Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ανάκτηση εθνικής ταυτότητας ― ποιας όμως; Του Νίκου Γ. Ξυδάκη

Κυριακή, Φεβρουαρίου 16, 2014
ωγραφική: Πέτρος Ζουμπουλάκης, Αναμονή 1977
Από όποια αφετηρία κι αν ξεκινήσουμε, αναγνωρίζουμε ότι η πολλαπλώς χρεοκοπημένη Ελλάδα χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση για να επιβιώσει και να προχωρήσει. Επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους, ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής, αναπροσανατολισμό της παιδείας, ενίσχυση και εμπλουτισμό της εθνικής ταυτότητας. Ο τελικός σκοπός και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των συνομολογούμενων μεταρρυθμίσεων ασφαλώς διαφέρουν· εξαρτώνται από ιδεολογίες και ταξικές τοποθετήσεις, από τη διαπάλη για κυριαρχία. Εντούτοις, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι σχεδόν όλοι οι Ελληνες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κοινωνικής θέσης, επιθυμούν ένα κοινό ελάχιστο: να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους στον τόπο τους, εν ειρήνη, δημοκρατία και ευημερία.

Αυτό το κοινό ελάχιστο μάς οδηγεί να δούμε αφενός ποια είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον, ποιες οι σχέσεις της με εταίρους, συμμάχους, γείτονες, δανειστές, ποια η θέση της μέσα στο ιστορικό ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα. Αφετέρου, να αναρωτηθούμε για τη θέση του έθνους-κράτους σήμερα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, ιδίως τη θέση ενός μικρού έθνους-κράτους υπό το βάρος μιας μείζονος οικονομικής αποτυχίας. Διότι άλλη η αντοχή ενός ισχυρού κράτους, ακόμη και στην εποχή της ιστορικής παρακμής του έθνους-κράτους, κι άλλη η αντοχή ενός μικρού κράτους, πολύ περισσότερο μιας Ελλάδας που έχει περάσει από ποικίλα στάδια εξάρτησης και υποτέλειας.

Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν από χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’70-’80, όταν μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη άρχισε να διαπερνά τις πολιτικές πρακτικές στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως όταν κατακρημνίσθηκε το μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είδαμε σταδιακά την υποχώρηση της ισχύος των κυρίαρχων εθνών-κρατών και την ανάδυση υπερεθνικών κέντρων ισχύος, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, και νέων δογμάτων. Στον διεθνή λόγο, ακόμη και σε επίπεδο ΟΗΕ, υπερτονίστηκε η διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος αντιμετωπίστηκε ως τυραννικό, κάποτε δικαιολογημένα. Αυτή η μετάβαση περιέχει μιαν αντινομία: ο ίδιος ο ΟΗΕ υπάρχει χάρη στην επέκταση της αυτοδιάθεσης των λαών και της κυριαρχίας των κρατών. Ταυτοχρόνως η δράση διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, βοηθούσης της ραγδαίας χρηματιστικοποίησης, κατευθύνθηκε προς μια αναχαρτογράφηση των οικονομικών συνόρων και σε έναν επαναπροσδιορισμό της διάκρισης ιδιωτικού-δημόσιου στις αδύναμες χώρες όπου επενέβαιναν. 

Η κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους υποκαταστάθηκε από τη διακυβέρνηση, με όρους εταιρικού μάνατζμεντ, και η μέριμνα για πλήρη απασχόληση, για ισοπολιτεία και εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων υποκαταστάθηκε από την εταιρική ευθύνη, τις ατομικές ευκαιρίες και τη φιλανθρωπία.
Η κρίση του 2008 έδειξε τα όρια αυτής της φούσκας ανανοηματοδότησης, και κυρίως έδειξε πώς τα συκοφαντημένα έθνη-κράτη έσπευσαν να καλύψουν με δημόσιο χρήμα τις πελώριες ζημιές που προκάλεσε η ιδιωτική απληστία του χρηματοπιστωτισμού. Εδώ στεκόμαστε τώρα: με το έθνος-κράτος κλονισμένο, με την Ευρώπη σε τροχιά παρακμής ή τουλάχιστον σε αποδρομή ισχύος.

Οι Ελληνες πολίτες, ζαλισμένοι από το σοκ της πτώχευσης, αδυνατούν να βάλουν στη σκέψη τους αυτή τη διεθνή ιστορική διάσταση. Οι περισσότεροι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση μόνο στις κατεξοχήν υλικές φανερώσεις της: στα φτηνά κινέζικα προϊόντα και στις μεταναστευτικές ροές. Τα αποδέχονται, τα απορρίπτουν, τα φοβούνται. Με την κρίση είδαν επίσης τον καθοριστικά κυρίαρχο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών, των αγορών, των διεθνών καταναγκασμών. Ωστόσο σαν πολίτες εξακολουθούν να αναφέρονται στο έθνος-κράτος, σε αυτό ψηφίζουν αντιπροσώπους και ηγέτες, από αυτό προσδοκούν δημόσια αγαθά και εγγύηση του δημόσιου χώρου. Αλλωστε η ψήφος τους ή η βούλησή τους ελάχιστα ή καθόλου μπορούν να επηρεάσουν το διεθνές περιβάλλον. Κρίσιμο επίσης: δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε μια διεθνική ταυτότητα, ακόμη και στην πιο οικεία ευρωπαϊκή, εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα.

Ποια εθνική ταυτότητα όμως; Κι αυτή αδυνατισμένη είναι, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι παλαιών και καινοφανών ιδεών, νέων υλικών δεδομένων, ρευστών συσχετισμών. Αυτή η αδυναμία, η σύγχυση ταυτότητας, βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος, εφόσον αποδεχτούμε έναν βαθμό ιδιομορφίας του στο πλαίσιο της συνολικής ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι η εθνική ταυτοτική σύγχυση συνεπιφέρει μια αποφασιστικής σημασίας πτώση του ηθικού, του συλλογικού φρονήματος, αφενός· η σύγχυση, αφετέρου, υπονομεύει τη συλλογική ενότητα σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, τη συνένωση δυνάμεων την απολύτως αναγκαία εκ της συγκυρίας. Η σύγχυση αδυνατίζει και το φρόνημα και τη βούληση για ενότητα και τις υλικές προϋποθέσεις για αντιμετώπιση της κρίσης.

Ποια εθνική ταυτότητα; Η κρίση διέλυσε την αδιάφορη ισορροπία των αυτονοήτων, των ασύμπτωτων συγκρουόμενων ατομικοτήτων, του νοσηρού κορπορατισμού. Ταυτόχρονα μάς παρακινεί να ξαναβρούμε ταυτότητα, συλλογικότητα, γενική βούληση υπό νέες συνθήκες, με νέες απαιτήσεις. Ο λόγος των πολιτικών ηγετών, όσων δρουν τώρα και όσων θα αναδυθούν στο ταραγμένο εγγύς μέλλον, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Να ενώνει, να συνθέτει, να συναιρεί, να υπερβαίνει, να απορρίπτει και να ξεδιαλέγει, να επικοινωνεί διαρκώς αμφίδρομα με τους πολίτες, να υποκινεί διαρκώς τις ποικίλες ομαδώσεις τους προς προωθητικές συνθέσεις. Το φρόνημα ενός έθνους, η ηθική δύναμη ενός λαού, η επαναφορά της συλλογικότητας, η ανασυγκρότηση του δημοκρατικού κράτους, είναι τα πολυτιμότερα όπλα για αντιμετώπιση της δεινής δοκιμασίας, για να διασχίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα της χρηματοπιστωτικής πατρωνίας και της ολιγαρχικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ακέραιοι και αναγεννημένοι. Πολίτες και πρόσωπα, όχι καταναλωτές και νεοπληβείοι.

