Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο - Της Έλενας Ακρίτα

Πέμπτη, Οκτωβρίου 30, 2014
Στην κτηνωδία, στη φρικαλεότητα, στον πόνο, στην πείνα, στην αναλγησία, στην απόγνωση, στην απελπισία - πετάμε ανέμελα, έτσι σαν ριχτάρι σε καναπέ τριθέσιο.

Είμαστε ψιλογαϊδούρια ή ιδέα μου; Έχουμε καταλάβει ότι δεν πέθανε μόνο η κατσίκα του γείτονα; Πέθανε κι ο γείτονας! Κι εμείς εκεί. Με το μάτι απαθές. Ακατοίκητο: «Ενοικιάζεται βλέμμα διαμπερές, ευάερο κι ευήλιο». Με άλλοθι που φέρουν περήφανα το λάβαρο μιας εγκληματικής ηλιθιότητας. Στην κτηνωδία, στη φρικαλεότητα, στον πόνο, στην πείνα, στην αναλγησία, στην απόγνωση, στην απελπισία - πετάμε ανέμελα, έτσι σαν ριχτάρι σε καναπέ τριθέσιο, δυο-τρεις προκάτ φράσεις και καθαρίζουμε: «Ο καημένος, μωρέ». «Αχ, το πουλάκι μου!». «Πω, πω, το τέρας!». «Τι κτήνη υπάρχουν στον κόσμο!». Και το κορυφαίο: «Κλείσε την τηλεόραση, ψυχοπλακώθηκα».

Αυτοί είμαστε. Και λέω «είμαστε» γιατί δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Κι εμείς που μιλάμε για την κατσίκα του γείτονα δεν είδα να προτάξαμε τα στήθη μας για να τη σώσουμε. Απλά κάποιοι μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Και κάποιοι όχι.

Πόσο, μα πόσο, ΜΑ ΠΟΣΟ κρετίνος πρέπει να είναι κάποιος που μπαίνει σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης και πιστεύει πως «με ένα κλικ μπορείς κι εσύ να σώσεις από την πείνα ένα παιδάκι της Αφρικής».

Δεν ξέρω, ίσως κάτι δεν έχω καταλάβει σωστά. Άντε και κάνω εγώ κλικ. Αυτό το κλικ θα μεταμορφωθεί σε γάλα; Το οποίο γάλα θα διακτινιστεί από το Πικέρμι στην αφρικανική ήπειρο;

Κι όμως, πέφτουν βροχή τα κλικαρίσματα. Ένας έξοχος τρόπος να αποκοιμίσεις τη συνείδησή σου όταν τη βλέπεις να μισανοίγει αγουροξυπνημένη το μισό της βλέφαρο. Με ένα κλικ ταΐζεις ένα παιδί, με ένα κλικ σώζεις έναν άμαχο, βρίσκεις το φάρμακο κατά του καρκίνου, με ένα κλικ εξολοθρεύεις έναν τζιχαντιστή.

Είπα «τζιχαντιστή»... Στον πρώτο αποκεφαλισμό όλοι πάθανε σοκ. Στον δεύτερο κλείσανε τα μάτια. Στον τρίτο βάλανε μπρίκι για καφέ. Σκοτώνουν άμαχους, μωρά παιδιά, βασανίζουν, θάβουν ζωντανούς, σταυρώνουν, μας γυρίζουν πίσω στον πιο ζοφερό μεσαίωνα. Οχι εμάς. Την κατσίκα του γείτονα.

Μία από τα ίδια και με τον Έμπολα. Όσο πέθαινε ο κοσμάκης μακριά από μας, οξαποδώ, στου διαόλου το κέρατο - όσο αποδεκατίζονταν τα ανθρωπάκια σαν τις μύγες ούτε που ίδρωνε το αφτί μας. Με ένα «τς, τς, τς, φουκαράδες, μωρέ!» πάνε κι αυτοί, να περάσουν οι επόμενοι.

Μόνο όταν άρχισε να κοντοζυγώνει προς Ευρώπη μεριά - βλέπε Ισπανίδα νοσοκόμα - άρχισαν να μας ζώνουν τα μαύρα φίδια. Σε μια Ελλάδα όπου το ανεπανάληπτο «σαξές στόρι» που ζούμε έχει καραξενιτέψει τη μισή νεολαία (η υπόλοιπη μισή μαζεύει μπογαλάκια και λεφτά για το εισιτήριο) τώρα αγχωθήκαμε. Τώρα που η δική μας η κατσίκα... ουπς... το δικό μας το παιδί που σπουδάζει έξω, που δουλεύει έξω, που ζει - ή φυτοζωεί - έξω, μπορεί να κινδυνέψει. Προσωπικά δεν ανησυχώ: με ένα κλικ στα σόσιαλ μίντια θα κρατήσω το δικό μου παιδί γερό.

Η τραγωδία μακριά... Πέρα στους πέρα κάμπους... Δεν μας αγγίζει - κι ούτε πρόκειται, έτσι που μας κόβω. Για να ξυπνήσουμε από τη χειμερία νάρκη πρέπει να μας κοπανάει πορτοπαράθυρα, να μας ταρακουνήσει από τα πέτα, να μας μπουγελώσει με παγωμένους κουβάδες νερό. Καθότι, τι του λείπει του ψωριάρη; Ice bucket challenge με μαργαριτάρι!

Για τους περισσότερους από εμάς η τραγωδία περνάει ξώφαλτσα από τη σφαίρα της μυθοπλασίας στον ρεαλισμό - μόνο όταν πέσουμε μούρη με μούρη μαζί της. Όπως στο Σούλι: η Δέσπω - που έκανε πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια - όταν κοντοζυγώναν οι Τούρκοι ανέκραξε την ιστορική φράση:
- Oops, it's getting too close to home, guys!

Γι' αυτό το λέμε: Μακριά από μας! Χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο. Άσχετα που - μετά συγχωρήσεως - απ' τον ξένο στον δικό μας ένα τσιγάρο δρόμος.

Η κατσίκα ψόφησε. Λίγο πριν πεθάνει τα τελευταία της λόγια ήταν:
- Αυτά όλα συμβαίνουν στους άλλους! Σ' εμένα ποτέ!

Είμαστε ψιλογαϊδούρια ή ιδέα μου;

Κι αν είσαι γαϊδούρι γιατί να νοιαστείς για την κατσίκα;

------------------------
Πηγή:palmografos

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Το Χρέος - Του Νίκου Αραπάκη

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014

Το Χρέος του Νίκου Αραπάκη
Α’ ΜΕΡΟΣ

Τρία παιδιά της έδωσε ο θεός. Δηλαδή, τρία της έμειναν. Έξι φορές γκαστρώθηκε, κι αν ο Γιώργης δεν έφευγε ξαφνικά από τη ζωή, θα ήταν περισσότερες. Τα δυο πρώτα, τα σερνικά, τα έχασε λίγο μετά τη γέννα, το άλλο, το θηλυκό, λίγο πριν χρονίσει.

Έκλαψε. Κάθε φορά που έχανε κάποιο παιδί έπεφτε του θανατά. Αλλά η ζωή δεν της έδινε το δικαίωμα να θρηνήσει για πολύ. Καθημερινός ο αγώνας για επιβίωση. Κι έκλαιγε μέσα της, χρόνια ολόκληρα θρηνούσε βουβά, να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι τον πόνο της. Γιατί της έλειπαν. Κι ο Γιώργης και τα μικρά. Δεν υπήρχε μέρα που να μην έρθουν στο μυαλό της. Τη μια θυμόταν την ώρα που τα κήδευε, την άλλη την ώρα που κρέμονταν από το βυζί της, την παράλλη αισθανόταν την ανάσα του Γιώργη να της χαϊδεύει τα μαλλιά.

Βασανίστηκε να τα βγάλει πέρα. Τι να πρωτοκάνει; Αλλά δεν τα παράτησε. Κάθε που την έπαιρνε από κάτω, το κλάμα των μικρών την όπλιζε με δύναμη. Δεν έχω το δικαίωμα, έλεγε, να τα παρατήσω. Έσφιγγε τα δόντια, σήκωνε τα μανίκια και συνέχιζε.

Μόνη της τα μεγάλωσε. Πολλά δεν είναι τα τρία παιδιά –άλλες μεγαλώνουν πολλά περισσότερα–, αλλά βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Τον άντρα της τον έχασε χρόνια πριν. Φθίση. Έλιωσε όπως ο πάγος μέσα στο λιοπύρι. Θηρίο άντρα πήρε· στην κάσα έβαλε δυο δράμια άνθρωπο.

Ανακάτεψε το φαί στην κατσαρόλα και γέμισε τέσσερα πιάτα, το δικό της και των παιδιών. Τ’ ακούμπησε επάνω στο τραπέζι, έκοψε δυο φέτες ψωμί κι έμεινε να τα κοιτάζει. Μουρμούρισε ένα «κομμάτια να γίνει», πήρε το ροΐ κι έριξε λίγες σταγόνες λάδι στα πιάτα των παιδιών.  Να χορτάσουν. Τι να σου κάνει το σκέτο λάχανο; Μόνο τα ζωντανά μπορούν να χορτάσουν με δαύτο.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Άργησαν, σκέφτηκε. Ίσως να έπεσε δουλειά στην αγορά. Ο Παναγιώτης της είχε πει ότι ένας βλάχος, θα κατέβαζε ένα φορτίο με πατάτες και τους είχε ζητήσει να τον βοηθήσουν. Ίσως, πάλι, να τσιλιμπουρδίζουν. Μεγάλωσαν, ιδίως ο Παναγιώτης. Πάτησε τα 21 και το μυαλό του το έχει συνεχώς στα θηλυκά. Ο Χρήστος είναι πιο συνεσταλμένος. Θες γιατί είναι πιο μικρός, θες γιατί είναι τέτοια η φτιάξη του, το φουστάνι δεν τον συγκινούσε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Στο μέλλον, έχει ο θεός…

Κοίταξε την κόρη της, τη Μαργαρώ, που καθόταν στο τραπέζι κι έπαιζε με τις κοτσίδες της. Κοτζάμ γυναίκα έγινε κι αυτή. Αν δεν είχε προκύψει ο πόλεμος ίσως, τώρα, να ήταν παντρεμένη με παιδιά. Κι η ίδια άλλωστε, στα δεκάξι τον έκανε τον Παναγιώτη. Δεν κακοπέρασε, ο Γιώργης την αγαπούσε και της φερόταν με τον καλύτερο τρόπο, αλλά το απότομο πέρασμα από τα παιχνίδια στη μητρότητα και τις ευθύνες του νοικοκυριού της έπεσαν βαριά. Τουλάχιστον στην αρχή, κατόπιν συνήθισε.

Ανησυχούσε. Κάθε μέρα που περνούσε ανησυχούσε όλο και πιο πολύ. Αν ήταν στο χέρι της θα τους κλείδωνε στο σπίτι. Και τους δυο. Όπως ακριβώς έκανε με τη Μαργαρώ. Κλειδωμένη την είχε. Κι ας διαμαρτυρόταν όσο ήθελε. Και θα τους άφηνε να βγουν ξανά, την ώρα που θα ξεκουμπίζονταν οι Γερμανοί. Αν ξεκουμπίζονταν ποτέ… Αλλά τα σερνικά δεν τα κάνεις καλά. Η γυναίκα είναι για το σπίτι, ο άνδρας θέλει τον αέρα του, αν τον κλείσεις θα μαραζώσει όπως τα λουλούδια που δεν τα βλέπει ο ήλιος.

Μα πιο πολύ ανησυχούσε γι’ αυτά που είχε βρει κάτω από το στρώμα του Παναγιώτη. Αυτά τα παλιόχαρτα που έγραφαν εναντίον των Γερμανών και των συνεργατών τους. «Προκηρύξεις είναι», της είπε ο Φώτης, ο αδερφός της, όταν πήγε για να της τα διαβάσει. «Να χαίρεσαι…». Φαρμάκι την πότισε. Πώς να χαρεί που τα παιδιά της έμπλεξαν με τα πολιτικά;

Από τότε καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Τον έπιασε τον Παναγιώτη και του τα είπε έξω από τα δόντια. Να προσέχει, να μην μπλέξει, να… να… να… Γελούσε αυτός, λες και του καθάριζε αυγά. Μυστήριο παιδί, τη μια τον έλεγε μετρημένο και σοβαρό, την άλλη ονειροπαρμένο. Δεν είχε κίνδυνο, της είπε. Όλα ήταν κανονισμένα. Κανονισμένα ξε-κανονισμένα, πήρε τις προκηρύξεις και τις έκαψε. Όλα τα είχε, αυτό της έλειπε, να μπουν στο σπίτι της και να τους πάρει όλους στο λαιμό του.

Ίσιωσε το κεφαλομάντηλο της  και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. Τίποτα. Ο δρόμος άδειος, κανείς δεν ερχόταν. Κάθισε πάλι στην καρέκλα και ξεφύσηξε. «Δεν είναι ζωή αυτή, Παναγία μου», μουρμούρισε. «Κάθε μέρα να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει», κι άρχισε να ανακατεύει νευρικά το νερόβραστο λάχανο που είχε στο πιάτο της.

Τον τελευταίο καιρό της είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι ο Παναγιώτης θα βγει στο βουνό. Όπως ο γιος της Σταυρούλας, της γειτόνισσάς της. Η ίδια βέβαια, ισχυριζόταν ότι ο γιος της πήγε στην Αθήνα για δουλειές. Αλλά ποιος την πίστευε. Όλοι ήξεραν πού είχε πάει ο γιος της.

