαντζωμένοι στη βουλευτική καρέκλα.
    Για τόσο «μετράει» ο πολιτικός τους εκφυλισμός. Έτσι μετριέται το πολιτικά χαμερπέςτης ύπαρξής τους. Με τα φράγκα.  
    Αλλά και πάλι, για το έγκλημα που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν, κάθε άλλο παρά άξιος είναι ο μισθός τους. Θα έπρεπε να τους δίνουν περισσότερα.  

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Η άποψή μου για το κλείσιμο του Mega

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2016
Όχι δεν λυπάμαι, αντιθέτως χαίρομαι που κλείνει το Mega, όπως θα χαρώ αν κλείσει και το Skai ή η Eldorando στις Σκουριές!
Αυτά τα αγαπησιάρικα που διαβάζω εδώ κι εκεί ότι όσοι δεν σκέπτονται τους απλούς εργαζόμενους του σταθμού είναι σκατόψυχοι και τα τοιαύτα, τα γράφω στα παλιότερα των υποδημάτων μου. Διότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για αυτό που επιλέγει για τον εαυτόν του, την αξιοπρέπειά του, άρα και για τις πράξεις του: ποτέ δεν θα επέλεγα να εργαστώ στα ορυχεία στις Σκουριές ενάντια και κόντρα στην πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας την οποία ανήκω.

Δεν κατάλαβα δλδ. να μην κλείσουν οι Σκουριές επειδή θα μείνουν 800 άνεργοι και ας συνεχίζουν να καταστρέφουν τη φύση, να δηλητηριάζουν το νερό, να ρημάζουν το δάσος μιας ολόκληρης περιοχής; Όχι βέβαια.

Όταν η παρέα του ΜΕΓΚΑ χλεύαζε τόσο χρόνια τους άνεργους, τους απεργούς κι όλους όσους βρίσκονταν στο δρόμο ενώ συγχρόνως προπαγάνδιζαν την ευλογία των ΜΝΗΜΟΝΊΩΝ και πλειοδοτούσαν με τον αισχρότερο τρόπο υπέρ του ΝΑΙ, που ήταν έστω τα σωματεία των τεχνικών, των οπερατέρ, των δημοσιογράφων βάρδιας –όχι των μεγαλοδημοσιογράφων- να υψώσουν έστω φωνή όχι διαμάρτυρίας, έστω φωνή συμπόρευσης – συμπαράστασης;
Πουθενά τίποτα. Άκρα του τάφου σιωπή.

Εξάλλου το Μεγκα το τελειώνουν οι ίδιοι οι μεγαλομέτοχοι, τέλειωσαν πλέον οι παχιές αγελάδες -ψάχνουν να βρουν άλλες- οι οποίοι τώρα πλέον δεν το χρειάζονται.

Αυτό που χρόνια προσπαθούσαν το κατάφεραν:
το κίνημα της Αριστεράς, που τα τελευταία χρόνια των μνημονίων, -καλώς ή κακώς - κακώς όπως αποδείχτηκε - το ενσάρκωνε ο Συριζα, να το καθυποτάξουν, να το απογυμνώσουν και ηθικά να το εκμηδενίσουν για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες...

Κατέστρεψαν την Αριστερά με όχημα τον Σύριζα – ο οποίος παρεμπιπτόντως θα πουλήσει το κλείσιμο του Μεγκα οϊμέ σαν νίκη κατά της διαπλοκής!

Και μια πρόταση: μήπως να πάρουν τον σταθμό στα χέρια τους οι εργαζόμενοι, όπως με την ΕΡΤ?

Αυτά για την ώρα κι αν χρειαστεί επανέρχομαι.


Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Για τους 50αρηδες και βάλε… ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2016

Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40, 50, 60 και 70, πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.

Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαρειές παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας.

Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.

Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες του δωματίου, εκείνες τις σκούρες τις φτιαγμένες από βακελίτη.

Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα ή με… κάρβουνο, ή με θερμάστρες πετρελαίου. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.


Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ηρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το Πρώτο, το Εμπρός.

Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πρόχειρα λούνα παρκ, το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον ,το πεστίλι πέτσα βερίκοκο , το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες σε κάνα πανηγύρι.


Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο.
Τα αστικά λεωφορεία Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας;


Τα κίτρινα τρόλευ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.

Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403, τα Renault 10 ή το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.


Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.

Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.


Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περιίμεναν πελάτη. Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας.

Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.


Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια. Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.


Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.

Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».

Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια.

Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.


Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.


Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.

Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά! Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα. Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.


Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.

Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.

Οταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos) δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέττο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι.


Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλληρα για να μη φουσκώσουν.

Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.

Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .


Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.

Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει. Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.

Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι. Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.

Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.

Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.

Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και ταΆ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.

Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο, τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.


Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.

Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια.

Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.

Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας.

Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς. Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.

Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το μάτς και γυρίζαμε παπί από τη βροχή και παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν.


Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια;

Τα χρυσάνθεμα;

Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.

Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε ή στα σκαλιά παρέες παρέες, ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο, ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια, τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί, τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα , τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα ΠΑΡΘΕΝΩΝ. Αξέχαστα χρόνια.

Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα. Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. Ζήσαμε. Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.


-------------------------------------
Αλιευμένο από εδώ

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.