--------------------------
Πηγή:vlemma

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

"ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ" - Τελευταία συλλογή διηγημάτων Του Γιάννη Τσίγκρα

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2014

"ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ" - Τελευταία συλλογή διηγημάτων Του Γιάννη Τσίγκρα
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Τσίγκρα με τίτλο "ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ", είναι από σήμερα γεγονός. Όσοι γνωρίζουν τον συμπολίτη μας συγγραφέα και ποιητή, γνωρίζουν την αυθεντικότητα, την -σχεδόν παιδική- ευαισθησία του και το τεράστιο ταλέντο του. Γι' αυτό όλοι, νομίζω, είμαστε ευγνώμονες, που μας προσφέρει τώρα την τελευταία του δουλειά.  

Μάλιστα το βιβλίο το διαθέτει ο συγγραφέας ελεύθερα για κατέβασμα σε όλους από εδώ.

Σήμερα αναδημοσιεύω -έτσι για γνωριμία- ένα από τα 19 διηγήματα της συλλογής, -από τα λίγα που πρόλαβα ήδη να διαβάσω- που μου άρεσε ιδιαίτερα, του οποίου τον τίτλο, δανείστηκε η συλλογή.
Επιφυλάσσομαι σε μεταγενέστερο χρόνο να κάνω την βιβλιοκριτική μου.
 (Αποστόλης Μωραϊτόπουλος 14/2/2014)


********
  
ΕΝΑ ΒΙΟΥ ΜΑΣΤΕΡ ΧΩΡΙΣ ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΝΑΝΟΥΣ
                                                                              
-Στη δεκαετία του ’55 – ’65, η συνοικία Νεαπόλεως χωριζόταν σ’ ανατολικό και δυτικό τμήμα, από τη σιδηροδρομική γραμμή του μικρού τρένου, που κουβαλούσε κοκκινόχωμα, από τους πρόποδες της μαγούλας Παλατάκι, στο εργοστάσιο τουβλοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα. Δέκα με δεκαπέντε βαγονέτα κωνικά και μια ατμομηχανή που χωρούσε ένα καρβουνισμένο πενηντάρη, ξερακιανό με περισσότερες της μιας ιδιότητες: μηχανοδηγός, ρυθμιστής της κυκλοφορίας στην οδό Λαρίσης, όταν μ’ ένα κόκκινο σημαιάκι κατέβαινε απ’ το όχημα του, σταματώντας ποδήλατα και μηχανάκια και φορτηγά που είχαν τη μούρη του δράκου με τον οποίο πολέμησε ο Μεγαλέξανδρος.


      -Κι ακόμη μπόγιας γίνονταν για μας, όσοι τρέχαμε πλάι, πηδούσαμε από βαγόνι σε βαγόνι ή, όλοι μαζί, τραβώντας από το τελευταίο σίδερο, σταματούσαμε το συρμό. Μας κυνηγούσε τότε με τη λαβίδα του υψωμένη, ασθμαίνοντας και βρίζοντας, ανάμεσα στα βούρλα και τ’ αλμυρίθια, εκεί στις ‘αλατιέρες’ ή ‘τηγανάκια’ – τα αρχαία έλη της Δημητριάδας. Τεράστια τετράγωνα επίπεδα, ορισμένα από νεραύλακες, άσπριζαν μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Λίγα χρόνια πριν, γέμιζαν από αλατάδες που, ξύνοντας την επιφάνεια τους, συγκέντρωναν το φθηνό άρτυμα του, λιτού τότε, πιάτου σε μεγάλους σωρούς. Αργότερα, το ελληνικό μονοπώλιο σταμάτησε τη χρήση των χώρων και οι αλατιέρες μπαζώθηκαν από τα υλικά των γκρεμισμένων από τους σεισμούς σπιτιών. Ανάμεσα σε χώματα και τσιμέντα έβλεπες κορμούς φοινικιάς, προφυλακτήρες αυτοκινήτων, αετώματα και κόρες πήλινες, τετράγωνους πεσσούς. Ακρίδες με κόκκινα φτερά  τινάζονταν ψηλά, στις μικρές χειμερινές λακκούβες, οι γυρίνοι στριφογύριζαν. Από την δυτική πλευρά έρχονταν η μυρωδιά της κράμβης και του καμπίσιου χιονιού ως την Άνοιξη που γέμιζε ο τόπος παπαρούνες και ασφοδέλους.


      -Το σπίτι μας, χτισμένο στο σχέδιο Παρασκευόπουλου, με πολλά μικρά δωμάτια και σινάζια, με περισσότερο σίδερο και λιγότερο μπετόν, ήταν απ’ τα  πρώτα  που χτίσθηκαν στην περιοχή. Στο βάθος μιας μικρής αυλής με κυδωνιές, φτούρο και τριαντάφυλλα, είχαμε, καλού – κακού, στήσει και μια παράγκα. Οι τοίχοι, διπλή σειρά καλαμιών, άντεχαν περισσότερο από βαρύτερες κατασκευές στις δονήσεις. Ευτυχώς δεν χρειάσθηκε. Έγινε κατά καιρούς, αποθήκη σταριού, χοιροστάσιο, δωμάτιο ενοικιασμένο, αίθουσα ( για ένα δίμηνο) της α και β τάξης του περιφερόμενου 23ου Δημοτικού Σχολείου, αποθήκη χλωρίνης και εδωδίμων. Ο πατέρας είχε ανοίξει μπακάλικο. Διαμόρφωσε κατάλληλα ένα δωμάτιο του μεγάλου σπιτιού. Αριστερά στοιβαγμένα σακιά με όσπρια, δεξιά τα ράφια, κουτάκια με μπογιές, ελιές ξυδάτες,. Στον μεγάλο πάγκο, πίσω απ’ τον οποίο καθόταν συνήθως η μητέρα, η στραβή ζυγαριά με τα στρογγυλά βαρίδια της οκάς και των δραμιών. Απ’ το ταβάνι κρέμονταν μαύρες και αποτελεσματικές μυγοπαγίδες.



      -Η πρώτη χήνα ανέβηκε λίγο ψηλότερα, πέρασε πάνω από τους ταύρους, το ‘χούι’ αποφεύγοντας των εκδοροσφαγέων. Βοήθησε μ’ ένα πλατάγισμα  των φτερών της να φανερωθεί η φαλάκρα της Αντριάννας, την ώρα που έπλενε στη Μπουρμπουλήθρα, κοιλίτσες και ‘μπουμπάρια’. Η Αντριάννα είχε επιβάλει τον τραβεστισμό της σε ένα σινάφι ανδροπρεπέστατο. Μαύρο φόρεμα και κόκκινες γαλότσες, σε τριχωτές φορούσε γάμπες και την Κυριακή, στην εκκλησία, μελιτζανί ταγέρ. Την είχαν αποδεχθεί οι τρεις – τέσσερις πρώτες γειτόνισσες του Συνοικισμού Αναπήρων, έτσι επίσημα ονομάζονταν το ανατολικό τμήμα της Νεάπολης. Σχεδίαζε  τον τρόπο του κεντήματος τόσο καλά που ακόμη κι αν ξένιζε η νοηματική γλώσσα , επειδή κωφάλαλη εμφανίσθηκε και χάθηκε αργότερα, ακόμη κι αν δεν καταλάβαιναν τι ήθελε να πει, μιλώντας εκεί στις αυλές με τα ρόδινα και τα θαλασσιά αλμυρίθια, έπιαναν τη βελονιά. Και της πρόσφεραν κολοκυθόπιτα  με σαλιγκάρια τηγανητά ή – μια βροχερή σχόλη – άνοιγαν δίπλα της το παράθυρο, ενώ ανέπνεε ήρεμη στην κρηπίδα  και της χαμογελούσαν.
           

-Η δεύτερη χήνα πετούσε πιο αριστερά. ( Μετακίνησα το γήπεδο που βρίσκονταν μπροστά στου Γιακόπουλου το σπίτι, βορειοδυτικά, όπως ο Ελ Γκρέκο το νοσοκομείο του Τολέδο, για να φανεί το καφενείο του Τάκου).