«Παιδιά είναι και ξεμυαλίζονται», της είπε μια μέρα που κάθονταν στην αυλή και συζητούσαν. Την πήραν μεμιάς τα κλάματα τη Σταυρούλα και της άνοιξε την καρδιά της. Στο βουνό είχε βγει ο Σωτήρης. Αντάρτης έγινε. Τον παρακάλεσε, έκλαψε, χτυπήθηκε· τίποτα, αδιάφορος. Η πατρίδα πάνω απ’ όλα, της είπε. Κι αν χαθεί, ούτε ο πρώτος θα ’ναι ούτε ο τελευταίος. Κι άρχισαν οι επισκέψεις στο σπίτι της. Τη μια οι ταγματαλήτες, την άλλη οι χωροφύλακες. Κι όλο να λέει ψέματα η Σταυρούλα: «Δεν ξέρω πού είναι, ψάξτε να τον βρείτε, εμείς το βασιλιά τον έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας…»

Άξαφνα την είδε στο δρόμο. Σηκώθηκε για να βγει και να της μιλήσει. Δεν χρειάστηκε, η Σταυρούλα είχε ήδη μπει στην αυλή της.

Άνοιξε την πόρτα: «καλώστηνα». Η Σταυρούλα την κοίταξε κατάματα: «Τα παιδιά, Άννα μου, τα παιδιά». Σκοτοδίνη της ήρθε, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Κρατήθηκε από την κάσα, για να μην σωριαστεί στο έδαφος. «Τα παιδιά, Άννα μου, τα παιδιά», αυτή η φράση αντιλαλούσε μονότονα στο μυαλό της.

Τελικά δεν άντεξε και σωριάστηκε. Η Σταυρούλα γονάτισε πλάι της κι άρχισε να κλαίει και να μουρμουρίζει: «κουράγιο, Άννα μου, κουράγιο. Τώρα πρέπει να φανείς δυνατή».

Δεν είχε τη δύναμη ούτε καν να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Ήταν βέβαιη, κι ας μην γνώριζε. Κι άρχισε να παρακαλάει τον θεό να την πάρει, τώρα. Τούτο δεν μπορούσε να το αντέξει. Αλλά δεν της έκανε τη χάρη.

Μόλις αισθάνθηκε το χέρι της Μαργαρώς να την ακουμπάει στον ώμο, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα της. Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε: τα μάτια της κόκκινα, το πρόσωπό της άσπρο σαν το μπαμπάκι. Δεν είχε το δικαίωμα να λιγοψυχήσει. Όσο της έμενε έστω κι ένα παιδί, δεν είχε.

Σηκώθηκε, έδωσε εντολή στη Μαργαρώ να μην ξεμυτίσει από το σπίτι, κι ακολούθησε τη Σταυρούλα. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Ολούθε χρώματα και μυρωδιές. Η φύση, αδιαφορώντας για τ’ ανθρώπινα, έκανε τη δουλειά της. Μα η Άννα δεν μύριζε, δεν έβλεπε· μαύρο είχε καλύψει τα μάτια της, στα ρουθούνια της έφθανε μόνο μυρωδιά από λιβάνι.

Περπάτησαν κάμποσο και έφτασαν έξω από το καρβουνιάρικο του Μάραντου. Η Σταυρούλα σταμάτησε και της έδειξε με το χέρι. Πάγωσε, τα πόδια της μολύβι, να μην μπορεί να κάνει βήμα. Δυο κορμιά, το ένα πάνω στο άλλο, ξαπλωμένα πάνω στο πεζοδρόμιο. Γνώρισε τα ρούχα τους. Χθες το βράδυ τα έπλυνε, αξημέρωτα τα σιδέρωσε. Και να που τώρα δεν είναι λερωμένα με χώματα ή μουτζούρες από το κουβάλημα στην αγορά, αλλά με αίμα.

Παρακάλεσε το θεό να την οπλίσει με δύναμη, να μην την εγκαταλείψει ετούτη την ώρα, την πιο δύσκολη της ζωής της. Έκανε λίγα βήματα και πλησίασε. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη, κοιτώντας τα άψυχα σώματα, κι ύστερα έπεσε πάνω τους κι άρχισε να κλαίει γοερά.

Ο καρβουνιάρης, που τη γνώριζε, προσφέρθηκε να μεταφέρει τους νεκρούς στο σπίτι της. Μπρος το κάρο με τους νεκρούς, πίσω αυτή και η Σταυρούλα. Νεκρική ησυχία ολούθε. Λες και τούτο το μέρος της γης πέρασε αυτοστιγμεί στη δικαιοδοσία του κάτω κόσμου. Μόνο το τρίξιμο από τις ρόδες του κάρου και το σούρσιμο των ποδιών τους ακουγόταν.

Αιώνας της φάνηκε η διαδρομή. Όταν έφτασε, νόμιζε ότι το σώμα της ήταν γεμάτο πληγές που έσταζαν αίμα. Μαχαίρια οι γεμάτες οίκτο ματιές που την κοιτούσαν μέσα από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων.

Σύντομα ξεθάρρεψαν οι γειτόνισσες και μαζεύτηκαν για να τη συλλυπηθούν, να της συμπαρασταθούν και να τη βοηθήσουν. Δεν είχε δύναμη να ανοίξει ούτε το στόμα της. Χαμένη. Τη μια να παρακαλάει το θεό να την πάρει, να τη στείλει πλάι στα παιδιά της, την άλλη να σκέφτεται ότι της έχει μείνει ένα παιδί και θα πρέπει να κάνει κουράγιο. Αλλά δεν μπορούσε. Όσο κουράγιο είχε, που δεν ήταν και πολύ, το είχε εξαντλήσει. Τούτο δω, για να το αντέξει, θα χρειαζόταν όλο το κουράγιο, όλου του κόσμου.

Ο καρβουνιάρης άφησε τα άψυχα κορμιά των παιδιών της στη μια κάμαρα, τη συλλυπήθηκε κι έκανε να φύγει. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε έξω από το σπίτι, να είναι μόνοι τους και να μην τους ακούν οι άλλοι. «Ποιος;». Ο καρβουνιάρης την κοίταξε κατάματα: «Ο Μέρμηγκας, κυρά-Άννα. Ο Μήτσος ο Μέρμηγκας. Πρώτα πιστόλισε τον έναν, τον μεγάλο. Έτσι, χωρίς λόγο. Φώναξε ένα «παλιοκουμούνι», και του έριξε στο ψαχνό. Ήταν πιωμένος, μόλις είχε βγει από την ταβέρνα και τρέκλιζε. Πέρασε το παιδί από μπροστά του και, χωρίς να του πει τίποτα, έβγαλε το πιστόλι και του έριξε πισώπλατα. Δεν πέρασε λεπτό κι εμφανίστηκε κι ο μικρός. Μόλις βλέπει τον αδερφό του κάτω, πέφτει και τον αγκαλιάζει. Τότε ο Μέρμηγκας, που είχε φύγει λίγο μπροστά, γυρίζει πάλι πίσω και πιστολίζει και τον μικρό. Γι’ αυτό τους βρήκες έτσι. Κανείς δεν τους άγγιξε. Φοβήθηκε ο κόσμος και κλειδαμπαρώθηκε στα σπίτια του».

Της ήρθε να αφήσει μια στριγκλιά, να ακουστεί μέχρι τον άλλο κόσμο. Ψέλλισε ένα «ευχαριστώ», και στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο. Ο καρβουνιάρης έκανε να φύγει. Πριν ανέβει στο κάρο γύρισε και την κοίταξε: «εγώ δεν σου είπα τίποτα, κυρά-Άννα. Μ’ έχουν στη μπούκα, καταλαβαίνεις…». Κούνησε το κεφάλι της, για να τον καθησυχάσει και τον ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά.

Γύρισε μέσα και είπε σε όλες να φύγουν, να την αφήσουν μόνη με τα παιδιά της. Αγένεια εκ μέρους της, αλλά ποια να παραπονεθεί; Όλες μανάδες ήτανε. Όλες ήξεραν πως ο πόνος της δεν έχει ταίρι.

Μόλις το σπίτι άδειασε πήγε στην κάμαρα για να πλύνει τα παιδιά της και να τα ντύσει για την εξόδιο ακολουθία. Κάθε σταγόνα αίμα που καθάριζε, πρόσθετε και λίγο ακόμη στο μίσος της. Μέχρι που το μίσος τη γέμισε μέχρι επάνω. Όλα τα άλλα συναισθήματα εξαφανίστηκαν, παρασύρθηκαν όπως το ξερόκλαδο από τα νερά του ορμητικού χειμάρρου. Μίσησε τον εαυτό της. Και τον μίσησε τόσο που δεν βάζει ανθρώπου νους. Η ίδια έφταιγε. Αυτή ευθυνόταν για το θάνατο των παιδιών της. Αλλά πού να το φανταστεί; Πώς να καταλάβει ότι θα έφτανε σε αυτό το σημείο;

Β’ ΜΕΡΟΣ

Το μυαλό της γύρισε μεμιάς κάμποσους μήνες πίσω. Τότε που, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο Μήτσος ο Μέρμηγκας της χτύπησε την πόρτα. Δεν τον ήξερε προσωπικά, αλλά είχε ακούσει τι κουμάσι ήταν: χαρτοπαίκτης, μπεκρής, χασικλής, μαχαιροβγάλτης. Μικρή η πόλη τους, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και δεν της έκανε καμία εντύπωση όταν έμαθε ότι ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στα τάγματα.

Μολονότι δεν είχε καμία διάθεση,  τον πέρασε μέσα. Κάθισαν αντίκρυ στο τραπέζι κι έπιασε να τον παρατηρεί. Τα μάτια του κόκκινα, προφανώς ήταν πιωμένος, το μαλλί περασμένο μπριγιαντίνη, ούτε τρίχα να μην πετάει, το μουστάκι περιποιημένο. Κι ένα χαμόγελο, που μέχρι να ανοίξει το στόμα του, δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει.

Την παίδεψε μέχρι να φτάσει στο δια ταύτα. Την παίδεψε και την ανησύχησε. Άρχισε να της λέει για τα παιδιά της, που έχουν μπλέξει, που πρέπει κάποιος να τα προσέχει, που οι εποχές είναι επικίνδυνες, που… που… που… Ντρεπόταν, γι’ αυτό και της κουβαλήθηκε πιωμένος, για να τον βοηθήσει το πιοτό να τα πει.

Της τα είπε τελικά. Την ήθελε. Του άρεσε πολύ σαν γυναίκα, κι αν γίνονταν ζευγάρι, φόβο δεν θα είχε ξανά. Ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά της. Θα τους είχε υπό την προστασία του, και της έδειξε, κομπάζοντας, το περίστροφο που είχε περασμένο στη ζώνη του.

Ο τελευταίος άντρας να ήταν στη γη, μαζί του δεν θα πήγαινε. Τον σιχαινόταν. Η ανάσα του, που βρομούσε κρασί, της ανακάτευε τα σωθικά. Δεν του τα είπε έτσι, βέβαια. Του το έφερε πιο γλυκά, δεν ήθελε να τον αγριέψει. Άρχισε να του λέει πως αυτή έκλεισε σαν γυναίκα, τώρα είναι μόνο μάνα. Όλη της η ζωή είναι τα παιδιά της. Του είπε κι άλλα, όπως ότι τον ευχαριστεί πολύ για το ενδιαφέρον, ότι είναι τιμή της που τη διάλεξε και διάφορα τέτοια.

Άδικος κόπος. Ο Μήτσος φρένιασε. Όταν έφυγε την απείλησε ξεκάθαρα: «θα το βρεις μπροστά σου». Έκλεισε την πόρτα, μουρμούρισε ένα «κάλλιο να πάω με σκύλο», και του έριξε ένα περιποιημένο φάσκελο. Αλλά δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει. Γιατί αν ήξερε, το φάσκελο θα το έριχνε στα μούτρα της.

Με το σούρουπο μαζεύτηκε πάλι η γειτονιά. Τους έκλαψαν, τους  μοιρολόγησαν και λίγο μετά το πρώτο φως τους έθαψαν. Γύρισε σπίτι της σαν χαμένη. Να μην ξέρει ούτε ποια είναι, ούτε που πάει. Τίποτα δεν ήξερε. Μόνο ένα πράμα είχε φωλιάσει στο μυαλό της: το μίσος. Να εκδικηθεί για το χαμό των παιδιών της. Με οποιονδήποτε τρόπο, με όποιο κόστος. Στην αρχή σκέφτηκε να παραφυλάξει και να τον καθαρίσει με μαχαίρι. Να τον σφάξει έτσι όπως έσφαζε τις κότες της. Δύσκολο δεν θα ήταν. Έτσι κι αλλιώς, μονίμως πιωμένος είναι. Αλλά αν δεν τα κατάφερνε να τον αιφνιδιάσει; Άντρας ήταν κι αυτή γυναίκα. Όσο και να έχει πιει, πάντα θα είναι πιο δυνατός από αυτήν. Άσε που, μετά το φονικό, σίγουρα θα ήταν πιο επιφυλακτικός.