                                                             
-…πάνω απ’ την αυλή του Αντώνη του Κυδωνιέως. Ο Αντώνης βαριεστημένα την κοίταξε, ύστερα συνέχισε ένα μονόλογο στον αέρα, διακοπτόμενος από τα σφυρίγματα  και τους βόγκους των αυτοκινήτων της Εθνικής Οδού, που περνούσε μπροστά από το σπίτι του. Συνήθως δεν μιλούσε παρά για το τέλος μιας ιστορίας που άρχισε στην παραλία της Σμύρνης με τον ίδιο τρόπο που άρχισαν  χιλιάδες ιστορίες προσφύγων και κατέληξε εδώ, στη βεραντούλα του μικρού σπιτιού, με μουσική υπόκρουση τα τραγούδια του γουρίλα του Καζαντζίδη που άκουγε με τις ώρες η χοντρο Ευθυμία η κόρη του, τραγούδια που τον ενοχλούσαν αφόρητα, όσο κι ο γείτονας του, ο Νίκος ο Παχής. Ο τελευταίος δεν τον ενοχλούσε απλώς, αφαιρούσε με μόνη την ύπαρξη του, την ελάχιστη ελευθερία  που απολάμβανε ο παραπληγικός πρώην τρόφιμος του Αναπλιού – αυτό είναι το μέσον της ιστορίας του. Στο Βόλο ο Αντώνης παντρεύτηκε κι έζησε ευτυχισμένα δεκαοχτώ χρόνια , έως το Ανοιξιάτικο πρωί του ’42, όταν γύρισε να πάρει το ναυτικό σκούφο, επειδή έκανε ψύχρα κι ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρης, πρόλαβε να δει μια σκιά να χάνεται στο παράθυρο, έπειτα  άκουσε το τσάκισμα της ανθισμένης πασχαλιάς. Ότι ήταν Ιταλός το ‘μαθε αργότερα , το ίδιο βράδυ, λίγο πριν, κι αφού εκείνη του ομολόγησε τα πάντα, λίγο πριν αποφασίσει να σκουπίσει τον σουγιά που είχε για το μάτισμα του διχτυού πάνω στο κεντητό νυφικό τους σεντόνι, ν’ ακουμπήσει τη λάμα στη βάση του μηρού, να σπρώξει  και να τραβήξει προς τα πάνω ώσπου να φθάσει την καρδιά της.
      -Η χοντρο Ευθυμία ήταν το τρίτο παιδί από το δεύτερο γάμο  του με την τραυλή Ελένη κι ο Νίκος ο Παχής ο τιμωρός του άγγελος – επειδή, φθηνά τη γλίτωσε στις Αγροτικές Φυλακές  τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ψιλοφιγουρατζής  πηγαδάς ο γείτονας του Αντώνη, βοθροποιός, αλλά το τελευταίο δεν το ομολογούσε, με γυαλισμένο παπούτσι, λαϊκός, αισθηματίας κι ωραίος, στα νιάτα του άνδρας. Περνούσε το μικρό μονοπάτι, το παράλληλο με τον χάντακα όμβριων της Παλαιάς Εθνικής, δίμετρο, τότε, στο πλάτος, δρόμο που μ’ άσπρα αλεξήλια (παρασόλια), διέσχιζαν οι επιβάτες των κάρων τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού, περνούσε απ’ το παράλληλο με τον χαμηλό τοίχο της αυλής του Αντώνη μονοπατάκι, κρατώντας πάντα στο μέσα χέρι, έτσι για να εντυπωσιάζει, ό,τι ωραίο κουβαλούσε στην κυρά : Μια σακούλα κορκάρι, ένα σίδερο σιδερώματος  μεταχειρισμένο, έτοιμο να δεχθεί μικρά αναμμένα κάρβουνα, ένα καρβέλι άσπρο ψωμί, τη σαμπρέλα που αγόρασε μια Πρωτοχρονιά για το ποδήλατο του γιου του. Εκείνο όμως που περισσότερο πείραξε τον Αντώνη ήταν η ιστορία με την τρίτη χήνα και τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον ηγέτη της Ένωσης Κέντρου, όταν στα πλαίσια του Ανένδοτου, επισκέφθηκε τον Βόλο, μέσα σ’ ένα  μεγάλο ανοιχτό αυτοκίνητο του οποίου προπορεύονταν κι έπονταν ιππείς. Η συνοδεία πέρασε με μεγαλοπρέπεια την Εθνική Οδό, ο μισός Βόλος είδε το ίνδαλμα του και μόνο ο ριζωμένος στο σημείο αυτό Αντώνης δεν μπόρεσε να δει τίποτε, επειδή μέσα από το πλήθος που ανέμιζε σημαίες και φωτογραφίες πετάχτηκε ο Νίκος ο Παχής, ανεμίζοντας μια χήνα, τα φτερά της οποίας έκρυψαν, όχι μόνο τη μύτη του Γέρου της Δημοκρατίας αλλά και όλο το πλάνο.

      - ( Άλλαξα και τη μέρα διεξαγωγής του αγώνα παντρεμένων – ανύπαντρων, μπροστά στο καφενείο του Τάκου. Επειδή ναι μεν μπορούσαν ορισμένοι να αγνοήσουν τις Ώρες και τις σεμνές Ακολουθίες των μεγαλοεβδομαδιάτικων ημερών για το ματς, όμως κανένας, ακόμη και οι ΕΡΕτζήδες, δεν θα ‘χαναν τον θρίαμβο του Παπανδρέου. Εν πάσει περιπτώσει είναι πιο βολικό για μένα που αφηγούμαι).
αγαπητοί ακροατές, χρυσοζούζουνες κι απαλοί κλέφτες, γαιδουραγκαθ
      -Το τζουκ – μποξ να παίζει το ρολόι – κομπολόι, αγαπητοί ακροατές, χρυσοζούζουνες κι απαλοί κλέφτες, γαιδουραγκαθόσποροι, στιγματίζουν τον αέρα, καρδερινούλες  τερετίζουν. Οι φίλαθλοι στοιχηματίζουν έξω απ’ το καφενείο, δέκα στους ανύπαντρους, πέντε στους παντρεμένους. Οι ομάδες έχουν βγει στον αγωνιστικό χώρο ανάμεσα σε κότες, φουσκωμένες από τους εαρινούς ανέμους και σιδερόβεργες κάπου στη σέντρα. Ο Τάκος σέρβιρε αντσούγιες σε σωληνάρια και μισό δάχτυλο τσίπουρο. Οι καρέκλες  ήσαν όλες πιασμένες. Ακόμη και οι ποδηλάτες σταμάτησαν τη στιγμή που ο Σπυράκος, σπήκερ και διαιτητής, σφύριξε την έναρξη του αγώνα.

           
-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο :
1.Νίκος Παχής εξωφλήθη,2. Κρεμμύδας βαμβάκι 0.30 δρχ.,3. Στατελιάν πετρέλαιο 5 δρχ., 4. Σπανός σύκα ξερά  0.50 δρχ., 5.Θεσσαλονικιός  (δυσανάγνωστο), 6.Αντώνης Κυδωνιώτης κονσέρβα (δυσανάγνωστο).

            -Η τέταρτη χήνα κραύγασε δέκα μέτρα πάνω απ’ το κεφάλι του Αποστόλη του Κρεμμύδα.. Ο τελευταίος αγόραζε απ’ το περίπτερο του Χρυσικού δυο ξυραφάκια ‘Αστορ’ και τα πέρασε κάτω από το πηλίκιο. Πλάι του ο πεθερός του Καραβασίλη, ο Άγιος, χωρίς εισαγωγικά και ακυριολεξίες, διάβαζε δυνατά και συλλαβίζοντας την εφημερίδα , πριν λίγο είχε κλείσει τη Γραφή: ‘ ΙΧ αυτοκίνητο έπεσε στη θάλασσα’.

                                               
-Ο Αναστασόπουλος έτριψε το πονεμένο του γόνατο, δεν είχε ματώσει. Στο πεζοδρόμιο ακούγονταν φωνές. Ένα βεγγαλικό, μάλλον αδέσποτο, επικύρωσε το ορθόν της απόφασης του διαιτητή. Η μπάλα στήθηκε στα 11 μέτρα . Όχι μέτρα, βήματα. Ο ίδιος ο Αναστασόπουλος πήρε φόρα.