Την απέκλεισε αυτή την εκδοχή. Όπως απέκλεισε και οτιδήποτε άλλο σκέφτηκε. Κάποια είχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, αλλά δεν της αρκούσε. Ήθελε να είναι απολύτως βέβαιη ότι θα επιτύγχανε το σκοπό της. Κι ύστερα ας χανόταν. Καθόλου δεν την ένοιαζε. Αν, όμως, έφευγε χωρίς να τα έχει καταφέρει, η ψυχή της δεν θα ησύχαζε ποτέ.

Ένας μήνας πέρασε αφότου έχασε τα παιδιά της. Από το σπίτι της δεν ξεμύτισε ούτε λεπτό. Κλείστηκε μέσα, να μην τη βλέπει άνθρωπος. Ως και τα παντζούρια δεν τα άνοιγε πια. Έμαθε να ζει στο σκοτάδι, σαν το τρωκτικό στο λαγούμι του. Ο πόνος όμως εκεί, ακλόνητος, να μην την εγκαταλείπει ούτε δευτερόλεπτο. Χίλιες φορές σκέφτηκε να δώσει τέλος στη ζωή της· τι να την κάνει τη ζωή χωρίς τα παιδιά της; Χίλιες φορές υπαναχώρησε. Εκτός που θα άφηνε την κόρη της μονάχη, το μίσος της δεν της επέτρεπε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια χωρίς να έχει πρώτα εκδικηθεί.

Τρεις μήνες πέρασαν. Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Κι έκανε ζέστη. Το κλειστό σπίτι έβραζε, αλλά παράθυρο δεν άνοιγε. Έκανε όμως κουράγιο. Ήταν κι η μικρή στη μέση, που τον τελευταίο καιρό πήγαινε σε μια μοδίστρα για να μάθει την τέχνη. Στην αρχή δεν ήθελε, αντέδρασε, αλλά κατόπιν κατάλαβε πως αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Ακόμη κι αν η ίδια είχε επιλέξει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της πίσω από τα κλειστά πορτοπαράθυρα, δεν είχε το δικαίωμα να επιβάλλει το ίδιο και στην κόρη της.

Αλλά ανησυχούσε. Η μικρή έδειχνε να ενδιαφέρεται για την εμφάνισή της όσο ποτέ· έκοψε το μαλλί, περιποιόταν τα νύχια της, κοιταζόταν με τις ώρες στον καθρέφτη. Να ήταν, άραγε, ένας τρόπος να αντιμετωπίσει τον πόνο ή σαλιάριζε με κάποιο σερνικό; Το δεύτερο της φαινόταν αδιανόητο, αλλά και να το αποκλείσει δεν μπορούσε.

Την ενοχλούσε, όμως. Κάθε που έβλεπε την κόρη της να συνεχίζει τη ζωή της σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό, ήθελε να την αρπάξει από το μαλλί και να της το μαδήσει τρίχα-τρίχα. Αλλά τις νύχτες, όταν άκουγε τους κλαυθμούς από την κάμαρά της, καταλάβαινε πως υπέφερε, πως προσπαθούσε να φαίνεται φυσιολογική αλλά μέσα της έβραζε, πενθούσε ίσως περισσότερο κι από την ίδια.

Μια μέρα όμως, δεν άντεξε. Κόντευε σούρουπο, κι η Μαργαρώ δεν είχε ακόμη γυρίσει. Η αγωνία την έτρωγε σε τέτοιο βαθμό που, όταν γύρισε, και βλέποντας ένα περίεργο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, τη χαστούκισε. Η μικρή αδιάφορη, λες και δεν συνέβη το παραμικρό. Αυτό την εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο· έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη χτυπάει με λύσσα. Μέχρι που απόκανε και την παράτησε.

Η Μαργαρώ κάθισε στο τραπέζι: «ξεθύμανες;». Μες στη θολούρα της νόμισε πως την ειρωνεύεται, της ήρθε να πέσει επάνω της και να την αποτελειώσει. Ευτυχώς, κατάλαβε ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Κάθισε πλάι της κι έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια. Η Μαργαρώ της έπιασε το χέρι: «τον έχω έτοιμο. Αν βοηθήσεις, αύριο τελειώνουν όλα. Αν δεν θες, τα καταφέρνω και μόνη μου».

Κι έπιασε να της εξηγεί. Δεν πήγαινε να μάθει μοδιστρική. Δηλαδή πήγαινε, αλλά ο σκοπός της ήταν άλλος: να παγιδεύσει τον Μέρμηγκα, που το σπίτι του απείχε ελάχιστα από το σπίτι της μοδίστρας. Και τα κατάφερε. Αύριο βράδυ, παραμονή δεκαπενταύγουστου, η μοδίστρα θα πήγαινε να ξενυχτήσει σε κάποιο μοναστήρι. Κι αυτή, που είχε κλειδιά του σπιτιού, κανόνισε με τον Μέρμηγκα να βρεθούν στο σπίτι της μοδίστρας. Θα τον καθάριζε. Είτε μόνη της, είτε με τη βοήθεια της μάνας της θα τον καθάριζε. Το σχέδιό της ήταν απλό: θα του έριχνε στο κρασί λίγο από το υπνωτικό που ο γιατρός είχε δώσει στη μάνα του για να κοιμάται τα βράδια, κι ύστερα θα τον έσφαζε σαν κοτόπουλο.

Έπιασε η Άννα τα χέρια του παιδιού της κι άρχισε να τα φιλάει και να της ζητά συγγνώμη που την παρεξήγησε. Σύντομα αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν, τη μια να κλαίνε με λυγμούς, την άλλη να γελάνε. Φόβος, λύπη, χαρά, λύτρωση, αγωνία όλα ένα χαρμάνι μέσα τους.

Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Ή Άννα είχε μετανιώσει. Δεν μπορούσε να βάλει το παιδί της σε κίνδυνο. Πριν φύγει για τη μοδίστρα, έπιασε και της το είπε. Η μικρή ανένδοτη: θα γίνει, ο θεός να κατέβει κάτω, σήμερα θα τον τελείωνε. Λογομάχησαν. Το μητρικό ένστικτο της Άννας της έλεγε να προστατεύσει το μοναδικό της παιδί. Μα σύντομα κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα. Η μικρή ήταν αποφασισμένη. «Είναι το χρέος μας, μάνα. Τ΄ ακούς; Το χρέος μας». Άδικο δεν είχε.  Ήταν χρέος τους. Και συναίνεσε. Επανέλαβαν για μια ακόμη φορά τα όσα είχαν σχεδιάσει εχθές το βράδυ, τη σταύρωσε και την έστειλε στην ευχή της Παναγίας.

Με το σούρουπο βγήκε στο δρόμο. Ένα τέταρτο αργότερα, περπατώντας με βήμα ταχύ και το κεφάλι σκυφτό έφθασε στο σπίτι της μοδίστρας. Όπως είχαν συνεννοηθεί, μπήκε από την πίσω πόρτα, της αυλής. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά. Κι ύστερα έσπρωξε την κόρη της πίσω κι έμεινε να την κοιτά. Είχε καιρό, πολύ καιρό, να τη δει χωρίς μαύρα ρούχα. Απρέπεια. Αλλά ο σκοπός τους ήταν ιερός, δικαιολογούσε όλες τις απρέπειες κι ακόμη περισσότερες.

Έριξαν το υπνωτικό στην κανάτα με το κρασί, και κάθισαν στις καρέκλες. Βουβαμάρα. Η αγωνία τους στο κατακόρυφο. Η Άννα πασπάτευε, νευρικά, το χασαπομάχαιρο που είχε κρυμμένο μέσα στα ρούχα της, η μικρή της χάιδευε τα χέρια προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η Άννα έτρεξε και κρύφτηκε στην κάμαρα, η μικρή άνοιξε. Ο Μέρμηγκας μπούκαρε φουριόζος κι επιχείρησε κατευθείαν να ξεγυμνώσει τη Μαργαρώ. Ήταν πιωμένος πάλι, η ανάσα του βρωμούσε κρασί, τα μάτια του θολά και μισόκλειστα.

Η Μαργαρώ τον απέφυγε με τρόπο: «να πιούμε πρώτα κάτι». Γέμισε τα ποτήρια τους με κρασί. Τσούγκρισαν. Ο Μέρμηγκας το κατέβασε μονορούφι, η Μαργαρώ έβρεξε τα χείλη της και γέμισε πάλι το ποτήρι του. Ο Μέρμηγκας, κοιτώντας τη λάγνα, το άδειασε πάλι μονομιάς.

Ένα λεπτό αργότερα, το κορμί του Μέρμηγκα σωριάστηκε με γδούπο στο πάτωμα. Το υπνωτικό σε συνδυασμό με το μεθύσι του, τον ξαπόστειλαν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο περίμεναν.

Μάζεψαν τα ποτήρια, την κανάτα, κι αφού βεβαιώθηκαν ότι τα άφησαν όλα όπως τα βρήκαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα, του έφραξαν το στόμα με ένα μαντίλι, τον τύλιξαν σε ένα μαύρο σεντόνι, που η Άννα είχε φέρει μαζί της, τον φορτώθηκαν και βγήκαν από την πίσω πόρτα.

Περασμένα μεσάνυχτα. Οι δρόμοι έρημοι, μια ησυχία απόκοσμη επικρατούσε. Όλα έδειχναν ιδανικά. Ως και το γεμάτο φεγγάρι είχε καλυφθεί από το μοναδικό σύννεφο που υπήρχε στον ουρανό. Θεοί και δαίμονες τις συνέδραμαν… Τα μάτια τους να ελέγχουν νευρικά το σκοτάδι. Τα ιδρωμένα τους κορμιά κινούνταν ασθμαίνοντας. Κάθε που ένιωθαν τα χέρια τους να κόβονται από το βάρος, έδιναν κουράγιο η μία στην άλλη: «φθάσαμε… λίγο ακόμη…».

Πέρασαν τα σπίτια και βγήκαν στα πρώτα χωράφια. Στάθηκαν κάτω από μια συκιά για να ανασάνουν από την υπερπροσπάθεια. Η αγωνία τους καταλάγιασε· το πρώτο στάδιο, το δύσκολο, πέρασε. Κανείς δεν τους είδε. Τον άφησαν καταγής κι άρχισαν να τον σέρνουν. Ώσπου, λίγο αργότερα, έφθασαν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο μαντρί, εκεί που είχαν κανονίσει εξαρχής να τον μεταφέρουν.

Αγκαλιάστηκαν για ακόμη μια φορά. Η χαρά τους ξεχείλιζε. Όλα είχαν πάει κατ’ ευχή. «Σπίτι τώρα. Τα υπόλοιπα είναι δικιά μου δουλειά. Και πού ’σαι, το νου σου. Να μην τα χαλάσουμε στο τέλος», είπε η Άννα στην κόρη της και τη φίλησε στο μέτωπο.

Η μικρή χάθηκε στο σκοτάδι. Η Άννα άνοιξε το σεντόνι, τον έγδυσε, του έριξε έναν κουβά με νερό στο πρόσωπο, για να τον συνεφέρει, και κάθισε δίπλα του. Ήθελε να του μπήξει το μαχαίρι άμεσα, να τον ξεκάνει μονομιάς. Αλλά το μίσος της, το πάθος της για εκδίκηση δεν της το επέτρεπε. Έπρεπε να γίνει όπως το είχε σχεδιάσει. Και το σχέδιο που είχε στο μυαλό της δεν περιελάμβανε μόνο το θάνατό του. Ήθελε να υποφέρει. Όπως υπέφερε η ίδια και η κόρη της. Όπως υπέφεραν τα παιδιά της όταν τα πυροβολούσε και τα σκότωνε αναίτια.

Βγήκε απ’ το μαντρί λίγο πριν το χάραμα. Σαν αφιονισμένη μαινάδα έμοιαζε. Το μαλλιά της ανακατεμένα, τα χέρια της, τα ρούχα της, το πρόσωπό της πασαλειμμένα με αίματα. Μα είχε κι ένα μακάριο χαμόγελο. Κοιτούσε τ’ άστρα και γελούσε, μέσα κι έξω της. Την αξίωσε ο θεός να εκδικηθεί το θάνατο των παιδιών της. Τώρα ας έφευγε, δεν την ένοιαζε. Το χρέος της το είχε κάνει.

Τον Μέρμηγκα τον βρήκαν την επόμενη ημέρα. Του είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα, του τα είχαν βάλει στο στόμα και κατόπιν τον έκαψαν. Άγρια τον είχαν βασανίσει. Πολύ άγρια. Κι αυτό, έγραψαν οι εφημερίδες, δεν μπορούσαν να το κάνουν παρά οι κομουνιστές. Αυτοί, μόνο αυτοί, κρύβουν μέσα τους τόσο άγρια ένστικτα…

-------------------------
Πηγή:nostimonimar

Τα ΟΧΙ του Αργύρη Χιόνη

Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2014
Τα ΟΧΙ του Αργύρη Χιόνη
Στις 28 Οκτωβρίου 2011 βραβεύτηκαν οι επιτυχόντες μαθητές του δήμου Ξυλοκάστρου Ευρωστίνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Αργύρης Χιόνης ήταν ο κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης και σε όλα τα παιδιά έδωσαν ένα βιβλίο του. Ανέβηκα λοιπόν στο Θροφαρί για να τον πάρω, και μετά την απαραίτητη στάση στο Intro Art Cafe, φτάσαμε στο θέατρο Άγγελος Σικελιανός. Καθίσαμε και περιμέναμε να τον καλέσουν στο βήμα.

Κάποια στιγμή βγάζει τα χαρτιά που είχε γράψει κι ενώ τους ρίχνει μια τελευταία ματιά με ρωτάει: «Το κωλογλείψιμο είναι κακιά λέξη;». «Όχι», απαντάω αμέσως και χαμογελάω πονηρά. «Α, εντάξει» είπε και μετά από λίγο ανέβηκε στο βήμα.

Στην αρχή -τα παιδιά κυρίως- δεν μπορώ να πω ότι πρόσεχαν τον ομιλητή. Λίγο μετά, όλο το θέατρο είχε βουβαθεί και άκουγε ευλαβικά. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος λόγος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι; Ίσως αυτοί που δεν τον ήξεραν να περίμεναν ν’ ακούσουν τετριμμένες νουθεσίες ενός «σοφού» μεγάλου προς τους νέους. Όμως, ήταν διαφορετικά. Ευτυχώς μου έκοψε και πάτησα την ηχογράφηση στο κινητό, τη μαγνητοφώνησα κι έτσι την έχουμε σχεδόν όλη. Πέρα από την εισαγωγή (όπου ευχαριστούσε για την πρόσκληση) και μια δυο λέξεις που δεν ακούγονται, όλη η άλλη είναι αυτούσια:

 «…μου ζήτησαν να κάνω μια ομιλία. Όταν το άκουσα αυτό ομολογώ ότι ζορίστηκα κάπως. 1ον: γιατί δε φημίζομαι για τις ρητορικές μου ικανότητες και 2ον: γιατί τι θα μπορούσε κανείς να πει, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, στα νέα παιδιά που ξεκινούν ανώτερες κι ανώτατες σπουδές, χωρίς να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι γνώσεις που θα αποκτήσουν θα αξιοποιηθούν από την κοινωνία. Τι να πεις σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία τους όταν συνέχεια ακούν από τους εντός εισαγωγικών «σοφούς» μεγαλύτερούς τους ότι το βαρέλι της κρίσης δεν έχει πάτο κι ότι δεν υπάρχει φως στο τέρμα του τούνελ;
Εγώ ωστόσο που ούτε σοφός είμαι ούτε φύσει αισιόδοξος, άλλωστε είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι ποιητές και συγγραφείς είναι από λίγο έως πολύ καταθλιπτικοί, κατέληξα κατόπιν ωρίμου σκέψεως στο συμπέρασμα ότι υπάρχει φως. Όχι όμως στο βάθος οποιουδήποτε τούνελ, αλλά μέσα μας, στο βάθος του εαυτού μας. Και είναι αυτό το φως που πρέπει να αναζητούμε, ενθυμούμενοι πάντα ότι κάθε φορά που οι Έλληνες μεγαλούργησαν και ξεπέρασαν τις όποιες αντιξοότητες ήταν επειδή έσκυψαν μέσα τους και αναζήτησαν αυτό το εσωτερικό φως.

Έχοντας λοιπόν τα μάτια σας στραμμένα πάντα προς αυτό το φως, αφοσιωθείτε στις σπουδές σας χωρίς να σκέφτεστε το υλικό από αυτές όφελος, γιατί η παιδεία δεν έχει ως στόχο τη δημιουργία πλούτου, αλλά τη διαμόρφωση χαρακτήρα, ήθους και πνεύματος. Όταν αυτό επιτευχθεί τα άλλα, δηλαδή η σταδιοδρομία και οι συνακόλουθες υλικές απολαβές, θα έρθουν από μόνες τους ως φυσική συνέπεια. Η δική μου γενιά, που σαφώς είναι πολύ παλιότερη απ’ τη δική σας και παλιότερη ακόμα κι απ’ αυτή των γονιών σας, έζησε τα παιδικά της χρόνια την εποχή που ακολούθησε τον πόλεμο και τον εμφύλιο, μέσα στην ανέχεια και την εξαθλίωση και τα εφηβικά και ανδρικά μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και τις διώξεις της πολιτείας. Και όμως, αυτή η γενιά διέπρεψε στα γράμματα και τις τέχνες. Πρωτοστάτησε στην ανατροπή της χούντας και ανέδειξε σημαντικές προσωπικότητες που ακόμα σημαδεύουν την κοινωνία μας. Ανέδειξε βέβαια και πλήθος καιροσκόπων, ωφελιμιστών, χαρτογιακάδων, πολιτικάντηδων και golden boys. Αυτούς δηλαδή που έχασαν την επαφή με το εσωτερικό τους φως, υποταγμένοι στις προσωπικές φιλοδοξίες τους, στο προσωπικό τους συμφέρον και τα συμφέροντα ξένων σκοτεινών δυνάμεων και μας οδήγησαν σ’ αυτό το χάλι και σ’ αυτή την ντροπή που ζούμε σήμερα. Γι’ αυτό το χάλι όμως ευθυνόμαστε κι εμείς οι ίδιοι που εμπιστευτήκαμε τη μοίρα μας στ’ ανάξια χέρια τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε τώρα κι εμείς να χάσουμε το εσωτερικό μας φως.

Αγαπητοί μου φίλοι, σήμερα γιορτάζουμε το μεγάλο ΟΧΙ που είπε ο ελληνικός λαός στον ντόπιο και ξένο φασισμό. Έχουν από τότε περάσει 71 χρόνια, κι ενώ είχαμε πιστέψει ότι το τέρας είχε σκοτωθεί μια για πάντα, το βλέπουμε τώρα να αναγεννιέται με νέα μορφή και νέο όνομα. Το εντός εισαγωγικών «ιδανικό» όνομα της παγκοσμιοποίησης, πίσω από το οποίο κρύβεται μια δράκα μεγαλοτραπεζιτών και κερδοσκόπων που στόχο έχουν την καθυπόταξη όλων των λαών του πλανήτη στην άμετρη λαιμαργία τους για πλούτο και εξουσία.

Φίλοι μου, έχω την αίσθηση ότι ζούμε ήδη έναν τρίτο ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, μια νέα κατοχή. Ήδη στον ανεπτυγμένο κόσμο μας στρατιές ανέργων …σκαλίζουν τα σκουπίδια αναζητώντας αποφάγια και αποφόρια για να κατευνάσουν την πείνα τους και να καλύψουν τη γύμνια τους. Όσο για τον υποανάπτυκτο κόσμο, τον τρίτο κόσμο, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την Αφρική που έχει καταντήσει ένα τεράστιο νεκροταφείο. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα να ξαναστραφούμε προς το ξεχασμένο μέσα μας φως και να αντιτάξουμε σε αυτή τη νέα βαρβαρότητα μια σειρά από νέα ΟΧΙ, κάποια από τα οποία θα απευθύνονται και σε μας τους ίδιους, δηλαδή στο χαλασμένο, στο διαβρωμένο από το σύστημα κομμάτι του εαυτού μας;

Ενδεικτικά μόνο παραθέτω εδώ έναν κατάλογο με ΟΧΙ άμεσης εφαρμογής, τον οποίο είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να συμπληρώσετε μόνοι σας με πολύ περισσότερα, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην έχετε συνειδητοποιήσει ότι «πήραμε τη ζωή μας λάθος και πρέπει ν’ αλλάξουμε ζωή», όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης:

ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από ’κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ’ αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της  glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;». ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη…».

Δύο μήνες μετά ο Αργύρης μάς την «έκανε» ξαφνικά. Τα Χριστούγεννα του 2011, πέθανε από οξύ έμφραγμα. Αλλά τι λέω; Πεθαίνουν ποτέ οι σπορείς;

Γράφει ο Ανδρέας Ζάρρος

Ο Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943 - 25 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής και συγγραφέας.


***********

Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη, του Αργύρη Χιόνη

"Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2011) -  IA', Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη (1986)
Ο Αργύρης Χιόνης αυτοβιογραφούμενος
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν από την Ίο και η μητέρα του από τις Βούβες, ένα μικρό χωριό στην ενδοχώρα του νομού Χανίων. Επειδή μπήκε πολύ νωρίς  στη βιοπάλη, τέλειωσε το νυχτερινό γυμνάσιο, χωρίς καμιά ελπίδα για συνέχιση των σπουδών του.
Στα δεκατέσσερά του, άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, μιμούμενος τις μαντινάδες και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, που η Κρητικιά μητέρα του σιγοτραγουδούσε, ενώ έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Την ίδια περίπου εποχή, μπήκε στη ζωή του το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο, η ποιητική ανθολογία των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Έκτοτε, η ασθένεια της ποίησης εγκαταστάθηκε για τα καλά στον οργανισμό του και έγινε χρόνια.
Στα δεκαεφτά του υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και το 1966 εκδίδεται η πρώτη ποιητική του συλλογή, οι Απόπειρες φωτός.

Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, φεύγει στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός το Παρίσι όπου, εργαζόμενος πάντα (λαντζιέρης, φορτοεκφορτωτής, υπηρέτης), παρακολουθεί, τα βράδια, μαθήματα γαλλικών.

Στις αρχές του 1968, ποιήματά του μεταφράζονται και δημοσιεύονται σε έγκυρα ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λίγο μετά τα γεγονότα του Μάη, που τα ζει από πολύ κοντά, η μεταφράστριά του, Maria Blijstra,  και ο σύζυγός της, ο συγγραφέας Rein Blijstra (παλιοί φίλοι του Καζαντζάκη και λάτρεις της Ελλάδας), επισκέπτονται το Παρίσι, για ένα λογοτεχνικό συνέδριο, συναντιούνται για πρώτη φορά μαζί του και τον προσκαλούν στο Άμστερνταμ.

Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες, και ενώ συνεχίζεται ακόμη η απεργία των σιδηροδρομικών, επιχειρεί το ταξίδι με τα πόδια και με ωτοστόπ.

Στο σπίτι των Blijstra, γνωρίζεται με τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Arnold van Gemert και την ελληνίδα γυναίκα του Τοτούλα, που του προτείνουν να εγκατασταθεί στον Ολλανδία, υποσχόμενοι να του βρουν εκεί δουλειά.

Επιστρέφει στο Παρίσι και, τον Αύγουστο, όταν παίρνει μήνυμα ότι βρέθηκε δουλειά σ' έναν εκδότη κλασικών κειμένων, εγκαταλείπει οριστικά (έτσι νομίζει) τη Γαλλία. Φρούδες ελπίδες. Την επομένη κιόλας της άφιξής του, όταν παρουσιάζεται στην αστυνομία του Άμστερνταμ, με το διαβατήριό του και την επιστολή προσλήψεώς του από τον εκδότη, απελαύνεται αμέσως, γιατί έπρεπε να είχε υποβάλει την αίτηση παραμονής και εργασίας όσο βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό, δηλαδή σε κάποια ολλανδική πρεσβεία. Επιστροφή λοιπόν στο Παρίσι, με κομμένα φτερά. Υποβάλλει ωστόσο την αίτησή του στην ολλανδική πρεσβεία του Παρισιού και, μετά από τέσσερις μήνες αγωνίας, ανεργίας και πείνας, έρχεται η πολυπόθητη θετική απάντηση.

Στη μαγευτική πόλη του Άμστερνταμ, θα ζήσει τα επόμενα οκτώμισι χρόνια. Στην αρχή, θα δουλέψει σκληρά, τόσο για τον βιοπορισμό όσο και για την εκμάθηση της γλώσσας, αλλά, σύντομα, θα δει τους κόπους του να αυγατίζουν. Του χορηγείται, από την Εταιρεία Συγγραφέων, υποτροφία για γράψιμο, γίνεται δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και αποκτά πρόσβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά, εκδίδονται δύο βιβλία του, βραβεύονται δύο θεατρικά έργα του, διορίζεται δάσκαλος ελληνικών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και, τέλος, βλέπει να υλοποιείται το όνειρό του για πανεπιστημιακές σπουδές. Με κρατική υποτροφία, εγγράφεται στη σχολή ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Επέλεξε αυτή τη σχολή, γιατί τον διακατείχε η σφοδρή επιθυμία να διαβάσει Δάντη από το πρωτότυπο.

Το 1977, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου, την επόμενη πενταετία θα δουλέψει ως μεταφραστής, θα συγγράψει μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο και θα κάνει ένα υπέροχο μακρύ ταξίδι στις ΗΠΑ, εκπροσωπώντας τη χώρα μας στο ετήσιο Διεθνές Συγγραφικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Iowa.
Το 1982, προσλαμβάνεται, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Το 1992, παραιτείται από τη θέση αυτή και αποσύρεται στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολείται, πλέον, μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης.

Το μέχρι στιγμής έργο του Αργύρη Χιόνη απαρτίζεται από:

- ένδεκα ποιητικές συλλογές, οι δέκα από τις οποίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, σ' ένα συγκεντρωτικό τόμο που φέρει τον τίτλο Η φωνή της σιωπής. Η ενδέκατη, με τον τίτλο Στο υπόγειο, έχει επίσης εκδοθεί από τη ΝΕΦΕΛΗ.
- πέντε συλλογές αφηγημάτων, δύο εκ των οποίων, Όντα και μη όντα (βραβείο ΔΙΑΒΑΖΩ 2007) και Περί αγγέλων και δαιμόνων, διατίθενται στο εμπόριο από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ.  Εντός του 2008, πρόκειται να κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, το βιβλίο του Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες.
- πλήθος μεταφράσεων, πεζών και ποιημάτων, από τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και ολλανδικά.