                                                           
-Την ίδια στιγμή η Πλακαρού έκανε τσιπ, τσιπ, τσιπ και οι οχτώ χήνες της, κατά τη συνήθεια τους, έτρεξαν λίγο και πάνω απ΄ το μπαξέ του Σκαφίδα απογειώθηκαν. Πετούσαν χαμηλά ως το ανατολικό τέρμα του γηπέδου όπου διεξήγετο ο αγώνας.

           
-Ο Αναστασόπουλος φυσικά αστόχησε, η μπάλα φυσικά βρήκε το κέντρο του εσμού των πουλιών, οι χήνες τινάχθηκαν δεξιά κι αριστερά. Κάποια απ’ αυτές έπεσε στα πόδια του Νίκου του Παχή που κάθονταν μόνος του στην άκρη της ομάδας των φιλάθλων.
Την άρπαξε κι έτρεξε, χώθηκε στο πλήθος που ζητωκραύγαζε μακρύτερα.

-Οι πρώτοι μας πελάτες ήσαν οι γείτονες, τα σπίτια αραιά ξεφύτρωναν στις γωνιές τετραγώνων που όριζαν χαραγμένοι χωματόδρομοι. Και οι τσιγγάνοι που έρχονταν από τις όχθες του αρχαίου Ανάβρου, τώρα τον ονομάζουμε Ξηριά.

-Ο Αποστόλης ο Κρεμμύδας άνοιξε το ξυραφάκι, κάθισε σ’ ένα παλιό ρείθρο. Μάζεψε τα μανίκια του.

 - ( Και φυσικά δεν μπορώ παρά να περάσω τον μεγεθυντικό φακό ξανά πάνω στο παλιό δεφτέρι. Ποτέ μην έχετε την εντύπωση ότι όλοι οι αναγνώστες είναι, όσο εσείς, ασκημένοι)

-Απόσπασμα από μπακαλοδέφτερο: Κρεμμύδας : βαμβάκι 0.30 δρχ.


Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Και Ο Πραξιτέλης Κάποτε Ήταν Παιδί - Του Γελωτοποιού

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014
Ερμής του Πραξιτέλη
Η μνήμη είναι αυτή που μας ορίζει ως ανθρώπους. Δίχως μνήμη είμαστε ζωντανοί, αλλά δεν έχουμε ταυτότητα.
Τα τελευταία χρόνια, μετά την e-επανάσταση, έχει επικρατήσει να θεωρούμε τον εγκέφαλο μας ως έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Έτσι υπάρχει η παρανόηση ότι οι αναμνήσεις είναι αποθηκευμένες σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου, μία-μία και ξεχωριστά, και ότι μπορούμε να τις αναπαράγουμε αναλλοίωτες, όπως μπορείς να παρακολουθήσεις ξανά και ξανά ένα βίντεο που έχεις αποθηκευμένο στον σκληρό σου δίσκο, στο φάκελο «Ολυμπιακοί Αγώνες 2004».
Ο Ίσραελ Ρόζενφιλντ, στο βιβλίο του «Η εφεύρεση της μνήμης», υποστηρίζει ότι η μνήμη είναι μια δυναμική και ολιστική διαδικασία.
Ότι δεν βασίζεται πάνω σε σταθερές εικόνες (έννοιες), αλλά σε αναδημιουργίες ή φαντασίες. Για να υπάρχει η αίσθηση της ανάμνησης φαίνεται ότι είναι απαραίτητος ένας συγκινησιακός σύνδεσμος (μια κάποιου τύπου μεταιχμιακή δραστηριότητα).
Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν.
Και στη διαδικασία αυτή συμμετέχει ολόκληρος ο εγκέφαλος, όχι μόνο οι «συγκεκριμένοι νευρώνες» όπου υποτίθεται ότι έχουν αποθηκευτεί ξεχωριστά όλες οι εικόνες-έννοιες-λέξεις-πρόσωπα-μυρωδιές-κινήσεις-μελωδίες (κλπ) που θυμόμαστε.
Καμία λέξη ή εικόνα (κλπ) δεν ανασύρεται αυτόνομα, ανεξάρτητα από άλλες λέξεις, εικόνες (κλπ).
Όταν σκεφτόμαστε την έννοια «άλογο» ή «ποδήλατο» δεν βλέπουμε τη λέξη γραμμένη ούτε μια εικόνα του Αλόγου, όπως πλατωνικά και έξω από την ανθρώπινη νόηση υποτίθεται ότι υπάρχει αυτή. Μαζί με το «άλογο» έρχονται δεκάδες και εκατοντάδες συνδεδεμένες έννοιες-εικόνες κλπ.
Άλογα υπάρχουν πολλά, «άλογο» μόνο ένα.

Μόνο οι άνθρωποι που διαλογίζονται για πολλά χρόνια υποστηρίζουν ότι μπορούν να σκεφτούν ένα «άλογο», να συγκεντρωθούν σε ένα «άλογο», χωρίς ο νους τους να παρεκκλίνει προς οτιδήποτε άλλο.
Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, αν μας ζητηθεί να σκεφτούμε ένα ποδήλατο, μπορεί να θυμηθούμε το ποδήλατο που αγοράσαμε πριν λίγους μήνες και μας έκλεψαν ή το ποδήλατο του Ντε Σίκα (που επίσης κάποιος το έκλεψε) ή το ποδήλατο που θέλουμε να πάρουμε στο παιδί μας ή το πρώτο μας ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες –καθώς και το φόβο που νιώσαμε όταν το επιχειρήσαμε για522_5_5πρώτη φορά, όταν πέσαμε, το χτυπημένο μας χέρι, τη μητέρα να μας βάζει οινόπνευμα.
Όμως και αυτή η αναβίωση του τσουξίματος που προκάλεσε το οινόπνευμα δεν είναι παρά η αναδημιουργία της ανάμνησης, προσαρμοσμένης στα νέα δεδομένα (τώρα στα παιδιά βάζουμε betadin που δεν τσούζει. Αλήθεια, τότε δεν υπήρχε;)
Θα ήταν ένα καλό πείραμα αν βιντεοσκοπούσαμε μια στιγμή από την ηλικία των 6 μας χρόνων και δεν τη βλέπαμε για 30 χρόνια. Η πραγματικότητα (καθώς και αυτό που θα είχε καταγραφεί στο βίντεο, το οποίο θα ήταν πολύ σχετικό με αυτήν αν και όχι απόλυτα πραγματικό) δε θα είχε καμία σχέση με αυτό που θα θυμόμασταν.

Αυτή τη δυναμική διαδικασία της μνήμης την αντιμετώπισα επιστρέφοντας στα μέρη όπου είχα να βρεθώ από παιδί. Ιδιαίτερα στις παραλίες όπου είχα κάνει μπάνιο μία-δύο φορές τότε -τότε που το αντιηλιακό δεν ήταν απαραίτητο (ή μήπως μας έβαζαν και δεν το θυμάμαι;)
Στο Τολό θυμόμουν μια παραλία απ’ όπου μπορούσες να δεις την Ακροναυπλία. Πράγμα αδύνατον τελικά, εκτός και αν τα τελευταία τριάντα χρόνια μετακινήθηκαν τα όρη και οι θάλασσες.
Στον Καϊάφα θυμόμουν μια λαοθάλασσα, να βουτάει στη θάλασσα. Επιστρέφοντας βρήκα ένα έρημο τοπίο, που σε τίποτα δεν έμοιαζε με αυτό που είχα στο μυαλό μου.

Από όλα όσα θυμόμουν το μόνο που έμεινε αναλλοίωτο ήταν ο ιερός χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας. Όχι αναλλοίωτο, υπερβάλω, αλλά πολύ κοντά στην εικόνα που είχα.
Το στάδιο σίγουρα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Μπήκα και έκανα έναν αγώνα με τον Τηλέμαχο. Με κέρδισε, αφού αυτός δεν καπνίζει, και τα 2Χ194 μέτρα είναι πάρα πολλά για τα μαυρισμένα πνευμόνια μου.
τρεχονταςΜετά καθίσαμε κάτω από τη παχιά σκιά ενός πεύκου στις εξέδρες και παρατηρούσαμε τους τουρίστες να κάνουν κι αυτοί αγώνες.
«Άκουγα» τη μουσική από τους Δρόμους της Φωτιάς, θυμόμουν και την ιστορία για εκείνον τον ολυμπιονίκη που μπήκε στο στάδιο με ένα μοσχάρι στους ώμους.