Ποιήματα και πεζογραφήματα του ίδιου έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροάτικα και ρουμάνικα.-
Θροφαρί, Οκτώβριος 2008

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Κριτική στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ ;

Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2014
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να περιγράψει κάποιος την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Από τη μια υπάρχει η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, η οποία καθοδηγείται από ένα διευθυντήριο ακροδεξιών, το οποίο συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ του αρχομανή κ. Βενιζέλου. Και οι δύο μαζί οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα στην καταστροφή.


Από την άλλη η αριστερή αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται, ακόμη και σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, από πολυγλωσσία. Το ΚΚΕ στη μοναχική του , αυτιστική θα έλεγε κανείς, πορεία να υπερασπίζεται μια αλήθεια, που είναι και δική του και μοναδική. Η εκτός κοινοβουλίου αριστερά (με αρκετές οργανώσεις να χαρακτηρίζονται από δογματικές προσκολλήσεις) να προσπαθεί ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα να βρει κοινό βηματισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ προ των πυλών της εξουσίας να προχωρεί σε συμβιβασμούς εγκλωβισμένος στο μονόδρομο του ευρώ και της ΕΕ, να θεωρεί ότι μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της χώρας μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι: πού βρίσκεται η λύση; Υπάρχει διέξοδος σε μια κοινωνία καταθλιπτική και πολλαπλώς ηττημένη;

Η εξίσωση μοιάζει άλυτη. Η ελληνική κοινωνία φαίνεται να έχει κάνει τις επιλογές της και ετοιμάζεται να αναθέσει στο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση του τόπου. Όσο, όμως, βαθαίνει η κρίση τόσο πιο επιτακτικό είναι το αίτημα να φύγουν αυτοί που κυβερνούν, να ανασάνει η κοινωνία, να ανασάνει η δημοκρατία. Όσο πηγαίνουμε προς τις εκλογές θα ηχεί ακόμη περισσότερο στα αυτιά μας το υπαρκτό δίλημμα: ή μένει αυτή η κυβέρνηση που βιάζει καθημερινά τη δημοκρατία και ξεπουλά τον τόπο ή, όπως φαίνεται, ανοίγει ένα άλλος δρόμος με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ένας δρόμος με πολλά ερωτηματικά και αποσιωπητικά. Πειστική άλλη λύση που να απαντά στο αίτημα της κοινωνίας να πέσει η κυβέρνηση δεν υπάρχει τούτη την ώρα και δεν πρόκειται να δημιουργηθεί, απ’ ό, τι φαίνεται, μέχρι τις εκλογές.

Προσωπικά έχω κάνει στο παρελθόν σκληρή κριτική στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την σοσιαλδημοκρατική του στροφή και την επιλογή του ευρωμονόδρομου. Όμως στις παρούσες συνθήκες θέλω να τονίσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι θεωρώ πως κάνει μεγάλο ιστορικό λάθος όποιος βάζει στο ίδιο τσουβάλι τη συγκυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά τούτη την ώρα που το κατεστημένο και η ΕΕ προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρατήσουν στην εξουσία την συγκυβέρνηση ή να δημιουργήσουν μια άλλη κλωνοποιημένη, χωρίς τους κ.κ. Σαμαρά και Βενιζέλο, την οποία θα βαφτίσουν κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Οι πρόβες ήδη ξεκίνησαν.

Πιστεύω, μιλώντας με παρρησία και ευθύνη και γνωρίζοντας ότι αυτά που λέω δεν θα βρουν σύμφωνους πολλούς, ότι οι διάφορες σκέψεις που έχουν κατατεθεί π.χ. από την κίνηση των 1000 με τον Κ. Λαπαβίτσα ή από τον Θ. Μαριόλη για κριτική στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές με ή χωρίς προϋποθέσεις (αυτό μένει να το δούμε) και πάντως χωρίς κανένα αντάλλαγμα ( βουλευτικό ή άλλο) είναι η μόνη πρόταση που σήμερα ανοίγει μια χαραμάδα, ένα παραθυράκι ελπίδας για την κοινωνία. Και στο σημείο αυτό, νομίζω, ότι μπορούμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Απ’ ό, τι φαίνεται το διάστημα αυτό γίνονται ξανά συζητήσεις για μετωπική συμπόρευση. Όπως όλοι γνωρίζουμε, οι συζητήσεις αυτές δεν οδήγησαν πουθενά πριν από τις ευρωεκλογές με ευθύνη εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν τη δική τους καθαρότητα. Μακάρι να οδηγήσουν τώρα. Αλλά οι συζητήσεις αυτές δεν μπορεί να είναι ατέρμονες. Διαφορετικά η επιμονή μετατρέπεται σε εμμονή, πράγμα επικίνδυνο για κόμματα ανοιχτών οριζόντων.

Το Σχέδιο Β', με ή χωρίς τη μετωπική συμπόρευση, και άλλες κινήσεις της αριστεράς που πιστεύουν ότι ο μονόδρομος του ευρώ είναι αδιέξοδος δεν πρέπει στο όνομα αυτής της βεβαιότητας να εμποδίσουν μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και να βρεθούν απέναντι. Η αριστερά, (γιατί παρά τη στροφή που έχει κάνει εξακολουθώ να θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κομμάτι της αριστεράς), δε θα έχει στο εγγύς μέλλον τέτοια ευκαιρία να ξαναγίνει κυβέρνηση. Πρέπει, τελειώνοντας, με τόλμη και θάρρος να αναθεωρήσουν την τακτική τους μπροστά στις νέες συνθήκες συμβάλλοντας με τις μικρές τους δυνάμεις στην ανατροπή αυτής της καταστροφικής για την κοινωνία και τη χώρα πορείας.

Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη

--------------------------------
Πηγή:  sxedio-b

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Ένας καλλιτέχνης στην πόλη μου πεινάει...

Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2014
Γράφει ο Γιώργος Παπαδόπουλος


Μία κοπέλα πάνω κάτω στα 30 της έρχεται σε ένα μίνι μάρκετ,ρίχνει κλεφτά μία ματιά εκεί που υπάρχουν τα λαχανικά οι πατάτες και τα λοιπά,μπαίνει μέσα και φτάνει στο ταμείο,ρωτάει την τιμή στις πατάτες,της απαντάμε,πέφτει η ματιά της δίπλα από την ταμιακή στις θήκες με τα αυγά,μετράει αρκετά δευτερόλεπτα στην χούφτα της τα ψιλά που έχει και ρωτάει με 80 λεπτά πόσα μπορεί να πάρει,της λέμε τα τρία κάνουν 75 λεπτά.Μου δίνει τα ψιλά,ψάχνω να βρω το 5λεπτο να της δώσω προσπαθώ να τσεκάρω αν έχω πέσει μέσα,το προφανές για πολλά χλωμό της πρόσωπο,η διστακτικότητα στις ερωτήσεις,στην εκφορά του λόγου,στο βλέμμα της... σ' αυτό το βλέμμα που έχοντας αντιληφθεί με την σειρά της το ότι ''προδόθηκε'' αθέλητα,θέλοντας και μη,μαζεύεται και περιμένει ορθώνοντας το κορμί της το τσίγκινο κέρμα.Της το δίνω,-ευχαριστώ πολύ-εμείς ευχαριστούμε της λέω,καλό βράδυ.
Φεύγει με γρήγορο βηματισμό και κλείνοντας την πόρτα με κοιτάει κατάματα,γυρνάει να φύγει,άπειρες σκέψεις συνεχόμενες,αντικρουόμενες,εκκωφαντικά δυνατές σκέψεις στροβιλίζουν στο κεφάλι μου-όλα αυτά τα δευτερόλεπτα που κρατάει αυτό το σκηνικό αγορεύει η Βούλτεψη...
-νιώθω πως πρέπει να αντιδράσω,ναι αυτό αισθάνομαι πως πρέπει να αντιδράσω,για μένα,για την μητέρα μου που έχει και δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει παιχτεί,για την κοπέλα που μου επιβεβαίωσε με το τελικό της βλέμμα,την θέση στην οποία βρίσκεται,γιατί πρέπει αν θέλω να συνεχίσω να αισθάνομαι ζωντανός και ότι παλεύω γι' αυτά που πιστεύω...,
-ΣΥΓΝΩΜΗ της φωνάζω και τρέχω έξω από το μαγαζί,βγαίνω,την προλαβαίνω,της αρπάζω το χέρι,της το τραντάζω και της λέω Γιώργος οχτώ χρόνια σπουδές αρχαιολογία και θέατρο,άνεργος,από τον Αύγουστο έχω κάνει αιτήσεις για 4 προγράμματα voucher δεν με πήραν σε κανένα έμαθα ότι μπήκαν παιδιά που δεν είχαν καν την ηλικία που απαιτούσε το πρόγραμμα... από τα 15 έχω λιώσει τα παπούτσια μου στις πορείες και στο κίνημα,στους δρόμους στην αριστερά και ακόμη θεωρώ ότι έχω κάνει τα ελάχιστα για αυτά που παλεύω για όλους... 
με κοιτάει κατάματα,περνάν ελάχιστα δευτερόλεπτα-Ελένη μόλις ήρθα στην γειτονιά επέστρεψα στο πατρικό με τους γονείς μου είμαι άνεργη 3 χρόνια και, πλέον,5 χρόνια στο μουσικών στην Κέρκυρα,μπήκα με 18 βγήκα με 9,5 πτυχίο,βιολοντζέλο ειδικότητα και την Δευτέρα έχω ραντεβού μπας και με διαλέξουν για φυλλάδια με 3 ευρώ την ώρα- μου λέει με μια πνοή,σχεδόν φωνάζοντας και τρέμοντας,έστειλαν εμένα γιατί ντρέπονται να 'ρθουν οι δικοί μου με ένα ευρω να ψωνίσουν για φαγητό...,
προσπαθώ να κρατηθώ,έχω παγώσει και βράζω ταυτόχρονα από τα νεύρα μου,νιώθω να παραλύω από την θλίψη...σχεδόν ταυτόχρονα έρχεται επάνω και εγώ σ' αυτήν αγκαλιαζόμαστε σαν να είμαστε φίλοι από τα παλιά που έχουμε να βρεθούμε χρόνια,κρατάει,κρατάει κι άλλο,το έχουμε ανάγκη..Την τραβάω από πάνω μου,της πιάνω και τα δύο χέρια και της λέω -κράτα,κράτα όσο μπορείς,καλή δύναμη κοριτσάρα μου,...κλαίει,κλαίει σχεδόν με λυγμούς............,της λέω διάφορα και διάφορα άλλα,κάπως ηρεμεί,πριν καληνυχτηστούμε έχουμε ήδη κανονίσει να βάλουμε τις τέχνες μας και κάνουμε πολιτική!,μουσική και θέατρο,θέατρο δρόμου έτσι όπως ξεκίνησε κομέντια ντελ' αρτ από τους λαϊκούς θιάσους για τον λαό,για τον κόσμο που δεν είχε τα φράφκα να πληρώνει,όπως πληρώνουν και τώρα αδρά αστικοφιλελεύθερες υποκουλτούρες που χρυσοπληρώνουν προσπαθώντας εναγωνίως να θεωρηθούν έντεχνοι........

Η μητέρα μου πίσω από την τζαμαρία πλέον έχει όλη τη φωτογραφία μπροστά της... γυρνώντας για να μπω στο μαγαζί την βλέπω κι αυτή δακρυσμένη.
Το μαγαζί για ακόμη μία βραδιά κλείνει,έτσι κι αλλιώς για ακόμη μία φορά δεν βγήκαν ούτε τα έξοδα.
Η μητέρα μου φεύγει για το σπίτι,έχει τελειώσει για ακόμη ένα βράδυ το μαρτύριό της
Ωράριο 7 το πρωί έω ς 11 το βράδυ 6 μέρες την εβδομάδα...
Φεύγω για τα δικά μου,δεν θέλω να πάω σπίτι,δεν θέλω να δω άνθρωπο,περπατάω απλά περπατάω,...
φτάνω κάτω,στα γνωστά μου λημέρια κάτι τέτοιες νύχτες που όλο και πληθαίνουν τελευταία,στην κοίτη στο ποτάμι.αράζω σε ένα απόμερο και μισοφωτισμένο παγκάκι,
έρχεται και η δική μου σειρά...
ξεσπάω
συνέρχομαι 

...μία κοπέλα ψάχνει να βρει τα ελάχιστα χρήματα για να φάει -χαίρεται επειδή κατάφερε να αγοράσει 3 αυγά,έχει ξεχάσει τα όνειρα της έχει αφήσει την τέχνη της δεν βρίσκει πουθενά δουλειά σαν μουσικός και την δευτέρα της είπαν να βαφτεί και να μην φορέσει φόρμες για να πιάσει αν θέλει την δουλειά με τα φυλλάδια.........

δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ,δεν ξέρω τι να πρωτοκρατήσω στην σκέψη μου,δε ξέρω που θα βρω την δύναμη να ξανατρέξω για ακόμη μία μέρα για όλα αυτά που τρέχω,δεν ξέρω αν την υπόσχεση που έδωσα στην Ελένη και την είδα να χαμογελούν πρώτα τα μάτια της,για τη φάση με το θέατρο δρόμου και να παίξει με την μουσική,θα έχω τα ψυχικά αποθέματα και θα μπορέσω να την κρατήσω,
δεν ξέρω πλέον που σκατά θα βρω την δύναμη για να τρέξω για όλα αυτά που παλεύω μέσα από το κίνημα για τα πιστεύω μου,για την ελευθερία για την κοινωνική δικαιοσύνη,τον ανιρατσισμό,την ισότητα,την αλληλεγγύη,για τα θέλω μου,για μένα για τους συντρόφους μου,για ΟΛΟΥΣ,για το οτιδήποτε,δεν ξέρω...
γράφω αυτή της στιγμή με γουαιρλες που έρχεται και φεύγει αλλά πιάνω εδώ στο,θα το πω ψωφόκρυο που ήδη έχει πιάσει.
ε μάλλον θα ναι το ασύρματο που μας υποσχέθηκε ο Αντωνάκης βρε παιδιά...
ελάτε στης Λαρίσης το ποτάμι παίδες να ζήσετε και 'σεις μαζί μου το succes story...
...
χτυπάει και το κντ και είναι κάτι ψευτοαριστεροί του κώλου που με καλούν όποτε γουστάρουν και πάντα όταν θέλουν κάτι,αυτό το κάτι είναι πάντα όμως κάποιες αληθινές χάρες,αγγαρίες,να βγάλεις εσύ την δουλειά και τέτοια τα κλασικά...
φυσικά και δεν το σηκώνω...
βέβαια για να με καλούν κάποιος τους έχει δώσει και αυτό το γαμημένο δικαίωμα...
...
ένας καλλιτέχνης στην πόλη μου πεινάει
ένα ακόμη καλλιτέχνης στην πόλη πεινάει
ένας ακόμη νέος άνθρωπος σκέφτεται αν του φτάνουν τα ψιλά για να φάει
σε ακόμη ένα άνθρωπο ισωπεδένεται καθημερινά κάθε στιγμή η αξιοπρέπειά του...
κάποιοι αυτοί τη στιγμή χαίρονται που τα φασισταριά κρατάνε δυνάμεις
κάποιοι αυτή τη στιγμή ψηφίζουν το ναι της επιβεβέωσης στην καπιταλιστική απάνθρωπη ακροδεξιάκυβέρνηση των τραπεζιτών ότι τα πάντα καλώς ποιείν
...
όποιος αχρείος δεξιός και φασίστας του κεράτα που μου έκανε αίτηση φιλίας ξερογλείφοντας κάποια λανθασμένη αίσθηση ύπαρξης του μέσω της δημοσιότητας που γουστάρουν βλέποντας τις φωτό μου από το θέατρο και έκανα το λάθος από κεκτημένη ταχύτητα να τον δεχτώ ας φύγει τώρα από το προφίλ μου πριν σας βρω εγώ ο ίδιος...!
Καλόν ύπνο σε όσους πάτε για ξεκούραση!,να ξέρετε σας ζηλεύω παίδες.
Καλό ξημέρωμα σε μας τους υπόλοιπους.
Αναθεωρήστε και μπρεχτικά επαναστατήστε παίδες!

--------------
Πηγή: anemosantistasis

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων Του Mario de Andrade (1893 – 1945)

Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2014
Mario de Andrade (1893 – 1945).
Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…

Ένα απόσπασμα από έργο του Βραζιλιάνου Ποιητή, Συγγραφέα, δοκιμιογράφου, φωτογράφου και μουσικολόγου, του Mario de Andrade (1893 – 1945).

«Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.

Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.

Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.

Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.

Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.

Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.

Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.

Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.

Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

----------------------
Πηγή: εδώ

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Τσόμσκι - Ποιος είναι ο "ύποπτος" ρόλος των διανοούμενων στην κοινωνία;

Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2014
Τσόμσκι - Ποιος είναι ο "ύποπτος" ρόλος των διανοούμενων στην κοινωνία;
Είστε ένας σημαντικός διανοητής της εποχής μας, ένα είδος αιώνιου αντιρρησία. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι προσφέρετε «μαθήματα διανοητικής αυτοπροστασίας», ότι δίνετε τα κλειδιά που μας επιτρέπουν να προφυλαχθούμε από κάθε χειραγώγηση...

Νόαμ Τσόμσκι: Είναι ένα καθήκον που εναπόκειται στον καθένα.
Στην πραγματικότητα, ο ρόλος των διανοουμένων -κι αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια- συνίσταται στο να κάνουν ό,τι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι. Ο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον, ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας και φιλόσοφος του δεκάτου ενάτου αιώνα, όταν σχολίαζε τα εκπαιδευτικά προγράμματα είχε πει: «Πρέπει να εκπαιδεύσουμε το λαό έτσι ώστε να μη μας αρπάξει απ’ το λαιμό». Με άλλα λόγια πρέπει να τον καταστήσουμε τόσο παθητικό που δεν θα στραφεί εναντίον μας. Κι αυτός βασικά είναι ο ρόλος των διανοουμένων σε πολλούς τομείς. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά, γενικά, η παρατήρηση παραμένει έγκυρη.
Διαβάζοντάς σας, ανακαλύπτουμε ότι αγωνίζεστε εναντίον αυτού που ονομάζετε «κατασκευή συναίνεσης». Οι διανοούμενοι χρησιμεύουν και σ’αυτό;
Η έκφραση «κατασκευάζω συναίνεση» δεν είναι δική μου. Τη δανείστηκα από τον Ουόλτερ Λίπμαν, την πιο διακεκριμένη προσωπικότητα της αμερικανικής δημοσιογραφίας του εικοστού αιώνα, που ήταν κι αυτός ένα προοδευτικό πνεύμα. Από τη δεκαετία του 1920, επέστησε την προσοχή στη σημασία των τεχνικών που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για τον έλεγχο των μαζών και την κατασκευή συναίνεσης. Οι μηχανισμοί της δημοκρατίας που εφαρμόζουμε είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να κυβερνάται από «υπεύθυνους» πολίτες, μια πρωτοπορία —κάτι που μας θυμίζει το λενινισμό- κι οι υπόλοιποι πρέπει απλώς να κάθονται φρόνιμα. Γι’ αυτό, πρέπει να ελέγχονται οι σκέψεις τους και να τους ομαδοποιούμε σαν στρατιώτες. Παρεμπιπτόντως, αυτοί ακριβώς είναι οι όροι που χρησιμοποίησε ένας άλλος σημαντικός προοδευτικός διανοητής, ο Έντουαρντ Μπερνέις, ένας από τους ιδρυτές της τεράστιας βιομηχανίας των δημοσίων σχέσεων που, όπως ο Αίπμαν, συμμετείχε στην επίσημη μηχανή προπαγάνδας του Γοΰντροου Ουίλσον.
Από εκεί άντλησαν πολλές από τις ιδέες τους για την ανάγκη «ελέγχου της κοινής γνώμης» και για να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες θα μένουν μακριά από τη δημόσια ζωή. Αυτά τα θέματα είχαν καταστεί θεμελιώδη στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920.
Γιατί ειδικά σ’ αυτές τις δυο χώρες;
Ήταν βιομηχανικές κοινωνίες, όπου υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Όσο περισσότερο απελευθερώνεται μια κοινωνία, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνει χρήση βίας και τόσο περισσότερη ενέργεια χρειάζεται να ξοδευτεί για να ελέγχονται οι απόψεις και η συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο που η βιομηχανία της προπαγάνδας γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ.


Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα -ιδιαίτερα η ναζιστικη Γερμανία με τον Γιόζεφ Γκέμπελς- είχαν κι αυτά σνμμετάσχει έντονα στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της προπαγάνδας, όμως υπάρχει η αίσθηση ότι τα περιλαμβάνετε λιγότερο στις αναλύσεις σας...
Σωστά και υπάρχουν σημαντικές αιτίες γι’ αυτά. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι περισσότερο διαφανή, ερμηνεύονται πιο εύκολα και, τελικά, είναι λιγότερο ενδιαφέροντα. Επιπλέον, δεν έχουν ανάγκη να είναι πολύ αποτελεσματικά, γιατί κρατουν πάντα σε εφεδρεία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τον καταναγκασμό και το φόβο. Εξάλλου, οι μελέτες που έχω διαβάσει δείχνουν ότι είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά. Κι ακόμη, αναπτύχθηκαν αργότερα, υιοθετώντας καμιά φορά το μοντέλο δυτικών κρατών.
Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, πρώτα οι Βρετανοί κι υστέρα οι Αμερικανοί δημιούργησαν σημαντικά όργανα κυβερνητικής προπαγάνδας: το βρετανικό υπουργείο Πληροφοριών και την Επιτροπή για τη Δημόσια Ενημέρωση του Γούντροου Ουίλσον. Φυσικά, ο στόχος της Μεγάλης Βρετανίας ήταν να πείσει τις ΗΠΑ να μπουν στον πόλεμο. Η προπαγάνδα της απευθυνόταν κυρίως στους Αμερικανούς διανοουμένους και εκπλήρωσε το σκοπό της απόλυτα.
Στη συνέχεια, σπουδαίοι προοδευτικοί διανοούμενοι αλλη-λοσυγχαίρονταν για το ρόλο που είχαν παίξει προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία, έγραφαν, που ένας πόλεμος ξεκίνησε όχι από τα στρατιωτικά ή τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά από «τους έξυπνους ανθρώπους του έθνους», οι οποίοι, συχνά, το μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τα παραμυθία των βρετανικών υπηρεσιών προπαγάνδας. Εκείνη την εποχή, ο αμερικανικός λαός ήταν αντίθετος με την είσοδο των ΗΠΑ σ’ έναν ευρωπαϊκό πόλεμο. Το όργανο προπαγάνδας του Ουίλσον πέτυχε να μετατρέψει ένα λαό βασικά ειρηνόφιλο σε μια ορδή φανατικών κατά της Γερμανίας. Αυτό το αποτέλεσμα έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Αμερικανούς διανοούμενους, αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο. Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων γεννήθηκε κυρίως από αυτές τις επιτυχίες στον έλεγχο των ιδεών και της συμπεριφοράς από την προπαγάνδα, όπως το έλεγαν φωναχτά εκείνη την εποχή. Μόνο στη δεκαετία του 1930, ο όρος θα πέσει σε δυσμένεια και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε εχθρούς.
Αυτή η προπαγάνδα δεν εξαπάτησε μόνο τους Αμερικανούς. Οι Γερμανοί τη χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό...
Οι Γερμανοί υπερεθνικόφρονες εντυπωσιάστηκαν κι αυτοί πολύ. Εκτιμώντας προφανώς ότι η αγγλοαμερικανική προπαγάνδα -που ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή της Γερμανίας σε εύρος και σε παραποίηση- ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες της νίκης των συμμαχικών δυνάμεων, ο Χίτλερ ορκίστηκε ότι την επόμενη φορά η Γερμανία θα κατόρθωνε ν’ ανταποδώσει τα ίδια. Γνωρίζουμε τι συνέβη. Οι μπολσεβίκοι, επίσης, εντυπωσιάστηκαν από τα κατορθώματα της προπαγάνδας των δημοκρατικών χωρών και επιχείρησαν να ε-μπνευσθούν από αυτά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η προπαγάνδα τους ήταν πολύ άτεχνη.
Θέλω να το τονίσω για άλλη μια φορά: όταν οι κοινωνίες εκδημοκρατίζονται, όταν ο καταναγκασμός παύει να είναι εύκολα χρησιμοποιούμενο όργανο ελέγχου και περιθωριοποίησης τότε, πολύ φυσικά, οι εκλεκτοί στρέφονται στην προπαγάνδα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, όχι απλώς φυσικό, αλλά και απολύτως συνειδητό, που έχει αναλυθεί ευρέως σε επιστημονικές και άλλες εργασίες που εκθειάζουν τη χρήση της προπαγάνδας.
Οι μεγάλες εταιρείες δημοσίων σχέσεων, διαφήμισης, γραφικών τεχνών, κινηματογράφου, τηλεόρασης... έχουν σαν πρωταρχική λειτουργία τον έλεγχο του νου. Πρέπει να δημιουργήσουν «τεχνητές ανάγκες», έτσι ώστε οι άνθρωποι να αφοσιώνονται στην ικανοποίησή τους, καθένας από την πλευρά του, απομονωμένοι μεταξύ τους. Οι διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων έχουν μια πολύ πραγματιστική προσέγγιση: «Πρέπει να προσανατολίσουμε τον κόσμο προς τα επιπόλαια πράγματα της ζωής, όπως η κατανάλωση». Πρέπει να δημιουργηθουν τεχνητά τείχη, να κλειστεί ο κόσμος εκεί μέσα και να απομονωθεί ο ένας απ’ τον άλλο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πολύ καινούριο, είτε πρόκειται για τα μέσα ενημέρωσης είτε για τη διαφήμιση ή τις τέχνες. Αυτό που είναι καινούριο είναι η κλίμακα εφαρμογής του στις μέρες μας. Προηγουμένως, αυτός ο ρόλος είχε ανατεθεί στους διανοουμένους, στους κατόχους της γνώσης.


Και στους ιερείς;
Ναι, ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι έδωσε ένα υπέροχο λογοτεχνικό παράδειγμα. Αυτό το ξαναβρίσκουμε στη Βίβλο, όπου ο «προφήτης» ουσιαστικά υποδεικνύει τον «διανοούμενο».
Τι εννοείτε ακριβώς με τον όρο «διανοούμενος»;
Αφορά μάλλον μια στάση, παρά μια κατηγορία ανθρώπων: αυτή που συνίσταται στην πληροφόρηση, τη σοβαρή σκέψη πάνω στα ανθρώπινα, τη σαφή έκφραση της αντίληψης και τη διορατικότητα.
Γνωρίζω ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχολική παιδεία αλλά είναι, τουλάχιστον στα μάτια μου, αξιοθαύμαστοι διανοούμενοι. Και γνωρίζω σεβάσμιους πανεπιστημιακούς και συγγραφείς που απέχουν πολύ από το να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιδανικό.
Οι «αναγνωρισμένοι διανοούμενοι» είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Με αυτόν τον όρο, εννοώ εκείνους που, μέσα στο δικό τους σύστημα εξουσίας, έχουν τιμηθεί με τον τίτλο των «υπεύθυνων διανοουμένων», εξάλλου έτσι ακριβώς χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους στη Δύση. Καμιά φορά, τους αποκαλούν «τεχνοκράτες διανοούμενους», για να τους ξεχωρίσουν από τους «ανατρεπτικούς διανοούμενους» που σπείρουν την αναστάτωση και είναι «ανεύθυνοι».
Όταν μιλάμε για εχθρικές χώρες, γίνεται μια ανατροπή αξιών: καταγγέλλουμε τους τεχνοκράτες διανοουμένους, τους οποίους θεωρούμε «κομισάριους» και «γραφειοκράτες» και τιμούμε τους ανατρεπτικούς διανοουμένους, τους διαφωνούντες, που είναι περιφρονημένοι και κατατρεγμένοι στην ίδια τους τη χώρα.
Τέτοιες διακρίσεις υπήρχαν από την αρχαιότητα. Για παράδειγμα, στη Βίβλο υπάρχει μια αρκετά ασαφής εβραϊκή λέξη: νάμηι. Στη Δύση, μεταφράστηκε ως «προφήτης». Στην πραγματικότητα, υποδηλώνει το διανοούμενο. Εκείνοι που αποκαλούνταν προφήτες επιδίδονταν σε πολιτικές αναλύσεις και εκφωνούσαν κρίσεις σχετικές με την ηθική. Την εποχή της Βίβλου, ήταν μισητοί και περιφρονημένοι. Τους έριχναν στη φυλακή ή τους έστελναν στην έρημο, γιατί διαφωνούσαν. Αρκετούς αιώνες αργότερα, αναγνωρίστηκαν οι αρετές τους και τους θεώρησαν προφήτες.
Εκείνη την εποχή τιμούσαν τους κόλακες και τους υποκριτές κι όχι αυτούς που θα τιμούσαν πολύ αργότερα σαν αληθινούς προφήτες. Στον εικοστό αιώνα, υπάρχει το γένος των διανοουμένων που φυλακίστηκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής και που δολοφονήθηκαν στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Για παράδειγμα, η περίπτωση των έξι Ιησουιτών από το Σαλβαδόρ που δεν γνωρίζει κανείς στην Ευρώπη γιατί σκοτώθηκαν από κομάντος εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς* κι αυτό βέβαια δεν είναι έγκλημα. Έχουν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε και μόλις που θα βρείτε λίγες λέξεις στον Τύπο γι’ αυτούς τους φόνους. Είναι σκάνδαλο. Αλλά έτσι συνέβαινε πάντα στην Ιστορία.
Μπορείτε να ξαναμιλήσετε γι’ αυτούς τους χρόνους;
Στις 16 Νοεμβρίου 1989, έγινε μια φοβερή σφαγή στο Σαλβαδόρ. Ανάμεσα στα θύματα υπήρχαν έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι, ένας από τους οποίους διεύθυνε το κυριότερο πανεπιστήμιο της χώρας.
Εκτελέστηκαν εξ επαφής από επίλεκτους κομάντος εκπαιδευμένους από τον αμερικανικό στρατό. Αυτοί οι μισθοφόροι κομάντος (της ταξιαρχίας Ατλακάτλ) αποτελούσαν μια ιδιαζόντως βίαιη συνισταμένη των δυνάμεων που έφεραν την ευθύνη για πάρα πολλές σφαγές στη χώρα, ειδικά για το φόνο του αρχιεπισκόπου Ρομέρο και για τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων χωρικών.
Όταν έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι δολοφονούνται από στρατιώτες εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς, είναι καταπληκτικό το να διαπιστώνεις πόσο αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αντίθετα, αν ο Βάκλαβ Χάβελ μπει στη φυλακή, τότε όλος ο κόσμος ξεσηκώνεται.
Όμως κι ο Χάβελ πέρασε τέσσερα χρόνια στη φυλακή για τις ιδέες του!
Προφανώς ήταν σκάνδαλο και οι μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες συμμετείχαμε όλοι οι Δυτικοί ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Όμως, η μεταχείριση των διανοουμένων μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής είναι πολύ χειρότερη από εκείνη που τους επιφύλασσε η μετασταλινική Ρωσία. Μα οι Ευρωπαίοι αδιαφορούν γι’ αυτό.
Λίγο μετά το φόνο αυτών των διανοουμένων του Σαλβαδόρ, ο Βάκλαβ Χάβελ ήρθε στις ΗΠΑ και μίλησε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία που συγκεντρώθηκαν στο Κογκρέσο. Επευφημήθηκε από τους γερουσιαστές και τους βουλευτές τους οποίους αποκάλεσε αγωνιστές της ελευθερίας. Σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, οι σχολιαστές ριγούσαν από θαυμασμό, «Ζούμε σε μια ρομαντική εποχή», έγραψε ο Άντονι Λιουις στους New York Times, εκφράζοντας έτσι την κοινή γνώμη. Οι αρθρογράφοι του εγχώριου Τύπου αναρωτιόνταν γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν τόσο αξιοπρόσεκτες προσωπικότητες, έτοιμες να μας καλύψουν με εγκώμια, ενώ μόλις είχαμε σκοτώσει έξι σπουδαίους διανοουμένους, χωρίς να λογαριάσουμε και χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Ζούμε σ’ ένα σουρεαλιστικό κόσμο!
Φανταστείτε ότι στρατιώτες εκπαιδευμένοι από τους Ρώσους σκοτώνουν έξι Τσέχους διανοουμένους, μεταξύ αυτών και τον Χάβελ, και ότι μετά από μερικές εβδομάδες, ένας κομουνιστής από το Σαλβαδόρ πάει στη Ρωσία, μιλάει στη Δουμά και επευφημείται ζωηρά όταν συγχαίρει τους βουλευτές, που παραληρούν από ενθουσιασμό, για το ρόλο τους στην υπεράσπιση της ελευθερίας!
0 αμερικανικός Τύπος μίλησε γι αυτό;
Ένας φίλος μου έκανε μια έρευνα μέσω μιας βάσης δεδομένων, για να δει τι είχαν πει τα μέσα ενημέρωσης με την ευκαιρία της δεκάτης επετείου του φόνου αυτών των έξι Ιησουιτών, το 1999. Τα ονόματά τους δεν είχαν καν αναφερθεί στον αμερικανικό Τύπο. Γνώριζε ο κόσμος τα ονόματα αυτών των διανοουμένων, είχε διαβάσει τίποτα για το φόνο τους; Όχι. Αντίθετα, μπορούν να αναφέρουν ονομαστικά τους διαφωνουντες της Ανατολικής Ευρώπης; Σίγουρα ναι.
Οι θαρραλέοι διαφωνούντες θα πρέπει να τιμουνται, είτε είναι θύματα μιας αμείλικτης καταπίεσης μέσα στη σφαίρα επιρροής των εχθρών μας είτε δολοφονούνται κτηνωδώς μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Το ίδιο συνέβη στη Γαλλία με την υπόθεση Ντρέιφους. Σήμερα, λέμε πως οι διανοούμενοι υποστήριξαν τον Ζολά, μα, στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή η πλειονότητά τους υποστήριζε την κυβέρνηση.
Λέτε συχνά πως ο ρόλος των διανοουμένων έπρεπε να είναι η έκφραση της αλήθειας. Πως ορίζετε την αλήθεια;
Πάρτε αυτό το βιβλίο: Είναι πάνω στον καναπέ. Είναι λοιπόν αλήθεια αν πούμε ότι αυτό το βιβλίο είναι πάνω στον καναπέ. Αυτή είναι η αλήθεια. Μια δήλωση είναι αληθινή όταν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Οι αληθινές δηλώσεις δεν διαμορφώνονται εύκολα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα. Όταν προσεγγίζετε μια ακριβή ερμηνεία, προσεγγίζετε την αλήθεια.
   Από το βιβλίο του Νόαμ  Τσόμσκι 'Δύο ώρες διαύγειας'

----------------------------
Πηγή: antikleidi.com

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Κυβέρνησαν με τον τρόμο, πέφτουν γιατί απαλλαχθήκαμε από αυτόν...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2014
Μέχρι το τέλος τού χρόνου θα έχουμε νέα κυβέρνηση, ακόμα κι αν η παρούσα κατορθώσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης την ερχόμενη εβδομάδα. Από τη στιγμή που το Βερολίνο δεν είναι διατεθειμένο να της κάνει ούτε ένα δωράκι, αντιθέτως την πιέζει γα τρίτο μνημόνιο, είναι φανερό ότι οι σαμαροβενιζέλοι δεν έχουν από πού να κρατηθούν. Ακόμα και οι ψοφοδεείς βουλευτές τους είναι μάλλον απίθανο να βάλουν κι αυτήν τη φορά το κεφάλι τους στη γκιλοτίνα και να ψηφίσουν και νέο πακέτο άγριας λιτότητας σε βάρος των πολλών. Οσο για το λαό, αυτόν δεν τον είχαν ποτέ δικό τους οι κυβερνώντες μας. Οταν από την αρχή αποφασίζεις να εξουσιάσεις με την τρομοκράτηση και τους εκβιασμούς κι όχι με στόχο να κερδίσεις την καρδιά και το νου των ψηφοφόρων σου είναι λογικό όταν πια τα κόλπα σου μοιάζουν φτηνά και οι απειλές σου κούφιες να μη βρεθεί κανένας στο πλευρό σου για να κλάψει μαζί σου. Το "ας βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχω πλέον τίποτα να χάσω" το ακούω από όλο και περισσότερους συμπατριώτες μας, πολλοί εκ των οποίων δεν υπήρξαν ποτέ Αριστεροί στη ζωή τους. Κι αυτό είναι εν τέλει που κάνει το σχέδιο των σαμαροβενιζέλων για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το Φεβρουάριο άπιαστο όνειρο...

Δεν αμφιβάλλω πως η διαπλοκή, αν δεν έχει καταφέρει μέχρι τότε τον Αλέξη Τσίπρα να χορεύει απολύτως στο ρυθμό που θα του παίζει, θα κάνει τα πάντα για να μην απολέσουν την εξουσία οι κολαούζοι της. Δεν αποκλείω, επομένως, ακριβοπληρωμένες αποστασίες σαν αυτές που ξέρει πολύ καλά ο Αντ. Σαχλαμαράς εξ ιδίας πείρας πώς στήνονται. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να εκλεγεί Πρόεδρος από αυτήν τη Βουλή. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ωστόσο, κανένας πολιτικός ορθολογισμός δεν θα μπορεί να μας αποτρέψει από το να χαρακτηρίσουμε ως πραξικόπημα τη δωροδοκία βουλευτών και τον ελληνικό λαό από το να κατεβεί στους δρόμους και να ζητήσει το αυτονόητο: μια νομιμοποιημένη κυβέρνηση γιατί αυτή έχει χάσει τα ερείσματά της στο πόπολο εδώ και πολύ καιρό. Ο ΕΝΦΙΑ δεν ήταν τίποτα άλλο από το κερασάκι στην τούρτα που στο τέλος θα φάνε στα μούτρα οι σαμαροβενιζέλοι, αυτό το άθλιο είδος ανθρώπου που επιβιώνει έρποντας, γλείφοντας, σκύβοντας το κεφάλι και υπομένοντας κάθε εξευτελισμό στον οποίο είναι διατεθειμένο να το υποβάλλουν τα αφεντικά του...

Πρόκειται για το ίδιο άθλιο ανθρώπινο είδος που εκπροσωπείται από "προσωπικότητες" τύπου Σ. Βούλτεψη, ο παραληρηματικός λόγος τής οποίας συχνά μπερδεύεται με έναν δεξιό μουτζαχεντινισμό συνδεδεμένο με έναν ασυγκράτητο ρατσισμό. Το "δίπλα στους Ρομά μένουν άνθρωποι" που εκστόμισε η κυβερνητικός εκπρόσωπος της βγήκε εν τη ρύμη τού λόγου, τόσο φυσικά όσο ένας χρυσαυγίτης παίρνει το κλομπ του και σπάζει κεφάλια μεταναστών. Είναι τόσο ανόητη που δεν μπορεί καν να φιλτράρει τη μισαλλοδοξία της, αδυνατεί να συγκρατήσει τα λεκτικά της εμέσματα και τα εξαπολύει με τον ίδιο αυθορμητισμό που ένας θρησκόληπτος θα βρίσει τους ομοφυλόφιλους ή τους μουσουλμάνους. Υπό αυτήν την έννοια η Σ. Βούλτεψη είναι η καταλληλότερη κυβερνητική εκπρόσωπος για έναν πρωθυπουργό ο οποίος πολιτεύεται εδώ και δεκαετίες με σημαία του τον εθνικισμό, τον αντικομμουνισμό και την αντιπάθειά του για το διαφορετικό. Σαν άλλος Φίλιππος και Ναθαναήλ έχουν βρει τον Ιησού τους στο πρόσωπο της Ανγκ. Μέρκελ και είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν μέχρι την αναπόφευκτη, αλλά τόσο μα τόσο δίκαιη στην περίπτωσή τους σταύρωση...