Ο Μίλων από τον Κρότωνα της Ιταλίας ήταν αθλητής του παγκρατίου (και μαθητής του Πυθαγόρα!). Το παγκράτιο ήταν ένα άθλημα-πολεμική τέχνη, όπου επιτρέπονταν τα πάντα: Λακτίσματα, γροθιές, λαβές, αγκωνιές, γονατιές, πάλη στο έδαφος, κάτι σαν τους σύγχρονους αγώνες πάλης χωρίς κανόνες (και χωρίς γάντια, παρακαλώ).
Τα μόνα που απαγορεύονταν ήταν το βγάλσιμο των ματιών (γιατί άραγε;), το χτύπημα στα γεννητικά όργανα (άσε που ήταν και γυμνοί) και οι δαγκωνιές (για να μην τρώνε τα αυτιά των αντιπάλων).
Ο Μίλων επινόησε την εξελικτική προπόνηση (κάπως αλλιώς το λένε αυτό). Πήρε ένα νεογέννητο μοσχαράκι και έτρεχε με αυτό κάθε μέρα στο δάσος. Το μοσχαράκι πάχαινε μέρα με τη μέρα, δυο-τρία κιλά (δεν ξέρω πόσο γρήγορα τρέφει ο ήλιος τα μοσχάρια), αλλά ο αθλητής δεν καταλάβαινε τη διαφορά, αφού κουβαλούσε το ίδιο μοσχάρι κάθε μέρα.
Έτσι, την ημέρα των αγώνων, τέσσερα χρόνια μετά, μπήκε στο στάδιο κουβαλώντας ένα μοσχάρι που μόνο οι κτηνοτρόφοι μπορούν να μας πουν πόσο περίπου ζύγιζε. Εννοείται ότι κέρδισε. Ο αντίπαλος του θα έβαλε τα κλάματα μόνο που τον είδε.
Και το άσχημο σημείο της ιστορίας: Μετά την νίκη του ο αχάριστος ολυμπιονίκης έσφαξε το μοσχάρι και το έφαγε μόνος του.

Μετά τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας είχε σειρά το μουσείο.
Εκεί μέσα νιώθεις να κόβονται τα γόνατα σου όταν βρίσκεσαι μπροστά στα γλυπτά των αετωμάτων του ναού του Δία. Ευτυχώς αυτά δεν τα πήραν οι Βρετανοί για να τα προστατέψουν από τους βάρβαρους αυτόχθονες.αετωμα
Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, δυστυχώς δεν σώζεται.
(Φαντάζομαι κάποιον αρχαιοκάπηλο να μπαίνει σε ένα αρχαίο «Αγοράζουμε χρυσό» και να κουβαλάει ένα δάχτυλο του Διός.
«Πόσα δίνεις γι’ αυτό;»
«Τρεις μνες».
«Μόνο; Αξίζει τουλάχιστον δέκα.»
«Άκου, φιλαράκι. Ή άστο ή φύγε.»)

Αλλά είναι ένα άλλο έκθεμα που σε κάνει να μένεις άφωνος.
Ο Ερμής του Πραξιτέλη, η επιτομή της ομορφιάς.

Πριν πολλά χρόνια είχα βρεθεί στη Φλωρεντία. Γοητεύτηκα από τα πρωτότυπα του Ουφίτσι, όπου μπορούσες να δεις την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι σχεδόν γυμνή μπροστά σου.

Μετά ήταν η σειρά του Δαβίδ.
imagesΤουρίστες από όλον κόσμο θαύμαζαν το αριστούργημα του Μικελάντζελο.
Αλλά εγώ χαμογελούσα και ήθελα να τους πω:
«Έχω δει το πρωτότυπο».
Ο Δαβίδ είναι υπέροχος, είναι κάτι παραπάνω από μεγαλειώδης, είναι θεϊκός. Αλλά ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι… Πως μπορείς να περιγράψεις με λέξεις κάτι τόσο τέλειο; Μάλλον ο Ερμής είναι ανθρώπινος.
Ο Μικελάντζελο έφτιαξε έναν άνθρωπο να μοιάζει με θεό. Ο Πραξιτέλης έφτιαξε έναν θεό να μοιάζει με άνθρωπο. Όχι απλώς να μοιάζει, να είναι άνθρωπος.
Να έχει στο πρόσωπο του μια αμφίθυμη διάθεση, λες και γνωρίζει το εφήμερο των θείων, σαν να ξέρει ότι οι άνθρωποι σύντομα θα πάψουν να τον λατρεύουν, σαν να διαισθάνεται την πίκρα της θνητότητας.
Ο Δαβίδ είναι αυτάρεσκος, γνωρίζει πόσο όμορφος είναι, γνωρίζει ότι θα νικήσει το Γολιάθ. Ο Δαβίδ είναι η έπαρση της Αναγέννησης.
Ο Ερμής είναι κουρασμένος, χωρίς τη λάμψη του Χρυσού Αιώνα, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν τους Ρωμαίους, αλλά αποδέχεται τη μοίρα του, στωικά, στοχαστικά. Ο Ερμής είναι το γνώθι σαυτόν της ελληνιστικής περιόδου.
Και ίσως τις μέρες που ο Πραξιτέλης σμίλευε το μάρμαρο, ο Μένανδρος να σμίλευε τις λέξεις.

Το παρελθόν οικοδομείται με βάση το παρόν… Αλλά όχι για τα παιδιά.
Για πρώτη φορά βρέθηκα ως πατέρας στο σπίτι που πήγαινα ως εγγονός. Η ρεματιά δίπλα στο σπίτι, όπου παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, μου φάνηκε ιδιαζόντως επικίνδυνη. Δεν άφηνα τον Τηλέμαχο ούτε να πλησιάσει, καθώς φανταζόμουν δηλητηριώδη ερπετά και μολυσμένα ποντίκια να ελλοχεύουν στη βλάστηση.
Κι όμως… Εμείς, τότε, την κατεβαίναμε με κοντά παντελονάκια.shorts_1952
Δεν τον άφηνα να μπει στο κοτέτσι (αν είναι δυνατόν να τον αφήσω!), όπου εμείς ξημεροβραδιαζόμασταν ψάχνοντας για αυγά.
Και το χωριό, που τότε μου φαινόταν δαιδαλώδες και μυστηριακό, μου φάνηκε πολύ… μικρό.
Ο Τηλέμαχος ήταν ενθουσιασμένος και ούτε πρόσεχε πόσο πολλή ζέστη έκανε. Αλλά, αν θυμηθώ τον εαυτό μου ως εφτάχρονο, ποτέ δεν έκανε ζέστη στο χωριό ή μάλλον, ποτέ δεν με ένοιαξε αν κάνει ζέστη. Είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ.

Για άλλη μια φορά σε αυτό το οδοιπορικό, αντιλήφθηκα ότι μόνο τα παιδιά μπορούν να «δουν» αυτόν τον κόσμο, το μικρό, ως μέγα. Εμείς, οι πατεράδες πλέον, είμαστε απασχολημένοι με άλλα πράγματα, πολύ πιο μικρά, πολύ πιο μικρά.
Τη ζέστη, την εφορία, την πολιτική κατάσταση, την οικονομική κατάσταση, την αισθητική, την καθαριότητα, την υγιεινή, τις αναμνήσεις (κλπ).
Ενώ εκείνα ασχολούνται με τα παγωτά, το παιχνίδι, τους φίλους, τα ζώα, την αγάπη (κλπ).
Για τα παιδιά το παρόν οικοδομείται με βάση το παρόν, αυτή είναι η αλήθεια.
Ενώ εμείς ζούμε χαμένοι ανάμεσα στις αναμνήσεις μας, τους φόβους μας και τις ελπίδες μας.
Χαμένοι στο χρόνο ζούμε εμείς, ενώ τα παιδιά απολαμβάνουν τη ζωή.

«Ξυπνήστε με όταν φτάσουμε στη γέφυρα», είπε ο Τηλέμαχος και εννοούσε τη γέφυρα Ρίου-images (3)Αντίρριου, για την οποία τόσα είχε ακούσει.
Έπειτα έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
Καθώς οδηγούσα και πρόσεχα για όλους αυτούς τους ηλίθιους που μπαίνουν στο αντίθετο ρεύμα, προκειμένου να κερδίσουν πέντε λεπτά, θυμήθηκα πόσο μου άρεσε να κοιμάμαι στην πίσω θέση του αυτοκινήτου, όταν κάναμε μεγάλες διαδρομές.
Θυμήθηκα και την απάντηση ενός κοριτσιού, όταν την ρωτάγανε οι «μεγάλοι» τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.
«Πάλι παιδί», έλεγε εκείνη, σαν να ήξερε πόσο ακριβά θα είναι τα διόδια στη γέφυρα.

----------------------------------
Πηγή:sanejoker.info

Εμείς που κρατάμε την ΕΡΤ ανοιχτή έχουμε δίκιο - Του Θανάση Βικόπουλου

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014
Εμείς που κρατάμε την ΕΡΤ ανοιχτή έχουμε δίκιο - Toυ Θανάση Βικόπουλου
Toυ Θανάση Βικόπουλου, δημοσιογράφου του ελεύθερου Ραδιοφωνικού Σταθμού Μακεδονίας της ΕΡΤ3 στην ενημερωτική εκδήλωση το Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στο ΑΠΘ  με θέμα: «Ανοιχτή Ελεύθερη ΕΡΤ- το Χαμένο Σήμα της Δημοκρατίας»

Το βράδυ της 11ηςΙουνίου , για να κυριολεκτώ, το ξημέρωμα της 12ηςΙουνίου 2013 έπεσα στο κρεβάτι με την ψυχή και το σώμα να μοιάζουν σε βάρος στην ασπίδα του Ηρακλή, που με τρόπο θαυμαστό περιέγραψε ο Ησίοδος στη Θεογονία. Ώρες νωρίτερα, ο πρώην βοηθός της Ρούλας Κορομηλά στο πρωινάδικο Bravissimo της δεκαετίας του ‘90, ο εκτελών χρέη κυβερνητικού εκπροσώπου, Σίμος Κεδίκογλου, ανακοίνωνε το οριστικό κλείσιμο της ΕΡΤ, χαρακτηρίζοντας ιερές αγελάδες και διεφθαρμένους χιλιάδες ανθρώπους με αξιοπρέπεια.