Του vromostomos
------------------------------
Πηγή: anemosantistasis

Λογοτεχνικά Κρατικά Βραβεία 2013: «Ένα φιλί πριν πεθάνεις»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2014
Λογοτεχνικά Κρατικά Βραβεία: «Ένα φιλί πριν πεθάνεις»
Η κυβέρνηση που σκοτώνει τον πολιτισμό, που άπλωσε το μαύρο στην ΕΡΤ, που εξευτελίζει τους εκπαιδευτικούς, βραβεύει τους λογοτέχνες. Αυτό διαπιστώσαμε παρακολουθώντας τη χθεσινή απονομή των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Οι περισσότεροι από τους βραβευθέντες παρέλαβαν το κύλινδρο με το βραβείο τους με σεμνότητα, είπαν ένα ευχαριστώ ή δυο-τρια τυπικά λόγια και ξανακάθισαν στη θέση τους. Ωστόσο ο υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τασούλας και η υφυπουργός Άντζελα Γκερέκου «τα άκουσαν» από τουλάχιστον δύο βραβευμένους οι οποίοι μάλιστα απέσπασαν θερμά χειροκροτήματα επιδοκιμασίας από το κοινό -σημάδι της έλλειψης ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης αυτής της κυβέρνησης.

λογοτεχνικό περιοδικό ΕμβόλιμονΔεν είναι εύκολο σε μια συστημική τελετή να ασκήσεις κριτική στο χέρι που σε ταϊζει, τι σε ταϊζει δηλαδή, ένα ξεροκόμματο σου ρίχνει για να μην το δαγκώσεις. Ωστόσο, ο εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας από ανθρώπους που εργάζονται ή εργάστηκαν στην «Αλουμίνιον της Ελλάδος», δήλωσε ότι δυσκολεύεται να ευχαριστήσει το υπουργείο καθώς, εξαιτίας της πολιτικής του, πάμπολλα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν βάλει λουκέτο και όσα δεν έχουν βάλει ψυχορραγούν. Το υπουργείο Οικονομικών απαιτεί από τα περιοδικά να πληρώνουν φόρο επιτηδεύματος περίπου 940 ευρώ το χρόνο, ενώ τα ταχυδρομικά τέλη έχουν διπλασιαστεί (2,30 ευρώ θα στοιχίζει από φέτος ο φάκελος για την αποστολή ενός περιοδικού, ενώ μέχρι πέρυσι ήτάν 1,30 ευρώ). Το Εμβόλιμον, όπως είπε, έχει πραγματοποιήσει πλήθος λογοτεχνικών εκδηλώσεων στις οποίες έχουν μιλήσει συνολικά περί τους 300 ανθρώπους των γραμμάτων. Η ισχυρή πολιτιστική παρουσία του περιοδικού στα Άσπρα Σπίτια θα ήταν αδύνατη δίχως την οικονομική ενίσχυση της εταιρείας που εκμεταλλεύεται τους βωξίτες της περιοχής, της «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (που διαδέχτηκε τη γαλλική Πεσινέ). Για το Eμβόλιμον διαβάστε εδώ 

Τιμητική διάκριση έλαβε και άλλο ένα καλό λογοτεχνικό περιοδικό, η Παρέμβαση, που εκδίδεται στην Κοζάνη.

Και τα «Παιχνίδια κρίκετ»

Αμήχανη μοιάζει η αιτιολόγηση του Ειδικού Βραβείου που δόθηκε στον ποιητή και πεζογράφο Βασίλη Λαδά για το βιβλίο του Παιχνίδια κρίκετ, καθώς αν και αυτό το είδος βραβείου έχει προβλεφθεί εδώ και χρόνια, φέτος δόθηκε για πρώτη φορά: «Ειδικό Βραβείο στο λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα». Μα κάθε σοβαρό λογοτεχνικό έργο προάγει το διάλογο εφόσον το διαβάζουν άνθρωποι που σκέφτονται! Ο Β. Λαδάς είναι από τους λίγους Έλληνες λογοτέχνες που έχει γράψει πεζογραφήματα με θέμα (και) τους μετανάστες, όμως τα Παιχνίδια κρίκετ είναι κυρίως καλή λογοτεχνία και όχι απλώς «προαγωγέας» του διαλόγου. Δηλαδή είναι σαν να επέλεξαν το βιβλίο κυρίως για το θέμα του και όχι για τη λογοτεχνική του αξία που σε καμία περίπτωση δεν είναι κατώτερη άλλων έργων που έχουν κατά καιρούς βραβευτεί. Το είπε κι ο άνθρωπος στην ομιλία του: «Όταν έγραφα το βιβλίο, δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοια κατηγορία βραβείου». Και ο νοών νοείτω.

Στρίβειν διά της βραβεύσεως

«Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία», λοιπόν. Αφού το κράτος τούς φτύνει (μεταφορικά), τι να κάνουν οι άνθρωποι;

Θερμά χειροκροτήθηκε και ο Μιχαήλ Άνθης που είπε πολλές πικρές αλήθειες. Ανέφερε ότι ο ίδιος πάρει έξι θεατρικά βραβεία, «κάτι που δεν εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου» για τον απλούστατο λόγο ότι όταν ένα έργο βραβεύεται στην Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι δεν θα παιχτεί στο θέατρο! Μόνο το 5% του ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου είναι αφιερωμένο στους Έλληνες δραματουργούς και συνήθως προτιμώνται έργα που γράφτηκαν πριν από 70 ή 60 χρόνια…

Ωστόσο, κανείς από τους ομιλητές δεν αναφέρθηκε στο ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η κρατική τηλεόραση (όπως και το ραδιόφωνο) για την προβολή του ελληνικού βιβλίου και του θεάτρου. Βέβαια, το εξάμβλωμα της ΝΕΡΙΤ είναι τόσο αναξιόπιστο, που μάλλον κακό θα έκανε στο βιβλίο και στο θέατρο αν το έπιανε στα χέρια του.

«Η δική μου Καρυάτιδα»

Εδώ και δεκαετίες υπηρετεί τα γράμματα ο κριτικός και μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας Δημήτρης Ραυτόπουλος, ασφαλώς και του άξιζε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Ο κ. Ραυτόπουλος ολοκλήρωσε τη σύντομη ομιλία του ευχαριστώντας τη γυναίκα του, τη «δική του Καρυάτιδα» -μια έμμεση αναφορά στα ευρήματα της Αμφίπολης.

Συγκινητική ήταν η ομιλία του Συμεών Σταμπουλού που έλαβε το Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα (για τις Ελεγείες από το Ντουΐνο του Ρίλκε) και ο οποίος έκλεισε ζητώντας από τους παρευρισκόμενους ποιητές κάποτε να γράψουν «μπαλάντα και για τους μεταφραστές άδοξοι που ’ναι».

Και μια μαύρη τρύπα (ή μάλλον δύο)

Δύο από τους βραβευθέντες, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης και ο Διονύσης Καψάλης, αρνήθηκαν όχι απλώς να παραλάβουν τα βραβεία τους αλλά και να τα δεχτούν. Το γιατί δεν το μάθαμε, δεν ακούστηκε. Δεν θα έπρεπε όμως, μ’ έναν τρόπο, να ακουστεί το «όχι» τους; Ο πρώτος διακρίθηκε με το Βραβείο Μετάφρασης Έργου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά (Ιεροί Λόγοι του Αίλιου Αριστείδη) και ο δεύτερος με το Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα (για το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ). Και οι δύο έλαβαν το βραβείο τους εξ ημισείας, με τον Λίνο Μπενάκη ο πρώτος, με τον Συμεών Σταμπουλού ο δεύτερος. Να σημειωθεί ότι όταν ανακοινώθηκαν τα φετινά βραβεία, ο ο Γ. Γιατρομανωλάκης είχε δηλώσει: ««Ευχαριστώ πολύ τους κυρίους και τις κυρίες που διάβασαν και βράβευσαν το βιβλίο μου, ωστόσο να μου επιτραπεί για λόγους προσωπικού γούστου και αυτοσεβασμού να μη δεχτώ τη μοιρασιά».

Ίσως αξίζει να αναφερθεί ότι η εκφώνηση του ονόματός τους δεν συνοδεύτηκε από ΚΑΝΕΝΑ χειροκρότημα αναγνώρισης, παρόλο που και οι δύο έχουν πλούσιο έργο (ο καθένας στο είδος του), σημάδι ίσως ότι το κοινό το αποτελούσαν συγγενείς και φίλοι των βραβευθέντων. Απόντες, λοιπόν, και οι δύο, από το μέγαρο της Συγγρού, όχι όμως από τον κόσμο της λογοτεχνίας.

«Ένα φιλί πριν πεθάνεις», λοιπόν, όπως και το ομώνυμο κινηματογραφικό θρίλερ. Μόνο που αυτός που πεθαίνει ΔΕΝ είναι η λογοτεχνία που ως γνωστόν ανθίζει και σε χαλεπούς καιρούς.

Για την ιστορία αναλυτικά τα βραβεία:

Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων απονέμεται ομόφωνα στον Δημήτρη Ραυτόπουλο για το σύνολο του έργου του, το οποίο του απένειμε ομόφωνα η Επιτροπή των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2013.

Βραβείο Ποίησης απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Μάρκο Μέσκο για το έργο του με τίτλο «Τα λύτρα», εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Γιάννη Παλαβό για το έργο του με τίτλο «Αστείο», εκδόσεις Νεφέλη.

Βραβείο Μυθιστορήματος απονέμεται κατά πλειοψηφία στη Νίκη Αναστασέα για το έργο της με τίτλο «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι», εκδόσεις Πόλις.

Βραβείο Δοκιμίου – Κριτικής απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο για το έργο του με τίτλο «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι. Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης», εκδόσεις Άγρα .

Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Θοδωρή Καλλιφατίδη για το έργο του με τίτλο «Τα περασμένα δεν είναι όνειρο», εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο για το έργο του με τίτλο «Ανεκπλήρωτοι φόβοι», εκδόσεις Πολύτροπον.

Ειδικό Βραβείο σε λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα απονέμεται ομόφωνα στον Βασίλη Λαδά για το έργο του με τίτλο «Παιχνίδια Κρίκετ», εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Τιμητική Διάκριση για την συμβολή τους στη νεοελληνική λογοτεχνία στα περιοδικά «Η Παρέμβαση» και «Εμβόλιμον».

Το Βραβείο Μετάφρασης έργου ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Συμεών Σταμπουλού για τη μετάφραση του έργου «Ελεγείες από το Ντουίνο» του Ρίλκε, εκδόσεις Στιγμή, και στον Διονύση Καψάλη για τη μετάφραση του έργου «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ, εκδόσεις Άγρα.

Το Βραβείο Απόδοσης έργου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά απονέμεται ομόφωνα εξ ημισείας στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη για τη μετάφραση του έργου «Ιεροί λόγοι» του Αίλιου Αριστείδη, εκδόσεις Άγρα, και στον Λίνο Μπενάκη για τη μετάφραση του έργου «Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν» του Ιαμβλίχου Χαλκιδέως, εκδόσεις Ακαδημίας Αθηνών.

Βραβείο Μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα απονέμεται κατά πλειοψηφία στις Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου και Rika Lesser για τη μετάφραση ποιημάτων της Κικής Δημουλά, στον τόμο Selected Poems:The brazen plagiarist, της Κικής Δημουλά, εκδόσεις Yale University Press-New Haven & London.

Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία στην Ροδούλα Παππά για το βιβλίο της με τίτλο «Το παιδί που στο κεφάλι του φύτρωσε ένα δέντρο», Εκδόσεις Νεφέλη .

Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου απονέμεται ομόφωνα στον Φίλιππο Μανδηλαρά για το βιβλίο του με τίτλο «Ζωή σαν ασανσέρ», Εκδόσεις Πατάκη.

Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία στον Αλέξη Κυριτσόπουλο για το βιβλίο του με τίτλο «Βεγγαλικά. Ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου», Εκδόσεις Ίκαρος και Μουσείο Μπενάκη.

Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων Για Παιδιά απονέμεται κατά πλειοψηφία στην Μαρία Αγγελίδου για το βιβλίο της με τίτλο «Ιστορίες που τις είπε η θάλασσα», Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελούν οι: Αλέξης Ζήρας (πρόεδρος), Γεώργιος – Ιωάννης Ανδρειωμένος, (αντιπρόεδρος), Άννα Καρακατούλη, Μιχάλης Μπακογιάννης, Γιώργος Ξενάριος, Διονύσης Μαγκλιβέρας, Ιωάννης Τζανής, Μαρία Στασινοπούλου, Γιώργος Συμπάρδης.


------------------------------
Πηγή: mao.gr

Copyright © 2014-15 Απόψεις επώνυμα™ is a registered trademark.

Designed by Templateism. Hosted on Blogger Platform.