Σε περιόδους κρίσης κλείνω, από μικρός, τα μάτια και ονειρεύομαι ξύπνιος υποχρεωτικά ταξίδια σε άλλους τόπους και εποχές ψάχνοντας το ξεκίνημα του κακού.
Σε φάντασμα μετατράπηκα, σαν και εκείνα που πέρασαν φευγαλέα έξω από το παράθυρο του Εμπενεζίερ Σκρουτζ την παραμονή των χριστουγέννων στο εξαιρετικό παραμύθι “A Christmas Carol” του Τσάλς Ντίκενς.
1775. Πάνω από καμινάδα στο Κίρκαλντυ της Σκωτίας βρέθηκα, γλίστρησα προς τα κάτω προσέχοντας μην πατήσω τα τελευταία αποκαΐδια που τρεμόπαιζαν στο τζάκι. Ο Άνταμ Σμιθ έγραφε τις τελευταίες σειρές. Περίμενα πίσω από την πολυθρόνα μέχρι που σηκώθηκε για ύπνο αφήνοντας για καλή μου τύχη αναμμένο το κερί, μιας και, ως φάντασμα, εγώ δεν θα μπορούσα να ανάψω τίποτα. Άρχισα να διαβάζω τα γραπτά. Τρόμαξα. Είδα να ’ρχονται φωτιές, πόνος, δάκρυ, όχι γιατί σώνει και καλά το θέλησε ο ίδιος, αλλά γιατί ο λόγος του μπόρεσε να δώσει το δικαίωμα στους ιδεολογικούς απογόνους του να προσφέρουν απλόχερα φωτιές, πόνο, δάκρυ, εκμετάλλευση.
Δεν μου έφτανε το αόρατο χέρι που ρυθμίζει τους κανόνες της αγοράς. Κάποιος έπρεπε να ανοίξει το πρωί τα μαγαζιά της ελεύθερης αγοράς, κάποιος έπρεπε να ρίξει το κάρβουνο στις μηχανές του νεοφιλελευθερισμού. Ήξερα πως ο πόνος, το δάκρυ, η φωτιά έχουν συνένοχο. Έναν προδότη, ένα δεκανίκι. Άνοιξα τα μάτια.
Ξημέρωμα 12ης Ιουνίου. Δευτερόλεπτα μετά τα έκλεισα εκ νέου. Το λευκό χιόνι στην Κόκκινη Πλατεία είχε βαφτεί κόκκινο. Τρέχω δίπλα σε έναν μπολσεβίκο που με την ματωμένη λόγχη του εφορμά στο τελευταίο κάστρο της τυραννίας.
«Ήρθα σωστά;» ρώτησα , ενώ ο βοριάς μου έκοβε την ανάσα.
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Ήρθες δύο χρόνια νωρίτερα και σε λάθος τόπο».
«Πού να πάω;», ξαναρώτησα.
«1919. Βερολίνο, στο ζωολογικό κήπο και μετά δίπλα στο ποτάμι….». Αυτά είπε και χάθηκε στον καπνό της επανάστασης.
Βερολίνο!!! Το άψυχο κορμί του σπαρτακιστή Καρλ Λίμπκνεχτ βουτηγμένο στο αίμα με μία σφαίρα στο πίσω μέρος της κεφαλής. Από το ποτάμι ακούγονται φωνές, μια γυναίκα ουρλιάζει. Δευτερόλεπτα μετά σωπαίνει . Τρέχω. Το σώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ το διαμέλισαν με χτυπήματα από σφυριά και λαβές όπλων. Την χτυπούσαν με τις ώρες. Την πέταξαν νεκρή στο νερό.
«Ποιος το ’κανε;», ρώτησα ένα γερμανό εργάτη.
«Οι σοσιαλδημοκράτες του Έμπερτ. Έστειλε τα Φράικορπς να καταστείλουν την εξέγερση», απάντησε και, πριν χαθεί στο σκοτάδι, φώναξε. «Οι σοσιαλδημοκράτες το έκαναν!!! Να μην τους εμπιστεύεσαι ποτέ!!!»
Η απόφαση της κυβέρνησης να διακόψει βίαια την πολύχρονη ζωή της ΕΡΤ κατάφερε, σε πρώτη φάση, να συσπειρώσει τους εργαζομένους σε αυτήν. Ξαφνικά, άνθρωποι διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων, πεποιθήσεων, διαφορετικών απόψεων σχετικά με τη λειτουργία της ΕΡΤ πρόταξαν από κοινού τα στήθη τους ενάντια στην απόπειρα (μιας και στο επίπεδο της απόπειρας βρίσκονται) των νεοφιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατών συμμάχων τους να βάλουν τσιρότο στα στόματά μας, στο στόμα της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου.
Κύριο, πρωταρχικό ευτυχώς, συστατικό των κινημάτων, όποια κι αν είναι αυτά, όποτε κι αν γεννήθηκαν, είναι η οργή. Εκείνος, όμως, που τα καθιστά ικανά να διεκδικήσουν και να ανατρέψουν είναι ο χρόνος, η εμπειρία που αποκτούν από αυτόν, αλλά και η περιέργως έμφυτη ικανότητα να μην κοιτούν το χθες άλλων κινημάτων, καθώς το καθένα από αυτά εκφράστηκε και γιγαντώθηκε, πέθανε ή θριάμβευσε μέσα σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, που σαφώς παρουσιάζει διαφορές από τις υπόλοιπες. Άλλη η ιαχή του θρυλικού μπολσεβίκου που αντάμωσα στα ξύπνια όνειρά μου εκείνο το βράδυ, την ώρα που εφορμούσε προς τα ανάκτορα του τσάρου αλλάζοντας την παγκόσμια ιστορία, άλλη του εργαζομένου της FIAT που σηκώνει την κόκκινη σημαία δίνοντας αρχή στη Settimana Rossa.
Βασικός εχθρός κάθε κινήματος είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα ζιζάνια. “Ολοι γνωρίζουμε πως, αν δεν ξεριζώσεις την αγριάδα, κήπο καθαρό δεν βλέπεις. Στην περίπτωση της ΕΡΤ, η βιασύνη της κυβέρνησης να στήσει άρον άρον τον μεταβατικό φορέα, με τρόπο που στηρίζεται σε πλήθος παρανομιών, λειτούργησε ευεργετικά για όλους όσοι «ταμπουρώθηκαν» με πείσμα, αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια μέσα στα κτίρια. Προηγήθηκε όμως ένα παλιό βρώμικο παιχνίδι…
Αρχικά οι υπηρέτες της κυβέρνησης χτύπησαν στο λογικό:
«Δεν μπορούμε να φανταστούμε μια διάδοχη κατάσταση χωρίς εσένα. Είσαι αναντικατάστατος…».
Οι ιδεολογικά ώριμοι και πολιτικά καταρτισμένοι συνάδελφοι, όλοι εκείνοι που γνωρίζουν την φτήνια των λόγων και των πράξεων της κυβερνώσας συμμαχίας, απλώς κατέβασαν το ακουστικό. Το δεύτερο κύμα επίθεσης στόχευε στο θυμικό:
«Θα αντέξεις να περνάς έξω από το γραφείο και να βλέπεις άλλους να κάθονται στην καρέκλα σου; Και πώς θα τα καταφέρεις σε μία Θεσσαλονίκη εργασιακά κατεστραμμένη;»
O πόλεμος είχε πλέον γενικευτεί και οι όποιες προσχωρήσεις στο στρατόπεδο των δηλωσιών ή μεταμελληθέντων έδωσαν στην κυβέρνηση την ψευδαίσθηση ότι νικά. Κάτι σαν την ψευδαίσθηση νίκης που έδωσε στις στρατιές του Γ” Συνασπισμού η ομίχλη που σηκώθηκε λίγο πριν τη μάχη του Αούστερλιτς. Μόνο που όταν η ομίχλη κατακάθισε, εκείνος που χαμογέλασε ήταν ο Ναπολέων. Οι άνθρωποι που μαζεύουν κριθάρι στα μακρινά Highlands της Σκωτίας για να φτιάξουν, με όλες τις μυρωδιές της φύσης, το αθάνατο μαλτ ουίσκι λένε πως αν δεν σε πάρει ο ύπνος τον Αύγουστο δεν θα πεθάνεις ποτέ…
Ως λάσπη που δεν αντέχει την καθαρότητα του ποταμού μέσα στον οποίο κυλά και που, γεμάτη αγωνία, αναζητά την κοντινότερη όχθη για να αναπαυθεί, έφυγαν από κοντά μας, άλλοι με τύψεις, άλλοι χωρίς, όλοι εκείνοι που υποταγή δήλωσαν τον Αύγουστο στον καινούργιο πασά, καταθέτοντας αιτήσεις για ένα φορέα φάντασμα. Η υποτιθέμενη αγωνιστικότητά τους έδωσε τη θέση της στην αγωνία και την αβεβαιότητα των δίμηνων συμβάσεων, των πολιτικών υποσχέσεων, των εξευτελιστικών μισθών, κυρίως έδωσε τη θέση της στη δήλωση μετάνοιας, που, μεταξύ άλλων, ζήτησε την αποδοχή απόλυσης από την ΕΡΤ. Τα υποτιθέμενα βαριά όπλα της άλλης πλευράς πιάσαν τις τέσσερις γωνίες σε διαδίκτυο και έντυπα και, σε συνδυασμό με τον ένοχο λόγο της μνημονιακής ιδιωτικής τηλεόρασης, άρχισαν να χτυπούν ως άλλοι ελεύθεροι σκοπευτές. Με μια φτηνή επιχειρηματολογία που στόχο είχε την εκκένωση των κτιρίων, τσαλαβούτηξαν χωρίς νόημα μέχρι και στον ιστορικό και ανεπανάληπτο λόγο των Μαρξ , Λένιν και άλλων γιγάντων της ανθρώπινης διανόησης, κόβοντας κατά το δοκούν κομμάτια και πετώντας στα σκουπίδια τα υπόλοιπα κείμενα, με στόχο να μας πείσουν πως ο αγώνας μας δεν ήταν ούτε επαναστατικά ούτε στρατηγικά ορθός.
Καναλάρχες τοπικών ιδιωτικών σταθμών, κλειδαράδες, σύγχρονοι Γκοτζαμάνηδες, απόγονοι μπουραντάδων, άνθρωποι για τους οποίους εκκρεμούν δικαστικές υποθέσεις για εκβιασμούς, πρώην συνάδελφοι, μηχανικοί αυτοκινήτων που διορίστηκαν εναερίτες τεχνικοί στο νόθο παιδί της ένδοξης ΕΡΤ, κυβέρνηση, ΜΑΤ και λοιποί συγγενείς δεν πίστευαν στα μάτια τους, σαν είδαν τους ξεροκέφαλους να στήνουν, κατακαλόκαιρο, θερινό σινεμά στη Θεσσαλονίκη, που συνεχίζει μέχρι σήμερα το έργο του στην αίθουσα πολιτισμού ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τους αθηναίους συναδέλφους να κερδίζουν την αγκαλιά της νύχτας με τις συναυλίες τους στην Αγία Παρασκευή, αυτούς της Πάτρας να μην κάνουν βήμα πίσω, της Ορεστιάδας να παλεύουν για συνεχή ενημέρωση αρνούμενοι να παραδώσουν τη συχνότητα της ΕΡΑ σε ξένες γλώσσες.
Τα είχαμε καταφέρει. Αλλά ο δρόμος ήταν και είναι δύσκολος, γιατί είναι ένας δρόμος με κερί στα σκοτάδια της ψυχής.
Χρειάστηκε, και το κάναμε, να διαπραγματευτούμε με τη λογική μας και να αντιληφθούμε πως οι παλιές δομές δεν υπήρχαν πια, χρειάστηκε να συνομιλήσουμε, όσο ήταν δυνατόν, με τη βίαιη εξέγερση των συναισθημάτων μας. Χρειάστηκε να αυτοοργανωθούμε, και το κάναμε, αλλά κυρίως χρειάστηκε να σταθούμε με αξιοπρέπεια απέναντι στη νέα μορφή πάλης και λειτουργίας της ΕΡΤ, την αυτοδιαχείριση, διαχειριζόμενοι την πιο μεγάλη τραγικότητα των ιστορικών υποκειμένων, που δεν είναι άλλη από την επίγνωση του φυσικού τους θανάτου. Φορείς της ίδιας μας της φθοράς, έπρεπε και πρέπει να παλεύουμε καθημερινά με την φύση μας, που μας καλεί σε στιγμές πόνου να λυγίζουμε στη σχετικότητα του χρόνου, που μεταφράζεται στην πιθανότητα να μην είμαστε εμείς οι ίδιοι και η γενιά μας που θα απολαύσουμε τους καρπούς μιας νίκης που, πιθανόν, να έρθει πολύ αργότερα.
Η αυτοδιαχείριση στην ΕΡΤ, όπως η κάθε αυτοδιαχείριση, ακροβατεί ανάμεσα στις ίδιες της τις προσταγές και την ψυχολογία του «εγώ» των μελών της. Την ίδια ώρα που οφείλει να σεβαστεί την ψυχολογία των υποκειμένων της, να αφουγκραστεί τα «μπορώ» τους και να σεβαστεί τα «θέλω» τους, την ίδια ώρα ζητά από αυτά να κάνουν περισσότερα από όσα μπορούν και να υποτάξουν το προσωπικό «θέλω» στο συλλογικό. Ό,τι ακούτε τόσην ώρα για τον οκτάμηνο αγώνα μας, μοιάζει, όπως σας είπα στην αρχή, με ένα ταξίδι στην ψυχή με κερί στο χέρι. Κι όμως τα καταφέρνουμε. Κερδίζουμε….
Κερδίζουμε την χαμένη μας αυτοπεποίθηση, όντας υπνωτισμένοι νωρίτερα σε ένα σύστημα αξιών που δεν προήγαγε τις αξίες αλλά το μέσο.
Αλλάξαμε την προοπτική μας ως εργαζόμενοι σε ΜΜΕ. Κατεβήκαμε από το θρόνο του άθικτου δημοσίου και ανακαλύψαμε την κοινωνία, τους ανθρώπους της, τα προβλήματα και τα όνειρα της.
Παντρεύουμε, συμφωνούμε ή διαφωνούμε, το μαρξιστικό όνειρο του ασπρομάλλη γενειοφόρου Καρόλου από το Τρίερ της Πρωσίας με τις φροϋδικές απαντήσεις, τραβώντας από τον καιάδα της ιστορίας την ψυχολογία του υποκειμένου και αναδεικνύοντας τον ρόλο που μπορεί να έχει σε έναν εργασιακό χώρο όπου οι εργαζόμενοι θα αποφασίζουν.
Ξαναταξιδέψαμε, πολλές φορές, χωρίς να το θέλουμε στα νερά της Διαλεκτικής, όπου ο αυθορμητισμός και η οργάνωση δεν είναι δύο ξεχωριστά ή διασπάσιμα πράγματα, αλλά απλώς διαφορετικές στιγμές της ίδιας διαδικασίας, έτσι ώστε το ένα να μην μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, καταφέρνοντας μέσα από τις επιγνώσεις αυτές να αναπτύσσουμε την πάλη μας σε ένα υψηλότερο επίπεδο.
Λυτρωθήκαμε από την προσωπική μας κατάθλιψη, μιας και μετατοπίσαμε το κέντρο βάρους της σκέψης μας σε πιο ουσιαστικά προβλήματα, αν θέλετε, δικαιώσαμε τον Ερικ Φρομ, που έλεγε πως στις επαναστάσεις δεν θα βρεις καταθλιπτικούς.
Κερδίζουμε καθημερινά την αγάπη, το σεβασμό της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, που βλέπει στο πρόσωπό μας εκείνη την αήττητη αρμάδα που βάζει φραγμούς στη λαίλαπα που στόχο έχει το ξεδόντιασμα των κοινωνικών παροχών και το ξεπούλημα μιας ολάκερης χώρας σε εργολάβους.
Τη θερινή υπεροψία στο αντίπαλο στρατόπεδο την διαδέχεται πλέον ο πανικός. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ μείναμε στις επάλξεις συντροφιά με όλους εκείνους τους τίμιους δημοκράτες που τα βράδια σκεπάζουν τα σώματά τους με καθαρά από τύψεις και εμμονές σεντόνια, όλους εκείνους που ακουμπούν το κεφάλι τους σε μαλακά λευκά μαξιλάρια.
«Τα κόζια άλλαξαν», όπως λέγανε οι άνθρωποι των παλαιών καφενέδων της Θεσσαλονίκης κάθε φορά που η φιγούρα της ντάμας αντάμωνε αυτή του παπά και έβαζε μπουρλότο στο τραπέζι, αλλά εμείς δεν θα πανηγυρίσουμε. Γνωρίζουμε πως η συμμαχία των μπλε ιδεολογικών τέκνων της Μάργκαρετ Θάτσερ με τους πράσινους απογόνους της Βαϊμάρης είναι η χειρότερη, ελεεινότερη και πιο αδίστακτη συμμορία που μπορεί να γεννήσει η ιστορία της ιδεολογίας. Δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη. Και λέξη που λέγεται ως τελευταία μπορεί να κρύβει πολύ μίσος και εκδίκηση. Τους περιμένω τα βράδια όταν, ακόμη και τώρα, σχεδόν οκτώ μήνες μετά, ταξιδεύω με τα μάτια κλειστά. Όχι για τις απαντήσεις. Τις ήξερα από παλιά. Κουράγιο ψάχνω να ’βρω για μένα και τους συντρόφους μου. Χθες, λίγο πριν στεγνώσει η μελάνη όλων όσων σας διάβασα, στις φυλακές του Μπέλφαστ πέταξα και φώλιασα στο κελί του BobbySands πρωτοπαλλήκαρου του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού στον αγώνα ενάντια στην ιδεολογική μητέρα του δικού μας πρωθυπουργού. Τη γριά μάγισσα, που, σαν πέθανε, ένας ολόκληρος λαός έστησε γιορτές για το χαμό της στις πλατείες της Γηραιάς Αλβιώνος.
Τον είδα να γράφει ποίηση, σκελετωμένος από την απεργία πείνας, αλλά πιστός στον αγώνα του…. Στέκομαι από πάνω και διαβάζω ταγραπτά του…
There is an inner thing in every man
…………………………………………
It lights the dark of this prison cell.
It thunders forth its might,
It is the undauntable thought, my friend,
that thought that says “I am right”

Μην στενοχωριέστε. Έχω τη μετάφραση. Απλώς, να!!! Να χαρεί λίγο και ο Bobby, που μας ακούει από εκεί ψηλά…

Υπάρχει κάτι το βαθύτερο σε κάθε άνθρωπο.
………………………………………………………..
Κάτι που φωτίζει το σκοτάδι αυτού του κελιού.
Βροντά με μεγάλη δύναμη, καλεί εμπρός,
Είναι η σκέψη φίλε μου, η φοβερή σε δύναμη και θάρρος
αφοσίωση στον αγώνα.
Είναι αυτή η σκέψη που λέει, «έχω δίκιο».
Εμείς που κρατάμε την ΕΡΤ ανοιχτή έχουμε δίκιο, κυρίες και κύριοι.

--------------------------------
Πηγή: ertopen

Τσαρλς Ντίκενς: Ο κριτικός της φτώχειας

Σάββατο, Φεβρουαρίου 08, 2014
Τσαρλς Ντίκενς: Ο κριτικός της φτώχειας
Ο Τσαρλς Ντίκενς - γεννήθηκε σαν σήμερα 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα εξήντα. Σήμερα το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.

Σε μια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, μαζί με την Αμερική, αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή κρίση, με την ανεργία και τις απολύσεις να ανεβαίνουν στα ύψη και τα εισοδήματα των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων να συρρικνώνονται με ασυγκράτητο ρυθμό, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλο το μήκος της μυθιστορηματικής παραγωγής του Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας.

Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών

Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.

Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του. Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στο έγκλημα και την πορνεία - μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση - μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ (1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία, η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση, όπως και τα περισσότερα έργα του, με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.

Η φτώχεια ως ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος

Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος. Από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) μέχρι και τα «Δύσκολα χρόνια» (1854) ή τις «Μεγάλες προσδοκίες» (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός στιβαρού προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων. Θα μιλήσει όχι μόνο για όσους υποφέρουν από την έλλειψή του, αλλά και για όσους το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας τους υπόλοιπου στην περιθωριοποίηση και την απόγνωση.

Στη νουβέλα της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς. Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.

Στα «Δύσκολα χρόνια», ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα. Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τις επιβάλλει η βικτωριανή Αγγλία. Ένας φτωχός νέος, έχει ένα και μοναδικό στόχο: να πλουτίσει σε μια κοινωνία, της οποίας το σύστημα τον αποκλείει.
Ο Ντίκενς μέσα από το έργο του προσπαθεί να κάνει σαφές ότι η φτώχεια δεν αποτελεί προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το χαρακτηριστικό ενός ταξικού καθεστώτος, που οδηγεί συντεταγμένα στην ανισότητα.

---------------------------
Πηγή:tvxs

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.